Τα πολλά πρόσωπα ενός διπλωμάτη: Ο Ludwig Steiner και η ελληνική χούντα

Ιωάννης Μπρίγκος

Στο μεταίχμιο της μετάβασης από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου στη νέα εποχή των αρχών της δεκαετίας του 1990, ο Francis Fukuyama δήλωνε εμφατικά πως είχε επέλθει το «τέλος της Ιστορίας» με την τελική επικράτηση της φιλελεύθερης δημοκρατίας έναντι του κομμουνισμού.[1] Παρά τον έντονα αμφιλεγόμενο χαρακτήρα της δήλωσης περί «τέλους της Ιστορίας» –και ανεξαρτήτως του αν και κατά πόσο ορισμένοι ερευνητές εξακολουθούν να τη θεωρούν επίκαιρη– είναι πλέον σαφές πως ούτε η ιστορία αλλά ούτε και η ιστοριογραφία του Ψυχρού Πολέμου, της σημαντικότερης ιδεολογικής αντιπαράθεσης του 20ού αιώνα, έληξε, καταλάγιασε ή περιορίστηκε, αλλά, αντίθετα, συνέχισε και συνεχίζει να αναπτύσσεται δυναμικά. Το γεγονός αυτό καθίσταται ολοένα και πιο φανερό μέσα από τη στροφή της πρόσφατης έρευνας προς τη μελέτη του διεθνούς ρόλου μικρών και μεσαίων κρατών, καθώς και μέσα από την εισαγωγή εννοιών όπως η «περικεντρική οπτική» στις σπουδές του Ψυχρού Πολέμου, αλλά και μέσω της μελέτης πλείστων πολιτιστικών πτυχών αυτής της παγκόσμιας ιδεολογικής σύγκρουσης.[2] Έχει δηλαδή, σε μεγάλο βαθμό, απομακρυνθεί από τις παραδοσιακές –και συνήθως, πλέον, παρωχημένες– αφηγήσεις της ιστοριογραφικής «ορθοδοξίας» ή της αναθεωρητικής οπτικής των δεκαετιών 1960-1970, οι οποίες επικεντρώνονταν στον διπολικό πυρήνα της ψυχροπολεμικής εποχής.[3] Πλέον, σε αυτό το ερευνητικό πεδίο έχουν ενσωματωθεί νέες μεθοδολογικές προσεγγίσεις, που αναδεικνύουν τη σημασία μικρότερων, μέχρι πρότινος παραγνωρισμένων κρατών.[4] επίσης, η εστίαση μετατοπίζεται πλέον και σε δευτερεύοντες δρώντες ή πρωταγωνιστές του παρασκηνίου, των οποίων η συμβολή, αν και περιθωριοποιημένη στο παρελθόν, αποδεικνύεται κρίσιμη για την κατανόηση διπλωματικών και πολιτικών αλληλεπιδράσεων σε διμερές ή πολυμερές επίπεδο.

Στο πλαίσιο αυτό, η παρούσα μελέτη αποπειράται να διερευνήσει ορισμένες πτυχές μιας μέχρι σήμερα ελάχιστα τεκμηριωμένης περίπτωσης διμερών σχέσεων κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, αυτές μεταξύ της Αυστρίας και της Ελλάδας, και να εμπλουτίσει μια νεοσύστατη ερευνητική μεθοδολογία, αυτή της Νέας Διπλωματικής Ιστορίας, εστιάζοντας στον ρόλο του Ludwig Steiner, κατά τη διάρκεια της θητείας του ως πρέσβη της Αυστρίας στην Ελλάδα και την Κύπρο (1964-1972), κατά την εποχή της δικτατορίας των συνταγματαρχών.[5] Θα καταδειχθεί ότι λόγω των προηγούμενων ιδεολογικών του καταβολών, ο Steiner, από την αρχή της δικτατορίας, προσπάθησε να αποστασιοποιηθεί από τη χούντα, εμφανιζόμενος μέσω των διπλωματικών του αναφορών συχνά επικριτικός προς το στρατιωτικό καθεστώς στους προϊσταμένους του στο αυστριακό Υπουργείο Εξωτερικών. Με τη διπλωματική του ιδιότητα, προσπάθησε, από τη μια, να ασκήσει πίεση στην αυστριακή πολιτική ηγεσία, έτσι ώστε να αποφευχθεί μια ομαλοποίηση των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών. Από την άλλη, θέλησε να συμβάλει στον τομέα των ανθρωπιστικών παρεμβάσεων υπέρ Ελλήνων πολιτικών κρατουμένων, συντονίζοντας τις προσπάθειές του τόσο με το αυστριακό Υπουργείο Εξωτερικών όσο και με άλλες εξέχουσες αυστριακές πολιτικές προσωπικότητες, όπως ο Bruno Pittermann. Θα καταδειχθεί, όμως, ότι οι ανώτατοι αυστριακοί φορείς χάραξης εξωτερικής πολιτικής δεν συμμερίζονταν πάντοτε την οπτική του Steiner, καθώς αποσκοπούσαν στη διατήρηση μιας λειτουργικής σχέσης με το στρατιωτικό καθεστώς.[6]

Αξιοποιώντας πρωτογενείς πηγές από μέχρι πρότινος ελάχιστα μελετημένα αυστριακά αρχεία, θα τονιστεί ότι οι διπλωματικές εκθέσεις και τα τηλεγραφήματα του πρέσβη Ludwig Steiner συνιστούν αντικείμενο ιστορικής σημασίας, όχι στο πλαίσιο μιας «αγιογραφικής» ανάγνωσης της προσωπικότητάς του αλλά διότι προσφέρουν πρωτογενείς μαρτυρίες και πολύτιμες ερμηνευτικές οπτικές για καίρια γεγονότα που συνέβησαν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Ως άμεσος μάρτυρας και δρων υποκείμενο, ο Steiner κατέγραψε και αφουγκράστηκε την κρίσιμη αυτή περίοδο μέσα από τον θεσμικό του ρόλο, ο οποίος απαιτούσε συνεχή διαπραγμάτευση μεταξύ διπλωματικών επιταγών και προσωπικών αξιών. Επιστρατεύοντας ταυτόχρονα οξύνοια και διακριτικότητα, αλλά και βάσει της μακράς σταδιοδρομίας του στο διπλωματικό σώμα, ο Steiner προσπάθησε να ισορροπήσει μεταξύ των προσωπικών του ηθικών φραγμών απέναντι σε ένα αυταρχικό καθεστώς με τα καθήκοντα της εκπροσώπησης της Αυστρίας στην Ελλάδα και την πραγματιστική προσέγγιση των διακρατικών σχέσεων που συχνά επέτασσε η ανώτερη πολιτική ηγεσία, αλλά και η ψυχροπολεμική εποχή. Τα διπλωματικά του τεκμήρια επιτρέπουν τη βαθύτερη διερεύνηση λιγότερο γνωστών πτυχών της ελληνικής δικτατορίας, της διαμόρφωσης της αυστριακής εξωτερικής πολιτικής και των συνολικών ελληνο-αυστριακών σχέσεων, που εντάσσονται στο κρίσιμο διεθνές σκηνικό της ψυχροπολεμικής ύφεσης.

Μεταξύ των δικτατοριών: Από το Τρίτο Ράιχ στη χούντα των συνταγματαρχών

Ο Ludwig Steiner (1922-2015) υπήρξε σημαντική προσωπικότητα της αυστριακής αντίστασης κατά του εθνικοσοσιαλισμού και μεταπολεμικά διακεκριμένος διπλωμάτης και πολιτικός της ανεξάρτητης Αυστρίας.[7] Γεννημένος στο Ίνσμπρουκ, ο Steiner δραστηριοποιήθηκε πολιτικά ήδη από νεαρή ηλικία, μέσω της συμμετοχής του στο κίνημα της καθολικής νεολαίας και στους προσκόπους.[8] Μετά την προσάρτηση της Αυστρίας στο Τρίτο Ράιχ, το 1938, η άρνησή του να ενταχθεί στη Χιτλερική Νεολαία, σε συνδυασμό με τις προσπάθειές του να οργανώσει μια εναλλακτική νεανική ομάδα ορεινών διασώσεων, με επίκεντρο την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας, τον σημάδεψαν από νωρίς ως αντιφρονούντα κατά του ναζιστικού καθεστώτος.[9] Με τη σύλληψη και τον εγκλεισμό του πατέρα του στο Νταχάου, το 1939, ο Steiner βρέθηκε άμεσα αντιμέτωπος με την πολιτική καταστολή του ναζιστικού καθεστώτος, ενώ σύντομα και ο ίδιος υποβλήθηκε σε πολλαπλές ανακρίσεις από την Γκεστάπο. Μετά την αναγκαστική του επιστράτευση στη Βέρμαχτ, το 1941, ο Steiner χρησιμοποίησε την απόσπασή του στο Ίνσμπρουκ, το 1943, έπειτα από έναν τραυματισμό στο πολεμικό μέτωπο, ως ένα δίαυλο για τις αντιστασιακές του δραστηριότητες, εκμεταλλευόμενος τη θέση του στην τοπική στρατιωτική διοίκηση για να ενταχθεί σε παράνομα αντιστασιακά δίκτυα (Ομάδα Ο5) και να διατηρήσει ευρύτερες επαφές με αντιναζιστικούς κύκλους.[10]

Στην τελική φάση του πολέμου, ο Steiner διαδραμάτισε αποφασιστικό ρόλο στην, κατά κύριο λόγο ειρηνική, απελευθέρωση του Ίνσμπρουκ.[11] Τον Απρίλιο του 1945, εν μέσω της κατάρρευσης του ναζιστικού ελέγχου και της επικείμενης άφιξης των συμμαχικών δυνάμεων, συμμετείχε στην οργάνωση μιας ομάδας αντίστασης εκ μέρους των πολιτών, με στόχο την αποτροπή περαιτέρω αιματοχυσίας και τη διασφάλιση της αυστριακής ανεξαρτησίας. Ενεργώντας ως εκπρόσωπος κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων με τον τοπικό επικεφαλής της διοικητικής περιφέρειας (Gauleiter), ο Steiner δήλωσε ότι η πόλη βρισκόταν ήδη υπό την εξουσία της αυστριακής αντίστασης, συμβάλλοντας έτσι σημαντικά στην ειρηνική μετάβαση της εξουσίας. Η μεταπολεμική του σταδιοδρομία αντανακλούσε τη συνεχιζόμενη δέσμευσή του για τη δημοκρατική ανασυγκρότηση της Αυστρίας· εισήλθε στη διπλωματική υπηρεσία υπηρετώντας σε θέσεις στο Παρίσι και στη Σόφια, διετέλεσε πρέσβης της Αυστρίας στην Ελλάδα και την Κύπρο και αργότερα συμμετείχε ενεργά στη διαμόρφωση της κρατικής εξωτερικής πολιτικής, διαδραματίζοντας ηγετικό ρόλο στο αυστριακό Υπουργείο Εξωτερικών, αλλά και ως βουλευτής του Αυστριακού Λαϊκού Κόμματος (ÖVP).[12] Η πορεία του Steiner από νεαρό αντιφρονούντα σε ανώτερο κρατικό αξιωματούχο φιλελεύθερης πολιτικής απόχρωσης συμπυκνώνει τις βασικές πτυχές της πολύπλοκης μετάβασης της Αυστρίας από τον αυταρχισμό στη μεταπολεμική δημοκρατία. Με βάση την προσωπική του εμπειρία από την αντίσταση στον ναζιστικό ολοκληρωτισμό, ο Steiner υπήρξε συχνά επικριτικός απέναντι στον αυταρχισμό της ελληνικής στρατιωτικής δικτατορίας (1967-1974). Ο θεσμικός του ρόλος, ωστόσο, απαιτούσε να τηρεί μια λεπτή ισορροπία μεταξύ των προσωπικών του πεποιθήσεων και των συμφερόντων της εξωτερικής πολιτικής της χώρας του.

Σε αυτό το πλαίσιο το πρώτο ζήτημα που αντιμετώπισε ο Αυστριακός πρέσβης, μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, αφορούσε την αναγνώριση ή όχι του νέου στρατιωτικού καθεστώτος.[13] Από τους πρώτους μήνες ο Steiner είχε εκφράσει έντονα τον σκεπτικισμό του σχετικά με μια πιθανή αναγνώριση της δικτατορικής κυβέρνησης. Πολλές ξένες διπλωματικές αποστολές στην Ελλάδα υπήρξαν αρχικά διστακτικές ως προς τις προθέσεις της νέας κυβέρνησης και απέφευγαν να προβούν σε ενέργειες που θα μπορούσαν να εκληφθούν ως έγκριση του καθεστώτος. Οι πρώτοι μήνες της δικτατορίας χαρακτηρίζονταν από επιφυλακτικότητα, καθώς οι πρέσβεις, τόσο δυτικών όσο και ανατολικών χωρών, προσπαθούσαν να αφουγκραστούν τις προθέσεις της δικτατορίας. Σε αυτό το κλίμα αβεβαιότητας, αρκετές διπλωματικές αποστολές ακολούθησαν μια διακριτική πολιτική, αποφεύγοντας, για παράδειγμα, να διοργανώσουν εκδηλώσεις για τις εθνικές τους εορτές στα πρεσβευτικά κτίρια στην Ελλάδα, προκειμένου να αποφύγουν την πρόσκληση επισήμων από το καθεστώς.[14] Ο Steiner, όντας πλήρως ενήμερος γι’ αυτή την πολιτική, σημείωνε τη δυσφορία που επικρατούσε μεταξύ των διπλωματών συναδέλφων του, πολλοί από τους οποίους ήταν ιδεολογικά αντίθετοι στο στρατιωτικό καθεστώς και υπήρξαν απρόθυμοι να πιέσουν τις κυβερνήσεις τους προς την επίσημη αναγνώριση.[15] Υπήρχαν, ωστόσο, και οι εξαιρέσεις, όπως, για παράδειγμα, ο Ελβετός πρέσβης, ο οποίος, σύμφωνα με τον Steiner, σε μια μεταξύ τους συζήτηση θίχτηκε από την κατηγορηματική απόρριψη της δικτατορίας από την πλευρά του Αυστριακού διπλωμάτη. Όταν ο Ελβετός τόνισε ότι «τουλάχιστον οι δρόμοι ήταν τώρα καθαροί και υπήρχε μια κάποια τάξη», ο Steiner του ανταπάντησε: «Και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης οι δρόμοι ήταν καθαροί. Αυτό όμως δεν αποτελεί μέτρο σύγκρισης ενός πολιτικού συστήματος. Αυτό που θα επιθυμούσαμε είναι προσωπική ελευθερία και καθαρούς δρόμους. Αυτό όμως είναι εφικτό μόνο σε μια δημοκρατία, αλλά για να το πετύχουμε αυτό πρέπει να κάνουμε ό,τι είναι δυνατό».[16]

Η κατάσταση σχετικά με τη διεθνή αναγνώριση της χούντας περιπλέχθηκε ακόμα περισσότερο για τους δικτάτορες όταν, τον Δεκέμβριο του 1967, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος επιχείρησε ένα αποτυχημένο, όπως εξελίχθηκε, αντιπραξικόπημα, που εντέλει οδήγησε στην αυτοεξορία του.[17] Ο Steiner, αξιολογώντας την κατάσταση προς το αυστριακό ΥΠΕΞ, τόνισε ότι η χούντα βρισκόταν σε μια εξαιρετικά ασταθή και εσωτερικά διχασμένη θέση, και η αναγνώριση του καθεστώτος εκείνη τη στιγμή θα μπορούσε να αποδυναμώσει κάθε προσπάθεια εκδημοκρατισμού.[18] Υποστήριξε ότι αν οι δυτικές χώρες αναγνώριζαν τη χούντα, αυτό θα ενίσχυε την εξουσία της και θα εμπόδιζε οποιεσδήποτε μελλοντικές προσπάθειες επιστροφής στον κοινοβουλευτισμό. Ανέφερε επίσης ότι αρκετοί πρέσβεις είχαν αρνηθεί να συναντήσουν μέχρι τότε τον δικτάτορα Παπαδόπουλο, ενώ καμία από τις διπλωματικές αποστολές δεν είχε επίσημα αναγνωρίσει ή αποδεχτεί το καθεστώς. Ενώ η χούντα είχε διορίσει ως αντιβασιλέα τον Γεώργιο Ζωιτάκη και προσπαθούσε να παρουσιαστεί ως νόμιμη κυβέρνηση, παρέμεναν αναπάντητα συνταγματικά ζητήματα, και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος δεν είχε επισήμως αποπεμφθεί.[19]

Ωστόσο, παρά τις πιέσεις και τις παραινέσεις του αυστριακού πρέσβη ως προς την τήρηση μιας ενιαίας στάσης μη αναγνώρισης του δικτατορικού καθεστώτος ή της ανάληψης μιας από κοινού προσπάθειας μεταξύ των δυτικοευρωπαϊκών κρατών για την άσκηση πίεσης προς τη χούντα, με στόχο την επιστροφή στον κοινοβουλευτισμό, η Βιέννη επέλεξε να ακολουθήσει διαφορετική πορεία.[20] Ενώ αρχικά πρόβαλλε επιφυλακτικότητα, η αυστριακή κυβέρνηση αποφάσισε να ακολουθήσει μια πιο πρακτική προσέγγιση, παρόμοια με αυτή της Ελβετίας, της Μεγάλης Βρετανίας, αλλά και άλλων χωρών, διατηρώντας πλήρως τις διπλωματικές σχέσεις με την Ελλάδα χωρίς να χρειαστεί να αναγνωρίσει επίσημα το καθεστώς.[21] Η Αυστρία τόνισε ότι «αναγνώριζε μόνο κράτη και όχι κυβερνήσεις», κάτι το οποίο της επέτρεπε να διατηρεί κανονικές διπλωματικές σχέσεις με τη δικτατορία, καθώς ο βασιλιάς δεν είχε επίσημα αποπεμφθεί.[22] Ακόμα και μετά από αυτή την απόφαση, και αφού ο πρέσβης είχε κληθεί στην Αυστρία για λίγες μέρες, με στόχο να του δοθούν εξηγήσεις από το αυστριακό Υπουργείο Εξωτερικών σχετικά με την πορεία που πρέπει να ακολουθηθεί, εξηγούσε δηκτικά με νέο τηλεγράφημα στους ανωτέρους του ότι:

Σε κάθε περίπτωση, η συμπεριφορά των δυτικών κρατών απέναντι στο ελληνικό καθεστώς αποτελεί μείζον πλήγμα για τη δημοκρατία δυτικού τύπου και αποδεικνύει ότι η δέσμευση της Δύσης απέναντι σε άλλους λαούς του δυτικού ημισφαιρίου και η αίσθηση του ανήκειν παύουν να υφίστανται όταν τίθεται το ζήτημα της αποκομιδής βραχυπρόθεσμων οφελών.[23]

Η αυστριακή κυβέρνηση είχε αποφασίσει, δίχως άλλο, να προχωρήσει σε μια στρατηγική που θα της επέτρεπε να διατηρήσει επαφές χωρίς να υπερβεί τις «κόκκινες» γραμμές της αναγνώρισης, βασιζόμενη, συν τοις άλλοις, στο κοινό αντικομμουνιστικό υπόβαθρο των δύο χωρών.[24] Τον Μάρτιο του 1968, το αυστριακό Υπουργείο Εξωτερικών ενέκρινε την παρουσία του Steiner στις εορταστικές εκδηλώσεις της 25ης Μαρτίου στην Αθήνα, επισημαίνοντας σε απόρρητο κυβερνητικό έγγραφο ότι η Αυστρία δεν επιθυμούσε να προβεί σε «πολιτική δήλωση» (sic) κατά του καθεστώτος.[25] Η απόφαση αυτή θα χάραζε μια σταθερή γραμμή πολιτικής της Αυστρίας, η οποία εφεξής και για όλη την επταετία θα διατηρούσε λειτουργικές σχέσεις με την Ελλάδα χωρίς να χρειαστεί να προβεί στην επίσημη αναγνώριση του στρατιωτικού καθεστώτος.

Το επόμενο ζήτημα που θα απασχολούσε έντονα τον Steiner και θα επέφερε προστριβές με την πολιτική ηγεσία στη Βιέννη ήταν η θέσπιση και η ψήφιση του πρώτου δικτατορικού συντάγματος του 1968.[26] Στις αναφορές του Αυστριακού πρέσβη προς το αυστριακό Υπουργείο Εξωτερικών, γινόταν λόγος για τις συνεχείς προσπάθειες της χούντας να παρουσιαστεί τόσο ως μεταρρυθμιστική αλλά και ως σταθεροποιητική, προς τον ελληνικό λαό, δύναμη. Όταν το καθεστώς εξήγγειλε νέο σύνταγμα και δημοψήφισμα για τον Σεπτέμβριο του 1968, ήταν σαφές πως επρόκειτο, κατά κύριο λόγο, για μια απόπειρα αποκατάστασης της διεθνούς νομιμοποίησης απέναντι στις ολοένα και εντονότερες επικρίσεις, ιδίως από το Συμβούλιο της Ευρώπης.[27] Ο Steiner, ωστόσο, υπήρξε ιδιαίτερα καχύποπτος απέναντι στα επικοινωνιακά ανοίγματα της χούντας. Σε εμπιστευτική αναφορά του, με ημερομηνία 27 Δεκεμβρίου 1967, τόνιζε ότι το προτεινόμενο σύνταγμα είχε «ελάχιστη σχέση με τη δημοκρατία» και ότι ένα δημοψήφισμα υπό καθεστώς λογοκρισίας και αστυνομικής καταστολής θα ήταν πλήρως «χειραγωγούμενο», με σκοπό την επιβεβαίωση ενός προαποφασισμένου αποτελέσματος. Κατά την άποψή του, η συνταγματική αυτή πρωτοβουλία, σε συνδυασμό με τις ανακοινώσεις για μερική αμνηστία πολιτικών κρατουμένων, δεν αποτελούσαν ένδειξη φιλελευθεροποίησης, αλλά έναν τακτικό ελιγμό, του οποίου στόχος ήταν η εξαγορά πολύτιμου πολιτικού χρόνου, η εκτροπή της διεθνούς κριτικής και η διατήρηση του αυταρχικού ελέγχου πίσω από ένα προσωπείο θεσμικότητας.[28]

Καθώς πλησίαζε η ημερομηνία του δημοψηφίσματος, οι πιέσεις της αυστριακής κοινής γνώμης και οι φωνές από την αντιπολίτευση κατά της δικτατορίας εντείνονταν.[29] Ο Bruno Pittermann, πρώην Αυστριακός αντικαγκελάριος (1957-1966), βουλευτής του Αυστριακού Σοσιαλιστικού Κόμματος (SPÖ) και πρόεδρος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, ζήτησε από το αυστριακό ΥΠΕΞ μια επίσημη αναφορά από την αυστριακή πρεσβεία στην Ελλάδα σχετικά με το ελληνικό σχέδιο συντάγματος, ενόψει της συμμετοχής του στην επιτροπή του Συμβουλίου της Ευρώπης που εξέταζε την υπόθεση.[30] Ο Steiner είχε ήδη φροντίσει από τις 3 Ιουλίου 1968 να στείλει στη Βιέννη μια εκτενή επτασέλιδη αξιολόγηση, με τίτλο «Η ελληνική εσωτερική πολιτική και πάλι σε κίνηση», που αναδείκνυε, μεταξύ άλλων, την εκτεταμένη χρήση προπαγάνδας από το καθεστώς, το γεγονός ότι η κυβέρνηση διεκδικούσε 99% λαϊκή αποδοχή στο δημοψήφισμα, ενώ είχε διανείμει εκατομμύρια φυλλάδια υπέρ του συντάγματος. Επιπλέον, ο πρέσβης επεσήμανε κρίσιμες ασάφειες στο συνταγματικό κείμενο, οι οποίες θα μπορούσαν να επιτρέψουν αυθαίρετες ερμηνείες και επιλεκτική εφαρμογή του συντάγματος. Ιδιαίτερη αναφορά γινόταν στον πλήρη έλεγχο του τύπου και στην απουσία πραγματικής δυνατότητας δημόσιου διαλόγου, που καθιστούσε αδύνατη τη δημιουργία μιας ολοκληρωμένης κρίσης από πλευράς του εκλογικού σώματος.[31] Ωστόσο, το αυστριακό ΥΠΕΞ, συνεκτιμώντας τις πιθανές πολιτικές και διπλωματικές συνέπειες της δημοσιοποίησης μιας τόσο αιχμηρής κριτικής, εφόσον αυτή έφτανε στα χέρια του Συμβουλίου της Ευρώπης, ζήτησε από τον Steiner να συντάξει μια πιο ουδέτερη περίληψη της αξιολόγησης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον μάλιστα παρουσιάζει η διατύπωση με την οποία ο Αυστριακός υπουργός Εξωτερικών Kurt Waldheim ζήτησε από τον πρέσβη Steiner να επαναδιατυπώσει την αρχική αξιολόγησή του σχετικά με το σύνταγμα προς ψήφιση.[32] Στις 8 Αυγούστου 1968, το σχετικό τηλεγράφημα ανέφερε χαρακτηριστικά:

Πιστεύουμε ότι θα συμφωνήσετε με την εκτίμηση πως η αξιολόγησή σας, την οποία προφανώς συντάξατε με σκοπό να ενημερώσετε την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση και το Κοινοβούλιο με σαφήνεια και χωρίς επιφυλάξεις, δεν μπορεί να διανεμηθεί ευρύτερα ως επίσημο έγγραφο του Υπουργείου Εξωτερικών. Ως εκ τούτου, ο υπουργός [σ.σ.: των Εξωτερικών] θα σας παρακαλούσε να καταρτίσετε μια συνοπτική παρουσίαση των βασικών διατάξεων του προτεινόμενου συντάγματος, σύμφωνα με το πνεύμα του σχετικού διατάγματος. Ένα τέτοιο έγγραφο θα επέτρεπε στον [σ.σ.: πρώην] αντικαγκελάριο Pittermann να παρέμβει τεκμηριωμένα στις εργασίες της Επιτροπής του Συμβουλίου της Ευρώπης, χωρίς ωστόσο να προκαταλαμβάνει τη δική του αξιολόγηση.[33]

Η συντηρητική αυστριακή κυβέρνηση υπό το Λαϊκό Κόμμα (ÖVP) είχε αντιληφθεί ότι δεν θα ήταν δυνατό να αποκρύψει πλήρως τις πληροφορίες για τον αυταρχικό χαρακτήρα του συντάγματος της δικτατορίας, ιδίως από τον ίδιο τον Pittermann, ο οποίος πιθανότατα θα έβρισκε τρόπο να εξασφαλίσει πρόσβαση στα σχετικά έγγραφα. Αντιμέτωπο με αυτό το δίλημμα, το αυστριακό Υπουργείο Εξωτερικών επέλεξε μια τακτική κρυφής «αποκλιμάκωσης», να αποσιωπήσει δηλαδή τη δριμεία, καταδικαστική αξιολόγηση του Steiner και να την αντικαταστήσει με μια επίσημη εκδοχή περιορισμένη σε νομικές και τυπικές πτυχές του συνταγματικού κειμένου.

Παρότι, κατ’ επιταγή των ανωτέρων του, εντέλει απέστειλε μια λογοκριμένη εκδοχή της έκθεσής του με σκοπό να δοθεί στον Pittermann, ο Steiner παρέμεινε σταθερός στην τεκμηριωμένη αντίθεσή του απέναντι στο καθεστώς. Στην τελική του αποτίμηση πριν από το δημοψήφισμα, τον Σεπτέμβριο του 1968, επανέλαβε με σαφήνεια ότι οι συνθήκες καταστολής και λογοκρισίας υπονόμευαν κάθε έννοια ελεύθερης βούλησης και συνταγματικής νομιμότητας.[34] Οι εκθέσεις του πιστοποιούσαν πως το συνταγματικό εγχείρημα δεν συνιστούσε πορεία προς τον εκδημοκρατισμό, αλλά ήταν ένα εργαλείο νομιμοποίησης της αυταρχικής διακυβέρνησης, σχεδιασμένο κυρίως για να κατευνάσει τις διεθνείς πιέσεις.

Σε αυτό το σημείο χρήζει μνείας η αξιοσημείωτη επίσης στάση του αντιπολιτευόμενου, μέχρι το 1970, Αυστριακού Σοσιαλιστικού Κόμματος (SPÖ). Από την αρχή της δικτατορίας, οι σοσιαλδημοκρατικοί κύκλοι της Αυστρίας επέδειξαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον αντιδικτατορικό αγώνα, τόσο σε διεθνές όσο και σε τοπικό επίπεδο. Πέρα από τη δραστήρια παρουσία Αυστριακών στο Συμβούλιο της Ευρώπης, προσωπικότητες όπως ο Pittermann κατέβαλαν συντονισμένες προσπάθειες για να αναδείξουν ότι η αντίσταση στη δικτατορία δεν συνιστούσε μια σειρά μεμονωμένων ενεργειών, αλλά αποτελούσε ένα ευρύτερο και καλά οργανωμένο πολιτικό κίνημα. Στο πλαίσιο αυτό, ήδη από τον Νοέμβριο του 1967, ο Pittermann, σε συνεργασία με σημαίνοντες σοσιαλιστές, όπως η Herta Firnberg, ο Erwin Lanc, και ο Karl Czernetz, ίδρυσαν στη Βιέννη τον σύλλογο «Φίλοι της Ελληνικής Δημοκρατίας» (Freunde der griechischen Demokratie, εφεξής FdGD), στον οποίο ο Pittermann ανέλαβε ο ίδιος την προεδρία.[35] Ο σύλλογος αυτός, στον οποίο συμμετείχαν τόσο Αυστριακοί όσο και Έλληνες της Αυστρίας, αναδείχθηκε γρήγορα σε κεντρική πλατφόρμα αντιδικτατορικής δράσης, προσελκύοντας συχνά την προσοχή, αλλά και τη μήνι, των ελληνικών διπλωματικών αρχών στη Βιέννη.[36] Υπό την ηγεσία του Pittermann, ο FdGD συνεργάστηκε στενά με τη φοιτητική νεολαία του Αυστριακού Σοσιαλιστικού Κόμματος, τους Σοσιαλιστές Φοιτητές της Αυστρίας (Verband Sozialistischer StudentInnen Österreichs, VSStÖ), διοργανώνοντας πλείστες εκδηλώσεις αλληλεγγύης αλλά και πορείες διαμαρτυρίας.[37] Κομβικής σημασίας υπήρξε η εκδήλωση της 31ης Μαρτίου 1968, με ομιλήτρια τη Μελίνα Μερκούρη, την οποία παρακολούθησαν περίπου 1.750 άτομα.[38] Μεταξύ των συμμετεχόντων στην εκδήλωση βρίσκονταν κορυφαία στελέχη του SPÖ, όπως οι Bruno Kreisky, Otto Probst, Erwin Lanc, Karl Czernetz και Leopold Gratz, πολλοί εκ των οποίων κατείχαν ή θα αναλάμβαναν μελλοντικά σημαντικές κυβερνητικές θέσεις. Κατά τη διάρκεια της επταετίας, ο σύλλογος προσκάλεσε και φιλοξένησε στην Αυστρία πολλούς εξέχοντες Έλληνες αντιφρονούντες, όπως τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον Κωνσταντίνο Σημίτη και την Αμαλία Φλέμινγκ, οι οποίοι συμμετείχαν σε διαλέξεις και ανέλαβαν δράσεις ενημέρωσης της αυστριακής κοινής γνώμης για την κατάσταση στην Ελλάδα.[39]

Αν και η αυστριακή κυβέρνηση προτίμησε μια προσεκτική, σχεδόν ουδέτερη στάση –αποφεύγοντας την ανοιχτή καταδίκη– ο ρόλος του Steiner υπήρξε καθοριστικός ώστε η Βιέννη να παραμένει επαρκώς ενημερωμένη για την κατασταλτική πραγματικότητα του ελληνικού καθεστώτος. Χωρίς να συναντά «ευήκοα ώτα» στους αυστριακούς συντηρητικούς και φιλελεύθερους πολιτικούς κύκλους, η σταθερότητα των θέσεών του και η τεκμηριωμένη του προσέγγιση αντανακλούν όχι μόνο μια βαθιά δέσμευση στις αρχές της δημοκρατίας αλλά και μια συνειδητή προσπάθεια να αποτραπεί η ηθική συνενοχή της Αυστρίας στην προσπάθεια διεθνούς αποδοχής της χούντας.

Διανοίγοντας ανθρωπιστικούς διαύλους επικοινωνίας: Η περίπτωση ενός πρέσβη

Η δικτατορία εγκαθίδρυσε από την πρώτη στιγμή ένα σχεδόν καθολικό δίκτυο καταστολής, συλλήψεων και ανακρίσεων, με στόχο την επιβολή «του νόμου και της τάξης».[40] Οι κατασταλτικοί μηχανισμοί της χούντας κατέλυσαν βίαια κάθε μορφή πολιτικής δραστηριότητας και επεκτάθηκαν με ιδιαίτερη αυστηρότητα στην επιτήρηση και τον έλεγχο της κοινωνικής και της πολιτιστικής ζωής. Ήδη από τις πρώτες μέρες του πραξικοπήματος περίπου τρεις χιλιάδες αριστεροί φυλακίστηκαν, ενώ περισσότεροι από οκτώ χιλιάδες οδηγήθηκαν στα στρατόπεδα εξορίας σε απομονωμένα νησιά.[41] Η κατάφωρη παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Ελλάδα προκάλεσε την άμεση αντίδραση τόσο κρατών όσο και μη κυβερνητικών οργανισμών, συλλογικοτήτων και πολλών πολιτικών ή καλλιτεχνικών προσωπικοτήτων.[42] Πέντε μέρες μετά το πραξικόπημα, στις 26 Απριλίου 1967, ο Steiner σημείωνε σε εκτενή επιστολή του προς το αυστριακό Υπουργείο Εξωτερικών:

Το κύμα συλλήψεων συνεχίζεται αμείωτο. Η υπόσχεση ότι οι φυλακισμένοι θα τύχουν μιας «κανονικής» νομικής διαδικασίας δεν είναι καθόλου ενθαρρυντική. [...] Η κατάσταση της δικαιοσύνης σε αυτή τη χώρα φαίνεται από το γεγονός [...] ότι το νέο υπουργικό συμβούλιο περιλαμβάνει τουλάχιστον τέσσερις δικαστές και δύο εισαγγελείς από τον Άρειο Πάγο, συμπεριλαμβανομένου του πρωθυπουργού Κόλλια. Άραγε τι αξία αποδίδουν στον νόμο και την τάξη αυτοί οι ανώτατοι δικαστές και οι δικηγόροι του στέμματος που υπηρετούν ένα βίαιο καθεστώς, του οποίου η πρώτη πράξη ήταν να καταργήσει με μια κίνηση της πένας τα πιο βασικά και θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες! [...] Αυτή τη στιγμή, υπάρχουν πιθανώς περίπου 8.000 πολιτικοί κρατούμενοι [...] μόνο στο στάδιο του Πειραιά [...]. Οι κύκλοι της αντιπολίτευσης εναποθέτουν τώρα τις ελπίδες τους στη βοήθεια από το εξωτερικό.[43]

Σε αυτό το πλαίσιο ο Steiner κινητοποιήθηκε από πολύ νωρίς και προσπάθησε να βοηθήσει με όποιον τρόπο ήταν δυνατό Έλληνες αντιφρονούντες και πολιτικούς κρατούμενους, τόσο μεμονωμένα όσο και σε συνεργασία με άλλους δρώντες ακτιβιστές. Οι προσπάθειες αυτές δεν στέφονταν πάντοτε με επιτυχία, καταδείκνυαν όμως την προσήλωσή του στην παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας σε Έλληνες που βρίσκονταν σε ανάγκη.

Μία από αυτές τις περιπτώσεις έλαβε χώρα το καλοκαίρι του 1971, όταν η Αμαλία Φλέμινγκ –διακεκριμένη γιατρός, υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και χήρα του εφευρέτη της πενικιλίνης Αλεξάντερ Φλέμινγκ– απευθύνθηκε στον Αυστριακό πρέσβη ζητώντας επείγουσα βοήθεια για τη διαφυγή τριών πολιτικών κρατουμένων, οι οποίοι είχαν υποστεί βασανιστήρια αλλά είχαν καταφέρει να δραπετεύσουν από τις φυλακές. Ο Steiner αντέδρασε άμεσα και με διακριτικότητα στο αίτημα της Φλέμινγκ, επιστρατεύοντας τις προσωπικές του επαφές στη Ρώμη για να εξασφαλίσει ιταλικά διαβατήρια, παρακάμπτοντας την επίσημη διπλωματική οδό, ώστε να αποφευχθούν διεθνείς επιπλοκές. Κανονίστηκε τα διαβατήρια να παραδοθούν στην οικία του, όπου εμφανίστηκε η Φλέμινγκ με τις απαραίτητες φωτογραφίες.[44] Στο ίδιο διάστημα όμως η Φλέμινγκ παρακολουθούνταν στενά από την αστυνομία και, παρά την έγκαιρη παρέμβασή του, η επιχείρηση απέτυχε, καθώς η Φλέμινγκ συνελήφθη αμέσως μόλις εξήλθε της πρεσβευτικής οικίας και λίγο καιρό μετά απελάθηκε από την Ελλάδα.[45]

Η ανθρωπιστική δέσμευση του Ludwig Steiner κατά τη διάρκεια της ελληνικής στρατιωτικής δικτατορίας αναδείχθηκε ιδιαίτερα μέσα από τον στενό του συντονισμό με τον Bruno Pittermann, με στόχο την ηθική και υλική υποστήριξη σημαινόντων πολιτικών κρατουμένων, όπως ο Ιωάννης Ζίγδης και ο Χαράλαμπος Πρωτοπαππάς.[46] Παρά τις ιδεολογικές τους διαφορές –ο Steiner ήταν ένας συντηρητικός Αυστριακός πολιτικός και διπλωμάτης, ενώ ο Pittermann εξέχουσα φυσιογνωμία της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας– ανέπτυξαν μια τακτική επικοινωνία και μια συνεργασία βασισμένη στην κοινή τους προσήλωση στη δημοκρατία και στα ανθρώπινα δικαιώματα.[47] Η προθυμία του Steiner να υπερβεί τις πολιτικές γραμμές της συντηρητικής παράταξης που εκπροσωπούσε αντανακλούσε τη συνεπή του στάση κατά του αυταρχισμού, η οποία είχε διαμορφωθεί ήδη από την αντιναζιστική του δράση.

Στην περίπτωση του Ιωάννη Ζίγδη, πρώην Έλληνα υπουργού και ακλόνητου αντιπάλου της χούντας, ο Steiner ήταν έτοιμος να προβεί σε επίσημη παρέμβαση στο ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών με στόχο την αποφυλάκισή του, έπειτα από παραίνεση του Pittermann. Εδώ μάλιστα είναι άξιο μνείας ότι ο Steiner διατηρούσε έναν ευρύ κύκλο επαφών με πληθώρα πολιτικών προσωπικοτήτων της Ελλάδας, τους οποίους επισκεπτόταν συχνά, ακόμα και όταν αυτοί βρίσκονταν στη φυλακή ή σε κατ’ οίκον περιορισμό, προβαίνοντας σε εκτενείς συζητήσεις για την κατάσταση στην Ελλάδα, ενώ παράλληλα αναζητούσε και οδούς υποστήριξης των πολιτικών κρατουμένων.[48] Προτού όμως αποφυλακιστεί επίσημα από τη χούντα, αποφασίστηκε η πρόωρη αποφυλάκισή του για λόγους υγείας, έπειτα από πολυήμερη νοσηλεία. Σε επιστολή του προς τον Pittermann, ο Steiner ανέφερε τη βαθιά ευγνωμοσύνη του Ζίγδη για τη διεθνή αλληλεγγύη στην οποία πρωτοστάτησε η Σοσιαλιστική Διεθνής. Ο Ζίγδης τόνιζε πως η αμέριστη υποστήριξη και οι προσπάθειες προβολής του αντιδικτατορικού αγώνα, υπό την καθοδήγηση του Pittermann και με τη βοήθεια του Steiner, του προσέφεραν ηθική δύναμη κατά τη διάρκεια της φυλάκισής του.[49] Ένα παρόμοιο μοτίβο συνεργασίας προέκυψε στην πολύκροτη υπόθεση του Χαράλαμπου Πρωτοπαππά, γνωστού σοσιαλδημοκράτη και μέλους της αντιδικτατορικής οργάνωσης Δημοκρατική Άμυνα.[50] Αφού έλαβε ένα απόρρητο μήνυμα από τον Πρωτοπαππά από τη φυλακή, ο Steiner ενημέρωσε άμεσα τον Pittermann, ο οποίος δρομολόγησε μια ανθρωπιστική εκστρατεία για την εξασφάλιση ιατρικής βοήθειας.[51] Με τη συγκατάθεση του αυστριακού Υπουργείου Εξωτερικών, ένας Αυστριακός γιατρός στάλθηκε στην Αθήνα στα τέλη του 1972 για να εξετάσει και να περιθάλψει τον Πρωτοπαππά, ο οποίος είχε υποστεί καρδιακή προσβολή κατά τη διάρκεια της κράτησής του. Η πρωτοβουλία του Pittermann, που συντονίστηκε διακριτικά με τον Steiner, υπήρξε επιτυχής. Λίγες εβδομάδες μετά την επίσκεψη, ο Πρωτοπαππάς, του οποίου η υγεία είχε βελτιωθεί, αφέθηκε ελεύθερος και κατάφερε έπειτα να συνεχίσει την πολιτική και αντιδικτατορική του δραστηριότητα στην εξορία.[52]

Οι περιπτώσεις αυτές καταδεικνύουν πώς η διπλωματική θέση του Steiner στην Αθήνα αποτέλεσε έναν κρίσιμο κόμβο ως προς τις διακρατικές προσπάθειες αλληλεγγύης. Η αθόρυβη αλλά αποτελεσματική υποστήριξή του στις πρωτοβουλίες του Bruno Pittermann, ακόμη δηλαδή και όταν αυτές καθοδηγούνταν, θεωρητικά, από έναν πολιτικό αντίπαλο, μαρτυρά τη βαθιά αίσθηση του ανθρωπιστικού και δημοκρατικού του καθήκοντος. Γεφυρώνοντας τη θεσμική διπλωματία και τις ηθικές αρχές, ο Steiner προσπάθησε να διαδραματίσει καίριο ρόλο στην παροχή βοήθειας σε άτομα που διώκονταν από την ελληνική δικτατορία. Ακόμα και αν οι προσπάθειες αυτές δεν υπήρξαν πάντοτε επιτυχείς συνέβαλαν στη σφυρηλάτηση μιας απροσδόκητης αλλά ισχυρής συμμαχίας ενάντια στην αυταρχική εξουσία.

Επίλογος

Συνοψίζοντας, η μελέτη αυτή επιχείρησε να καταδείξει ότι κατά την περίοδο της ψυχροπολεμικής διπλωματίας, όταν η πραγματιστική εξωτερική πολιτική προβαλλόταν ως η μόνη ασφαλής στρατηγική για τη διατήρηση διμερών σχέσεων, δεν έλειψαν οι διεθνείς φωνές που αντιστάθηκαν στη συνεργασία με αυταρχικά καθεστώτα, όπως η ελληνική δικτατορία. Μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση αποτέλεσε ο Αυστριακός πρέσβης στην Ελλάδα και την Κύπρο, Ludwig Steiner. Ισορροπώντας ανάμεσα στις ηθικές του αρχές, τις ισχυρές αντιδικτατορικές του πεποιθήσεις και τις επιταγές της κρατικής realpolitik, δεν δίστασε να εκφράσει ανοικτά τη διαφωνία του προς την πολιτική ηγεσία της Βιέννης, προσπαθώντας να αποτρέψει την περαιτέρω ενδυνάμωση των ελληνοαυστριακών σχέσεων υπό το καθεστώς της χούντας. Αν και συχνά υποχρεωνόταν να συμμορφωθεί με τις επίσημες κατευθύνσεις της αυστριακής εξωτερικής πολιτικής, υπήρξε, εντούτοις, συνεπής υπέρμαχος των δημοκρατικών και ανθρωπιστικών αξιών που καταπατούνταν στην Ελλάδα. Οι μέχρι πρότινος λησμονημένες μαρτυρίες του τεκμηριώνουν ότι, ακόμη και σε συνθήκες έντονης ιδεολογικής πόλωσης, όπως εκείνες του Ψυχρού Πολέμου, η διπλωματική εκπροσώπηση δεν συνεπαγόταν κατ’ ανάγκη αποδοχή ή σιωπηρή νομιμοποίηση. Οι παρεμβάσεις του Steiner αποτυπώνουν την παρουσία ενός σύγχρονου δημοκράτη που, εντός των ορίων του διπλωματικού του ρόλου, προσπάθησε έμπρακτα να συμβάλει στον ευρύτερο διεθνή αντιδικτατορικό αγώνα.

 

  1. Francis Fukuyama, The End of History and the Last Man, Free Press, Νέα Υόρκη - Τορόντο 1992.
  2. Laurien Crump - Angela Romano, “Challenging the superpower straitjacket (1965-1975): Multilateralism as an instrument of smaller powers”, στο Crump Laurien - Erlandsson Susanna (επιμ.), Margins for Manoeuvre in Cold War Europe: The Influence of Smaller Powers, Routledge, Λονδίνο 2019, σ. 13-31· Tony Smith, “New Bottles for New Wine: A Pericentric Framework for the Study of the Cold War”, Diplomatic History, 24.4 (Οκτώβριος 2000), 567-591· σχετικά με τον ρόλο της πολιτιστικής διπλωματίας και διμερών ανταλλαγών στον Ψυχρό Πόλεμο, βλ. ενδεικτικά Ζηνοβία Λιαλιούτη, Ο «άλλος» Ψυχρός Πόλεμος. Η αμερικανική πολιτιστική διπλωματία στην Ελλάδα 1953-1973, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2019· Στρατής Μπουρνάζος, Η ιστορία μιας ματαίωσης: Το CCF και ο Πολιτισμικός Ψυχρός Πόλεμος στην Ελλάδα (1950-1967), Αντίποδες, Αθήνα 2024.
  3. Elspeth O’Riordan, Understanding the Cold War History. Approaches and Debates, Palgrave Macmillan, Τσαμ 2023, σ. 56-64· βλ. επίσης, John Lewis Gaddis, “On Starting All Over Again: A Naive Approach to the Study of the Cold War”, στο Westad Odd Arne (επιμ.), Reviewing the Cold War: Approaches, Interpretations, Theory, Routledge, Λονδίνο - Νέα Υόρκη 2000, σ. 27-42.
  4. Σχετικά με τη θεωρία των μικρών κρατών, βλ. Neal G. Jesse - John R. Dreyer, Small States in the International System: At Peace and at War, Lexington Books, Λάνεμ 2016, σ. 3-10.
  5. Σχετικά με την Νέα Διπλωματική Ιστορία, βλ. Houssine Alloul - Michael Auwers, “What is (New in) New Diplomatic History”, Journal of Belgian History, XLVIII.4 (2018), 112-122· Kenneth Weisbrode, “The Task Ahead”, NDH, 20 Σεπτεμβρίου 2012, στην ιστοσελίδα http://newdiplomatichistory.org/the-task-ahead/ (ανακτήθηκε 7.4.2025).
  6. Για τις ελληνο-αυστριακές σχέσεις κατά την περίοδο της δικτατορίας, βλ. Ioannis Brigkos, “Doing business with the Colonels’: Greece’s financial relations with Austria and the German Democratic Republic during the Greek military dictatorship, 1967-1974”, στο Brisku Adrian, Gumiela Martin, Stöcker Lars Fredrik (επιμ.), Varieties of Economic Nationalism in Cold War Europe: Small State Responses to Economic Change, 1960s-1980s, Bloomsbury, Λονδίνο 2025, σ. 111-129 και Ioannis Brigkos, “Humanitarians, Neutrals Or ‘Realpolitiker’? Austria’s Relations with the Greek Military Dictatorship, 1967-1974”, κείμενο εργασίας, Εργαστήριο Μελέτης Ελληνογερμανικών Σχέσεων, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης ΕΚΠΑ, στην ιστοσελίδα http://emes.pspa.uoa.gr/ekdoseis-dhmosieyseis/keimena-ergasias/alla-keimena-ergasias.html (ανακτήθηκε 9.4.2025).
  7. Για το συνοπτικό βιογραφικό του Ludwig Steiner μπορεί κανείς να ανατρέξει στην ιστοσελίδα του αυστριακού κοινοβουλίου, https://www.parlament.gv.at/person/1844 (ανακτήθηκε 9.4.2025).
  8. Σχετικά με την αυστριακή καθολική νεολαία, βλ. Fritz Csoklich (επιμ.), Katholische Jugend: Sauerteig für Österreich, Leykam, Γκρατς 1997.
  9. Σχετικά με την προσάρτηση (Anschluss) της Αυστρίας στο Τρίτο Ράιχ, βλ ενδεικτικά: Gerhard Stourzh - Brigitta Zaar (επιμ.), Österreich, Deutschland und die Mächte, internationale und österreichische Aspekte des ‘Anschlusses’ vom März 1936, Weinberg, Βιέννη 1990.
  10. Ludwig Steiner, “»... zur richtigen Zeit das Richtige getan«”, στο Wohnout Helmut (επιμ.), Demokratie und Geschichte: Jahrbuch des Karl von Vogelsang-Instituts zur Erforschung der Geschichte der christlichen Demokratie in Osterreich, Böhlau, Βιέννη - Κολωνία - Βαϊμάρη 1997, σ. 15-48.
  11. Horst Schreiber, Endzeit: Krieg und Alltag in Tirol 1945, Michael Wagner Verlag, Ίνσμπρουκ 2020, σ. 320-386.
  12. Ιδιαίτερα λυσιτελή ως προς τη μελέτη της ζωής και της σταδιοδρομίας του Ludwig Steiner είναι τα απομνημονεύματά του· βλ. Ludwig Steiner, Der Botschafter Ein Leben für Österreich, Athesia, Μπολτσάνο, 2005.
  13. Österreichisches Staatsarchiv (στο εξής ÖStA) / Archiv der Republik (στο εξής AdR), Bundesministerium für Auswärtige Angelegenheiten (στο εξής BMfAA), Gr.Zl. 21335, Depesche, Steiner προς αυστριακό Υπουργείο Εξωτερικών, 24 Απριλίου 1967.
  14. ÖStA/AdR, BMfAA, Gr.Zl. 83-RES/67, Demonstrative Gesten gegenüber dem derzeitigen griechischen Regime durch verschieden Botschaften, 17 Ιουλίου 1967.
  15. Στο ίδιο.
  16. Steiner, Der Botschafter, ό.π., σ. 372.
  17. Σωτήρης Ριζάς, Η ελληνική πολιτική μετά τον Εμφύλιο: Κοινοβουλευτισμός και δικτατορία, Καστανιώτης, Αθήνα 2008, σ. 436-437.
  18. ÖStA/AdR, BMfAA, Gr.Zl. 35.967-6(Pol)67, Neue griechische Regierung. Haltung der Österr. Botschaft, 19.12.1967.
  19. Στο ίδιο.
  20. ÖStA/AdR, BMfAA, Gr.Zl. 110.571-6(Pol)68, Grundsätzliche Stellung zum griechischen Militärregime, 11 Ιανουαρίου 1968.
  21. Βλ. για παράδειγμα την παρόμοια βρετανική στάση στο Alexandros Nafpliotis, Britain and the Greek Colonels: Accommodating the Junta in the Cold War, I.B. Tauris, Λονδίνο - Νέα Υόρκη 2013, σ. 20.
  22. ÖStA/AdR, BMfAA, Gr.Zl. 110095-6/68, Einberufung von Botschafter Dr. Steiner zu Konsultationen, 22 Ιανουαρίου 1968.
  23. ÖStA/AdR, BMfAA, Gr.Zl. 111842-8-POL/68, Die griechische Militärjunta durchbricht die außenpolitische Isolierung, 31 Ιανουαρίου 1968.
  24. Stefan A. Müller, David Schiffl, Adamantios T. Skordos, Heimliche Freunde: Die Beziehungen Österreichs zu den Diktaturen Südeuropas nach 1945: Spanien, Portugal, Griechenland, Böhlau, Κολωνία - Βιέννη 2016, σ. 12-13.
  25. ÖStA/AdR, BMfAA, Gr.Zl. 114.150-6(POL)68, Griechischer Nationalfeiertag am 25.3. Frage der Teilnahme Botschafter Dr. Steiners an den Festakten, 19 Μαρτίου 1968.
  26. Σχετικά με το σύνταγμα του 1968, βλ. Γιώργος Παπαδημητρίου, «Η ατελέσφορη προσπάθεια για τη συνταγματική οργάνωση του δικτατορικού καθεστώτος», στο Γιάννα Αθανασίου, Άλκης Ρήγος, Σεραφείμ Σεφεριάδης (επιμ.), Η δικτατορία 1967-1974: Πολιτικές πρακτικές, ιδεολογικός λόγος, αντίσταση, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1999, σ. 53-60· Σπύρος Βλαχόπουλος, «Τα συνταγματικά κείμενα της δικτατορίας (1968, 1973)», στο Σπύρος Βλαχόπουλος, Δημήτρης Καιρίδης, Αντώνης Κλάψης (επιμ.), Η δικτατορία των συνταγματαρχών: Ανατομία μιας επταετίας, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2019, σ. 45-57.
  27. Μια αναλυτική και πολύπλευρη θέαση του «ελληνικού ζητήματος» στο Συμβούλιο της Ευρώπης εντοπίζεται στον συλλογικό τόμο που εκδόθηκε πρόσφατα από τους Kostis Kornetis, Víctor Fernández Soriano, Kristine Kjærsgaard, Nicolas Manitakis, Alexandros Nafpliotis (επιμ.), The 1969 ‘Greek Case’ in the Council of Europe: A Game Changer for Human Rights, Bloomsbury Academic, Λονδίνο 2024.
  28. ÖStA/AdR, BMfAA, Zl. 54-POL/67, Neue Verfassung und politische Amnestie in Griechenland, 27 Δεκεμβρίου 1967.
  29. Από την εγκαθίδρυση της δικτατορίας, κυρίως στις δύο μεγαλύτερες πόλεις της Αυστρίας, στη Βιέννη και το Γκρατς, πολλές διαδηλώσεις λάμβαναν χώρα κατά της χούντας, με τη συμμετοχή εκατοντάδων Ελλήνων, Αυστριακών και άλλων εθνικοτήτων φοιτητών, αλλά και μελών αντιδικτατορικών οργανώσεων. Τόσο ο τύπος όσο και τα αντιπολιτευόμενα κόμματα, ιδιαίτερα το Σοσιαλιστικό (SPÖ) και το Κομμουνιστικό (KPÖ), συμμετείχαν και συντόνιζαν τις διαδηλώσεις, ενώ χρησιμοποιούσαν και τα όργανα ενημέρωσής τους, τις εφημερίδες Arbeiterzeitung και Volksstimme, αντίστοιχα, για να ενημερώνουν την αυστριακή κοινή γνώμη για τα πεπραγμένα της χούντας, την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά και όλες τις αντιδικτατορικές διαδηλώσεις που γίνονταν στην Αυστρία. Βλ. χαρακτηριστικά τα άρθρα “Griechenland das Vietnam Europas?”, Volksstimme, 2 Απριλίου 1968· “Pittermann: Hilfe Österreichs für griechische Demokraten”, Arbeiterzeitung, 10 Νοεμβρίου 1967· “Ein Tarnanzug für die Diktatur in Griechenland: „Verfassungsentwurf“ der Generäle täuscht niemand, Kundgebung in Wien”, Volksstimme, 23 Απριλίου 1968.
  30. ÖStA/AdR, BMfAA, Gr.Zl. 122.788, Pittermann προς Waldheim, 22 Ιουλίου 1968.
  31. ÖStA/AdR, BMfAA, Zl. 33-POL/68, Die griechische Innenpolitik wieder in Bewegung, 3 Ιουλίου 1968.
  32. Σχετικά με την αμφιλεγόμενη προσωπικότητα του Kurt Waldheim και το παρελθόν του ως αξιωματικού της ναζιστικής Γερμανίας, βλ. Georg Tidl, Waldheim. Wie es wirklich war. Die Geschichte einer Recherche, Löcker, Βιέννη 2015· Andreas Khol, Theodor Faulhaber, Günther Ofner (επιμ.), Die Kampagne. Kurt Waldheim - Opfer oder Täter. Hintergründe und Szenen eines Falles von Medienjustiz, F. A. Herbig, Μόναχο - Βερολίνο 1987.
  33. ÖStA/AdR, BMfAA, Gr.Zl. 122.788-6(POL) 68, Entwurf für eine neue griechische Verfassung, 8 Αυγούστου 1968.
  34. ÖStA/AdR, BMfAA, Zl. 43-POL/68, Zur innenpolitischen Situation in Griechenland vor dem Referendumüber den Verfassungsentwurf, 7 Σεπτεμβρίου 1968.
  35. “Vier Gegen Athener Diktatur”, Arbeiterzeitung, 9 Νοεμβρίου 1967.
  36. Brigkos, «Humanitarians...», ό.π., σ. 13.
  37. “Wirbel bei Studentendemonstration”, Arbeiterzeitung, 6 Μαΐου 1967· “Wirbel vor der griechischen Botschaft”, Wiener Zeitung, 6 Μαΐου 1967.
  38. Brigkos, «Humanitarians...», ό.π. Σχετικά με την επίσκεψη της Μερκούρη στη Βιέννη, βλ. ÖStA/AdR, BMfAA, Gr.Zl. 114.628-Pol 6/68, Griechenland; Intervention des griech. Botschafters in Sache Mercouri, 18 Μαρτίου 1968.
  39. Skordos, «Heimliche», ό.π., σ. 274-285.
  40. Βλ. ενδεικτικά, Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, Μεσογείων 14-18. Η Υποδιεύθυνση Γενικής Ασφαλείας Αθηνών στα χρόνια της δικτατορίας (1971-1974), Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα 2019· Κωστής Γιούργος - Τάκης Καμπύλης (επιμ.), Η ταράτσα της Μπουμπουλίνας: Καταστολή και βασανιστήρια στην Ελλάδα του ’67-’69, Εκδόσεις Ποταμός, Αθήνα 2009.
  41. Kostis Kornetis, Children of the Dictatorship: Student Resistance, Cultural Politics, and the “Long 1960s” in Greece, Berghahn, Νέα Υόρκη - Οξφόρδη 2013, σ. 39-40 (πρβλ. και την ελληνική έκδοση, Κωστής Κορνέτης, Τα παιδιά της δικτατορίας: Φοιτητική αντίσταση, πολιτισμικές πολιτικές και η μακρά δεκαετία του εξήντα στην Ελλάδα, μτφρ. Πελαγία Μαρκέτου, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2015).
  42. Στο πλαίσιο αυτό πολλές νέες μελέτες επικεντρώνονται στον ανθρωπιστικό ακτιβισμό υπέρ Ελλήνων πολιτικών κρατουμένων κατά την περίοδο της δικτατορίας· βλ. Kim Christiaens, “‘Communists are no Beasts’: European Solidarity Campaigns on Behalf of Democracy and Human Rights in Greece and East-West Détente in the 1960s and Early 1970s”, Contemporary European History, 26.4, Special Issue: Entangled Transitions (Νοέμβριος 2017), 621-646· Barbara Keys, “Anti-Torture Politics: Amnesty International, the Greek Junta, and the Origins of the Human Rights ‘Boom’ in the United States”, στο Iriye Akira, Goedde Petra, Hitchcock William I. (επιμ.), The Human Rights Revolution: An International History, Oxford University Press, Οξφόρδη κ.α. 2012, σ. 201-221.
  43. ÖStA/AdR, BMfAA, Gr.Zl. 20590-6(POL)67, Vorgänge um den Militärputsch - Verhalten der Opposition - Wird sich das neue Regime halten können?, 26 Απριλίου 1967.
  44. Steiner, Der Botschafter, ό.π., σ. 375-376.
  45. Neni Panourgia, Dangerous Citizens: The Greek Left and the Terror of the State, Fordham University Press, Νέα Υόρκη 2009, σ. 106 (πρβλ. και την ελληνική έκδοση, Νένη Πανουργιά, Επικίνδυνοι πολίτες: Η ελληνική αριστερά και η κρατική τρομοκρατία, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2013).
  46. Γύρω από την πολυσχιδή προσωπικότητα του Bruno Pittermann, βλ. Heinz Fischer - Leopold Gratz (επιμ.), Bruno Pittermann: Ein Leben für die Sozialdemokratie, Europaverlag, Βιέννη κ.α. 1985.
  47. Όλη η αλληλογραφία μεταξύ του Ludwig Steiner και του Bruno Pittermann εντοπίζεται στο αρχείο του Σοσιαλιστικού Κόμματος της Αυστρίας του Ιδρύματος για την Ιστορία του Εργατικού Κινήματος: Archiv des Vereins für Geschichte der ArbeiterInnenbewegung (στο εξής VGA-Archiv).
  48. Steiner, Der Botschafter, ό.π., σ. 371.
  49. VGA-Archiv, Pittermann Korrespondenz 1972, Steiner προς Pittermann, 2 Φεβρουαρίου 1972.
  50. Για την περίπτωση Πρωτοπαππά και την κινητοποίηση του Bruno Pittermann, βλ. Ioannis Brigkos, “Studierende und NGOs gegen Soldaten: Österreichs ambivalente Beziehung zur griechischen Militärdiktatur, 1967-1974”, Österreichische Zeitschrift für Geschichtswissenschaften, 35.2 (2024), 133-153.
  51. VGA-Archiv, Pittermann Korrespondenz 1972, Steiner προς Pittermann, 29 Μαρτίου 1972.
  52. VGA-Archiv, Pittermann Korrespondenz 1972, Bericht über Charalambos Protopappas, 15 Νοεμβρίου 1972.