Στην καρδιά του Πολιτισμικού Ψυχρού Πολέμου
Ζηνοβία Λαλιούτη
Στρατής Μπουρνάζος, Η Ιστορία μιας ματαίωσης: To CCF και ο Πολιτισμικός Ψυχρός Πόλεμος στην Ελλάδα (1950-1967), Εκδόσεις Αντίποδες, Αθήνα 2024, σελ. 512
Το βιβλίο του Στρατή Μπουρνάζου Η Ιστορία μιας ματαίωσης: To CCF και ο Πολιτισμικός Ψυχρός Πόλεμος στην Ελλάδα (1950-1967) αποτελεί, ήδη, λίγους μήνες μετά την κυκλοφορία του, ένα έργο αναφοράς για το πεδίο του Πολιτισμικού Ψυχρού Πολέμου. Το τελευταίο αποτελεί ένα σχετικά νέο, αλλά ιδιαίτερα δυναμικό ερευνητικό πεδίο στην ελληνική ιστοριογραφία, το οποίο έχει εμπλουτίσει σημαντικά τόσο τις μεθοδολογικές προσεγγίσεις του Ψυχρού Πολέμου όσο και τα είδη των πηγών που μας επιτρέπουν να ανασυγκροτήσουμε τη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο.
Αφετηρία για τη συγκρότηση του πεδίου υπήρξε η θεώρηση του Ψυχρού Πολέμου ως μιας πολυσχιδούς και πολυεπίπεδης σύγκρουσης, που δεν περιορίζεται στις παραδοσιακές διαστάσεις της ισχύος, αλλά εκτυλίσσεται σε νέες σφαίρες, οι οποίες κατανοούνται πλέον ως ουσιώδεις πτυχές ισχύος. Υπό το πρίσμα αυτό, τα επιτεύγματα των δύο μεγάλων αντιπάλων, Ηνωμένων Πολιτειών και Σοβιετικής Ένωσης, αλλά και των κόσμων που αντιπροσώπευαν –της Δύσης και της Ανατολής– σε τομείς όπως η καλλιτεχνική δημιουργία, η διανοητική, επιστημονική και τεχνολογική παραγωγή, εξετάζονται ως μέσα μιας αναμέτρησης που έχει ως κριτή την παγκόσμια κοινή γνώμη. Τη διεθνή ιστοριογραφική συζήτηση για το θέμα άνοιξαν το βιβλίο της Francis Stonor Sauders, Who paid the Piper? (Granta Books, 1999) και ο συλλογικός τόμος The Cultural Cold War in Western Europe, σε επιμέλεια Hans Krabbendam και Giles Scott-Smith (Frank Cass, 2003). Τα δύο αυτά έργα ανέδειξαν τις έννοιες της ιδεολογίας, της κουλτούρας και της προπαγάνδας σε βασικά σημεία προσανατολισμού της έρευνας γύρω από τον Πολιτισμικό Ψυχρό Πόλεμο.
Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα θέματα που βρέθηκαν στο επίκεντρο αυτής της νέας ιστοριογραφικής κατεύθυνσης ήταν το Congress for Cultural Freedom (Συνέδριο για την Πολιτισμική Ελευθερία, στο εξής CCF). Το CCF ξεκινά τη δράση του στο μέτωπο του Ψυχρού Πολέμου στα 1950, με το ιδρυτικό συνέδριο του Βερολίνου, στο οποίο έλαβαν μέρος προσωπικότητες όπως οι Άρθουρ Καίσλερ, Ινάτσιο Σιλόνε, Ζυλ Ρομαίν, Σίντνεϋ Χουκ, Άρθουρ Σλέσιντζερ κ.ά. Στα χρόνια που ακολούθησαν, το CCF θα εξελιχθεί σε ένα δίκτυο με ισχυρή παρουσία και σημαντικό αντίκτυπο στην παραγωγή ιδεών στη Δυτική Ευρώπη, ενώ θα αποκτήσει ερείσματα και σε χώρες της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής. Με μια σειρά περιοδικών εκδόσεων υψηλού κύρους, όπως τo γαλλικό Preuves, το γερμανικό Der Monat και το βρετανικό Encounter, και με τη συνεισφορά επιφανών διανοητών, όπως οι Bertrand Russell και Daniel Bell, το CCF ανέλαβε να εκφράσει την ιδέα της μαχόμενης ελευθερίας του πνεύματος έναντι του σοβιετικού ολοκληρωτισμού. Μέσα από αυτό το πρίσμα, το CCF –οι δημόσιες παρεμβάσεις του, οι δράσεις και τα κείμενα που παρήχθησαν υπό την αιγίδα του– υπήρξε, εν πολλοίς, η φωνή του φιλελεύθερου αντικομμουνισμού, από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 έως και τα τέλη της δεκαετίας του 1960. Αιτία της παρακμής του εγχειρήματος υπήρξε η αποκάλυψη της σύνδεσής του με τη CIA, η οποία είχε διαδραματίσει αποφασιστικό ρόλο τόσο στη διαδικασία ίδρυσής του όσο και στην οικονομική και οργανωτική υποστήριξη των δραστηριοτήτων του.
Για την ιστορική έρευνα η σχέση αυτή, της CIA με το CCF, αποτελεί μια πρόκληση όχι τόσο στο επίπεδο της τεκμηρίωσης όσο της ερμηνείας. Και αν στη διεθνή βιβλιογραφία η συζήτηση αυτή είχε να επιδείξει μια εντυπωσιακή παραγωγή, στην ελληνική περίπτωση η ιστορία του CCF δεν είχε τύχει μιας συστηματικής και σε βάθος μελέτης. Αυτό το σημαντικό κενό στην ελληνική βιβλιογραφία ήρθε να καλύψει η Ιστορία μιας ματαίωσης. Το βιβλίο είναι το αποτέλεσμα μιας μεγάλης κλίμακας αρχειακής έρευνας, η οποία επιχειρεί να ανασυγκροτήσει την ταυτότητα του CCF και την ελληνική του διαδρομή. Σημαντική δυσκολία στο εγχείρημα αυτό προβάλλουν οι σημαντικές ελλείψεις που διαπιστώνονται στις ελληνικές αρχειακές πηγές. Εντούτοις, ο Στρατής Μπουρνάζος κατορθώνει να υπερβεί αυτή τη δυσκολία και να παρουσιάσει μια εντυπωσιακή, ως προς την τεκμηρίωσή της, σύνθεση, η οποία επιτρέπει στον αναγνώστη να παρακολουθήσει την ανάδυση του CCF μέσα στο ιδεολογικό πλαίσιο των πρώτων ψυχροπολεμικών ετών. Ο συγγραφέας ανασυγκροτεί την πορεία του CCF ως ενός εγχειρήματος άσκησης ιδεολογικής επιρροής, το οποίο απευθυνόταν στις ελίτ και στόχευε, μεταξύ άλλων, στην αναχαίτιση του φιλοσοβιετισμού και στη δημιουργία ενός πεδίου «ώσμωσης και διαλόγου μεταξύ του ευρωπαϊκού και του αμερικανικού πολιτισμού» (σ. 64). Ξεχωριστή αναφορά γίνεται στη συνάφεια του CCF με τον χώρο της μη κομμουνιστικής Αριστεράς, από την οποία προέρχεται σημαντικό μέρος του ανθρώπινου δυναμικού του και σε αυτήν εντοπίζεται ένα επίσης σημαντικό μέρος της επιρροής του.
Με ιδιαίτερη φροντίδα ο συγγραφέας φιλοτεχνεί τα πορτρέτα των προσώπων εκείνων που διαδραμάτισαν κεντρικό ρόλο στη δημιουργία της δικτύωσης, όπως το στέλεχος της CIA και διοικητικός γραμματέας του CCF, Μάικλ Τζόσελσον, ο συνδικαλιστής και σφοδρός πολέμιος του κομμουνισμού, Ίρβινγκ Μπράουν, ο συνθέτης και γενικός γραμματέας του, Νικολά Ναμπόκοφ, καθώς και εκείνων που σχετίστηκαν με το CCF στην Ελλάδα. Ξεχωρίζει εδώ το πρόσωπο του Μανώλη Κόρακα, του αφανούς εκπροσώπου του CCF στην Ελλάδα επί σειρά ετών. Ο «άνθρωπος των παρασκηνίων», όπως τον αποκαλεί ο Μπουρνάζος (σ. 107), προερχόταν από τον σοσιαλιστικό χώρο. Στη δεκαετία του 1950 θα αναδειχθεί σε μαχητή του CCF, χωρίς, όμως, να διαθέτει εκείνα τα στοιχεία που θα τον αναδείκνυαν σε ηγετική μορφή του στην Ελλάδα. Στην ελληνική διαδρομή του CCF συναντάμε επίσης πρόσωπα, τα οποία ενεπλάκησαν σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό με τις δράσεις του, όπως ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, ο Ηλίας Βενέζης, οι Θωμάς και Κωνσταντίνος Δοξιάδης, ο διαφημιστής Μάνος Παυλίδης και ο δημοσιογράφος Βάσος Βασιλείου. Στη δεκαετία του 1960, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρωτοβουλία της έκδοσης του περιοδικού Εποχές, με πρωταγωνιστές τους Χρήστο Λαμπράκη και Λέοντα Καραπαναγιώτη, η οποία πλαισιώθηκε στα πρώτα της βήματα από το CCF.
Η έμφαση που δίνει ο Μπουρνάζος στα πορτρέτα όσων αποτέλεσαν το ανθρώπινο δυναμικό του CCF, η προσπάθειά του να φέρει στο φως τα κίνητρα, τους στόχους και τις φιλοδοξίες τους, δεν καταλήγει σε μια προσωποκεντρική αφήγηση, αλλά υπηρετεί τον στόχο της ανάδειξης του CCF σε πτυχή της πολιτισμικής και κοινωνικής ιστορίας του Ψυχρού Πόλεμου. Μέσα από ένα τέτοιο πρίσμα, θα πρέπει να ιδωθεί και το κεφάλαιο του βιβλίου που εξετάζει το ερώτημα της «καχεκτικής» παρουσίας του CCF στην ελληνική περίπτωση. Η επιχειρηματολογία του Μπουρνάζου για τους λόγους που δεν επέτρεψαν τη συγκρότηση μιας επίσημης ελληνικής οργάνωσης, ούτε την παραγωγή πρωτότυπου διανοητικού έργου, κατά τα πρότυπα χωρών της Δυτικής Ευρώπης, αποτελεί μια ερμηνεία της μετεμφυλιακής πολιτικής και κοινωνικής ιστορίας, με άξονα την «καχεκτική δημοκρατία» και την ιδεολογία της εθνικοφροσύνης, τις αντιφάσεις και τις ρωγμές τους. Ενδιαφέρον παρουσιάζει ακόμη η εξέταση από τον συγγραφέα της ελληνικής περίπτωσης σε σχέση με εκείνη των χωρών της Λατινικής Αμερικής
Παράλληλα, η ιστορία του CCF αναδεικνύεται ως μια διεθνική ιστορία, η οποία προϋποθέτει την οργάνωση δικτυώσεων που υπερβαίνουν τα όρια και τους σχεδιασμούς των εθνικών κρατών, τη μετακίνηση ανθρώπων, τη διακίνηση ιδεών και πολιτιστικών προϊόντων. Μέσα από την αφήγηση του Μπουρνάζου για τους ανθρώπους που πρωταγωνίστησαν στη λειτουργία του, και για τις εμβληματικές δράσεις που αυτό οργάνωσε, το CCF προβάλλει ως ένα διεθνικό δίκτυο συμβολικών, αλλά και υλικών πόρων. Η τελευταία αυτή διάσταση είναι ιδιαίτερα σημαντική, καθώς συνδέεται με το μείζον ερώτημα που απασχολεί τους μελετητές του CCF. Το ερώτημα εστιάζει στη διανοητική και καλλιτεχνική παραγωγή, η οποία προέκυψε στο πλαίσιο πρωτοβουλιών του CCF, και επικεντρώνεται στο βαθμό αυτονομίας του παραγόμενου έργου από την επιρροή μιας κρατικής υπηρεσίας πληροφοριών, της CIA. Ο Μπουρνάζος καταλήγει στη θέση ότι το πνευματικό προϊόν του CCF θα πρέπει να ιδωθεί ως αυτόνομη έκφραση των πεποιθήσεων και των αναζητήσεων των δημιουργών του. Ωστόσο, τονίζει πως η οικονομική και οργανωτική ενίσχυση του CCF από τη CIA υπήρξε ουσιώδης προϋπόθεση αυτής της δημιουργίας, επειδή παρείχε τα υλικά μέσα που της επέτρεψαν να υλοποιηθεί, αλλά και διαύλους για τη διάχυσή της. Υπογραμμίζει, άλλωστε, πως η διαμόρφωση του πνευματικού περιεχομένου του CCF δεν υπήρξε στόχος της CIA, σημειώνοντας πως: «Η κύρια μέριμνα της CIA, όσον αφορά το CCF, δεν είναι η λογοκρισία και ο έλεγχος αλλά η συγκρότηση του μηχανισμού και η χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων του» (σ. 403). Παρατηρεί, όμως, πως ο ιεραρχικός χαρακτήρας του CCF και ο τρόπος λήψης αποφάσεων εντός της οργάνωσης θα πρέπει να συνεκτιμηθούν ως παράγοντες που επέδρασαν στη διαμόρφωση του πνευματικού προϊόντος.
Συνολικά, το βιβλίο του Μπουρνάζου προσφέρει ένα μεθοδολογικό πρότυπο για ένα δύσκολο ερευνητικό πεδίο. Απέναντι στα δύο άκρα που συχνά απαντώνται στο χειρισμό θεμάτων που άπτονται της ψυχροπολεμικής προπαγάνδας, τη συνωμοσιολογία και την αποσιώπηση, η Ιστορία μιας ματαίωσης ισορροπεί με μια εξαιρετικά τεκμηριωμένη και συνθετική ματιά. Αξίζει επίσης να σχολιαστεί ο παιδευτικός χαρακτήρας του εγχειρήματος του Μπουρνάζου, που αντανακλάται τόσο στον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζει την επιχειρηματολογία του και τις πηγές του, ανοίγοντας ουσιαστικά μια συζήτηση με τον αναγνώστη, καθώς και στον τρόπο με τον οποίο οργανώνει τις βιβλιογραφικές πηγές για να προσανατολίσει όσους επιθυμούν να εμβαθύνουν στο πεδίο του Πολιτισμικού Ψυχρού Πολέμου.
Αξίζει, τέλος, να σταθούμε στον προβληματισμό που διατυπώνει εισαγωγικά ο συγγραφέας για το πρόβλημα της αφήγησης. Πώς συγκροτείται τελικά μια αφήγηση από ένα σώμα αρχειακού υλικού, από όλα όσα κατόρθωσε να εντοπίσει η έρευνα, αλλά και από όλα όσα δεν κατόρθωσε να φέρει στο φως; Σε αυτό το θεμελιώδες ερώτημα για κάθε ιστορικό, ο Μπουρνάζος απάντησε υποδειγματικά, προσφέροντας μια απολαυστική αφήγηση στον αναγνώστη.
