«Παλαιοί και νέοι εχθροί» του κράτους: Τιμωρημένοι αιρετοί προσφεύγουν στο Συμβούλιο της Επικρατείας
Ρόδης Λοχαΐτης
Στο παρόν άρθρο διερευνώνται περιπτώσεις κατά τις οποίες η κεντρική διοίκηση δεν περιορίστηκε σε απλή παρέμβαση στις υποθέσεις της τοπικής αυτοδιοίκησης αλλά προχώρησε στην επιβολή κυρώσεων, συμπεριλαμβανομένης της παύσης αιρετών εκπροσώπων. Η πρακτική αυτή ενδέχεται να αλλοίωσε τη λαϊκή βούληση, όπως αυτή είχε εκφραστεί μέσω της εκλογικής διαδικασίας. Οι υπό εξέταση υποθέσεις προέρχονται από το αρχείο του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), το οποίο αποτελεί αντικείμενο μελέτης στο πλαίσιο της διδακτορικής μου έρευνας. Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο, επιλαμβανόμενο των εν λόγω υποθέσεων, κλήθηκε να επιλύσει κρίσιμα νομικά ζητήματα αναφορικά με τη φύση και τα όρια των σχέσεων μεταξύ κεντρικής διοίκησης και τοπικής αυτοδιοίκησης.
Το 1912 ψηφίστηκε ο Νόμος ΔΝΖ',[1] με τον οποίο καταργήθηκαν οι ευρύτεροι δήμοι της οθωνικής περιόδου. Επιπλέον, το 1926 εκδόθηκε διάταγμα που κωδικοποίησε τη μέχρι τότε νομοθεσία σχετικά με τις κοινότητες και τους δήμους σε ένα ενιαίο κείμενο.[2]
Παρά τη διάταξη του άρθρου 107 του Συντάγματος του 1927,[3] η οποία όρισε ότι «το κράτος ασκεί, καθώς ο νόμος ήθελε ορίσει, μόνον ανωτάτη εποπτεία επί των οργανισμών επί της τοπικής αυτοδιοικήσεως, μη εμποδίζουσαν την πρωτοβουλίαν και την ελευθέραν δράσιν αυτών»,[4] και τη διάταξη του άρθρου 108, που προέβλεψε ότι «η διοίκησις του Κράτους οργανούται κατά σύστημα αποκεντρωτικόν, εις τρόπον ώστε η κρατική εξουσία να είναι όσον το δυνατόν περισσότερον προσιτή εις τους πολίτας [...] Αι κεντρικαί υπηρεσίαι πρέπει να έχουν μόνον την γενικήν διεύθυνσιν και εποπτείαν», η κεντρική διοίκηση, δικαιολογημένα ή μη, παρενέβαινε στις υποθέσεις της τοπικής αυτοδιοίκησης. Υποθέσεις που αφορούσαν τις σχέσεις των δύο εξουσιών παρουσιάστηκαν ενώπιον του ΣτΕ, το οποίο κλήθηκε, μέσω της νομολογίας του, να αποσαφηνίσει σημαντικά νομικά ζητήματα.
Το 1930, κατόπιν απόφασης του υπουργικού συμβουλίου, απολύθηκαν ο δήμαρχος Θεσσαλονίκης, Νικόλαος Μάνος,[5] και δύο δημοτικοί σύμβουλοι, μέλη της δημαρχιακής επιτροπής. Η κατηγορία κατά των απολυθέντων συνίστατο στο ότι «επέδειξαν βαρείαν αμέλειαν και αποδεδειγμένην μεγάλην ραθυμίαν στη διαχείριση των δημοσίων πραγμάτων, ασύγγνωστον ασέβειαν προς τας διατάξεις του νόμου και αστοργίαν πρωτοφανή προς την δημοτικήν περιουσίαν, της οποίας ετάχθησαν φρουροί και από την οποίαν προήλθε πρωτοφανής ζημία εις τον Δήμον». Οι απολυθέντες σύμβουλοι προσέφυγαν στο ΣτΕ, προσβάλλοντας το διάταγμα απόλυσής τους, κυρίως λόγω της αντίθεσης αυτού με τη διάταξη του άρθρου 107 του Συντάγματος.
Το δικαστήριο εξέτασε τον λόγο αυτό και ερμήνευσε σχετικά ότι η λέξη «μόνον» στη φράση «μόνον ανωτάτην εποπτείαν» του εδαφίου 4 του άρθρου 107 του Συντάγματος έδειχνε ότι το κράτος δεν διαχειριζόταν άμεσα τις τοπικές υποθέσεις των περιφερειών, όπως όριζε το πρώτο εδάφιο του ίδιου άρθρου, αλλά ασκούσε μόνο εποπτεία στον τρόπο που οι πολίτες διαχειρίζονταν αυτές τις υποθέσεις. Η λέξη «ανωτάτην» προσδιόριζε τη φύση της εποπτείας που ασκούσε το κράτος, δηλαδή ότι επρόκειτο για εποπτεία που αφορούσε τις γενικές κατευθύνσεις και τις αποφασεις που λαμβάνονταν για τις περιφέρειες και τους οργανισμούς της τοπικής αυτοδιοίκησης. Ως εκ τούτων, η φράση «μόνον ανωτάτην εποπτείαν» δεν συνιστούσε περιορισμό της εποπτικής εξουσίας του κράτους επί της τοπικής αυτοδιοίκησης, όπως υποστήριζαν οι αιτούντες. Η πρωτοβουλία και η ελευθερία δράσης των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, που αναγνωρίζονταν στο άρθρο 107 του Συντάγματος, δεν ήταν απόλυτες, καθώς βρίσκονταν υπό την εποπτεία του κράτους. Επιπρόσθετα, το ΣτΕ δέχτηκε πως η ελευθερία δράσης και η πρωτοβουλία των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης ήταν δυνατόν να περιοριζόταν από την εποπτεία του κράτους, αλλά όχι σε σημείο που να τους στερούσε εντελώς τη δυνατότητα άσκησης εξουσίας, διότι κάτι τέτοιο θα αναιρούσε τον ίδιο τον σκοπό της τοπικής αυτοδιοίκησης ως πηγή άσκησης εξουσίας, σύμφωνα με το άρθρο 107 του Συντάγματος. Εφόσον ο συνταγματικός νομοθέτης είχε πλήρη γνώση του ισχύοντος δικαίου περί αυτοδιοίκησης και ειδικότερα της εποπτείας αυτής, δεν θεωρήθηκε από το Συμβούλιο ότι αυτή η εποπτεία αντέβαινε στις συνταγματικές διατάξεις, αλλά αναγνωρίστηκε ως αποδεκτή σύμφωνα με τις γενικές αρχές και την πρόθεση του Συντάγματος.
Το δικαστήριο, ερμηνεύοντας με τον τρόπο αυτό τη διάταξη του άρθρου 107, προχώρησε στην ακύρωση της προσφυγής των δύο δημοτικών συμβούλων.[6]
Και άλλοι δήμαρχοι της Θεσσαλονίκης κατηγορήθηκαν και, τελικά, απολύθηκαν από τα αξιώματά τους. Ειδικότερα, η απόλυση του Χαρίσιου Βαμβακά,[7] δημάρχου Θεσσαλονίκης, φαίνεται να αποτέλεσε την «απάντηση» του Λαϊκού Κόμματος προς τους βενιζελικούς για την απόλυση του Νικόλαου Μάνου. Στις 4 Ιουλίου 1933, ο γενικός διοικητής Μακεδονίας[8] επέβαλε στον Βαμβακά τρίμηνη αργία, επικαλούμενος «βαρείαν αμέλειαν», καθώς «ου μόνον δεν έλαβε τα προσήκοντα μέτρα διά την πληρωμήν και διάθεσιν των δημοτικών χρημάτων, ως προϊστάμενος των δημοτικών υπηρεσιών και ως ελεγκτής των λογαριασμών και πληρωμών του δημοτικού ταμείου, αλλά και τη διαταγή τούτου συνετελέσθησαν ανώμαλοι πληρωμαί, παραλείψας συνάμα να φροντίση διά τον κατά τους νόμους έγκαιρον διορισμόν δημοτικού ταμείου».
Ο Βαμβακάς προσέφυγε στο ΣτΕ,[9] αιτούμενος την ακύρωση της απόφασης του γενικού διοικητή. Το ΣτΕ, επαναλαμβάνοντας τη θέση του[10] σχετικά με την ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 107, διαπίστωσε ότι η διάταξη του άρθρου 122 του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων(ΚΔκΚ),[11] που προέβλεπε την επιβολή αργίας σε αιρετά όργανα της τοπικής αυτοδιοίκησης για συγκεκριμένους λόγους και υπό ορισμένες προϋποθέσεις, δεν αντίκειτο στη συνταγματική διάταξη. Για τον λόγο αυτό, απέρριψε την προσφυγή του Βαμβακά.
Επιπλέον, η ουσία της διάταξης του άρθρου 122 περιλαμβανόταν στο τέλος της πρώτης παραγράφου, η οποία παραχωρούσε στον γενικό διοικητή των Νέων Χωρών την εξουσία να ορίσει αναπληρωματικά μέλη της πλειοψηφίας ή της μειοψηφίας για την αντικατάσταση απολυμένων δημάρχων ή κοινοταρχών, σύμφωνα με την επιθυμία του. Το ΣτΕ δεν εξέτασε τη συνταγματικότητα αυτής της ρύθμισης, η οποία παραβίαζε την αρχή της πλειοψηφίας και δεν σεβόταν το εκλογικό αποτέλεσμα.[12]
Η υπόθεση Βαμβακά, όμως, δεν έκλεισε με την επιβολή σε αυτόν της τρίμηνης αργίας. Στις 4 Οκτωβρίου του ίδιου έτους εκδόθηκε διάταγμα[13] απόλυσης του δημάρχου Θεσσαλονίκης, για τους ίδιους λόγους που προβλέπονταν στο πρώτο κατηγορητήριο, δηλαδή για «βαρείαν αμέλειαν και αποδεδειγμένην μεγάλην ραθυμίαν εξ ης επήλθε ζημία προφανής εις τον Δήμον». Ο Βαμβακάς προσέβαλε και το διάταγμα της απόλυσής του ενώπιον του ΣτΕ,[14] θεωρώντας ότι το κατηγορητήριο, που, ουσιαστικά, καταλόγισε διαχειριστικές παρατυπίες στον δήμαρχο, δεν μπορούσε να επιφέρει μια τέτοια ακραία ποινή.
Το Συμβούλιο, όμως, είχε διαφορετική άποψη. Στην προτεινόμενη ένσταση, ότι ο δήμαρχος έπρεπε πρώτα να κληθεί σε απολογία, αντέτεινε πως δεν ευσταθούσε ο ισχυρισμός της παρούσας προσφυγής, ότι, δηλαδή, η προσβαλλόμενη απόφαση παραβίασε τη θεμελιώδη αρχή του πειθαρχικού δικαίου, σύμφωνα με την οποία ο πειθαρχικά διωκόμενος πρέπει να καλείται σε απολογία. Δεδομένου ότι η διάταξη του δεύτερου εδαφίου του άρθρου 122 του Δημοτικού Κώδικα, που εφάρμοσε η διοίκηση, δεν αφορούσε πειθαρχική ποινή αλλά διοικητικό μέτρο και δεν προέβλεπε την υποχρέωση απολογίας, το δικαστήριο εκτίμησε ότι δεν υπάρχει παραβίαση του νόμου, ακόμη και αν ο προσφεύγων δεν κλήθηκε σε απολογία.
Επίσης, αναφορικά με τον δεύτερο λόγο της προσφυγής, που ανέφερε την παραβίαση της «αρχής του δεδικασμένου», το δικαστήριο υποστήριξε ότι η προηγούμενη πειθαρχική δίωξη δεν απέκλειε τη λήψη διοικητικών μέτρων από την πλευρά της διοίκησης, όταν αυτά ήταν απαραίτητα για την ομαλή και αποτελεσματική λειτουργία των δημόσιων υπηρεσιών. Αντίθετα, συνέχισε το ΣτΕ, η διοίκηση μπορούσε αργότερα να αξιολογήσει τα ίδια γεγονότα που οδήγησαν στην πειθαρχική δίωξη και να τα χρησιμοποιήσει ως βάση για τη λήψη μέτρων, όπως απόλυση, αποστρατεία, υποβιβασμός ή μετάθεση. Και τελείωνε με την παρατήρηση πως αυτό «είναι αρχή θερητικώς ορθή και σταθερώς εφαρμοζομένη υπό του Συμβουλίου της Επικρατείας, αναγνωριζομένη δε υπό της ημετέρας νομοθεσίας (νόμος περί καταστάσεως αξιωματικών, οργανισμός Δικαστηρίων)».
Τέθηκε επίσης το ερώτημα: Μπορούσε ο εκλεγμένος δήμαρχος ή κοινοτάρχης, ενεργώντας αποκλειστικά προς όφελος του δήμου ή της κοινότητας και υπό την πίεση των συνθηκών, να παρανομήσει; Η απάντηση του ΣτΕ στο ερώτημα αυτό ήταν σαφής και δεν άφηνε περιθώρια για παρερμηνείες. Το Συμβούλιο παρατήρησε ότι οι δήμαρχοι και γενικά όσοι διαχειρίζονταν δημόσιες ή δημοτικές υπηρεσίες δεν επιτρεπόταν να παραβιάζουν τον νόμο ή να παραλείπουν τις ενέργειες που εκείνος επέβαλλε, ιδιαίτερα σε σημαντικά ζητήματα, με τη δικαιολογία ότι ενεργούν προς όφελος της υπηρεσίας. Τέτοιες δικαιολογίες ήταν δυνατόν να ληφθούν υπόψη από τη διοίκηση, η οποία, κατά την κρίση της, θα μπορούσε να μην προχωρήσει σε πειθαρχική δίωξη ή άλλο διοικητικό μέτρο, αναλαμβάνοντας η ίδια την ευθύνη. Ωστόσο, από νομικής άποψης, το δικαστήριο δέχτηκε ότι οι πράξεις και οι παραλείψεις που καταλογίστηκαν στον προσφεύγοντα εξακολουθούσαν να θεωρούνται παραβάσεις βασικών νομικών διατάξεων και ένδειξη σοβαρής αμέλειας, ακόμη κι αν δεν αμφισβητούνταν η καλή πρόθεση.[15]
Με τις σκέψεις αυτές, το ΣτΕ απέρριψε για δεύτερη φορά προσφυγή του Χ. Βαμβακά, με αποτέλεσμα εκείνος να εκπέσει του αξιώματός του.
Η παράλειψη νόμιμης ενέργειας από τους εκλεγμένους της αυτοδιοίκησης δεν κρίθηκε πάντα με τον ίδιο τρόπο από το ΣτΕ. Ο υπουργός γενικός διοικητής Κρήτης, τον Σεπτέμβριο του 1933,[16] επέβαλε με απόφασή του στον δήμαρχο Χανίων Ιωάννη Μουντάκη[17] την ποινή της αργίας ενός μήνα «διά βαρείαν αμέλειαν περί την εκτέλεσιν των καθηκόντων του», σύμφωνα με το άρθρο 122 του Κώδικα, διότι παρέλειψε να ζητήσει, σε δημοπρασία ενοικίασης δημοτικού δικαιώματος σφαγείου, από τον εγγυητή του τελευταίου πλειοδότη να υπογράψει δήλωση παραίτησης από το δικαίωμα διζήσεως[18] και δήλωση παροχής δικαιώματος υποθήκης σε ακίνητο.[19] Ο Μουντάκης προσέφυγε στο ΣτΕ, αιτούμενος την ακύρωση της απόφασης που του επέβαλε την αργία, υποστηρίζοντας ότι τα πραγματικά περιστατικά που δικαιολογούσαν την κατηγορία της βαριάς αμέλειας είχαν παρέλθει.
Το δικαστήριο, πριν εξετάσει τον συγκεκριμένο λόγο ακύρωσης, σημείωσε για το άρθρο 122 του Κώδικα –πράγμα που δεν είχε κάνει στην προηγούμενη νομολογία του– πως η διάταξη του άρθρου 122 §1 εδάφιο α' του Κώδικα προέβλεπε ότι οι δήμαρχοι, οι πάρεδροι, οι πρόεδροι των κοινοτικών συμβουλίων και οι αναπληρωτές τους μπορούσαν, με απόφαση του νομάρχη, να τεθούν σε αργία για ένα μήνα. Η αργία αυτή ήταν δυνατόν να αρθεί ή να παραταθεί έως και τρεις μήνες, με απόφαση του υπουργού Εσωτερικών, σε περιπτώσεις βαριάς αμέλειας ή σοβαρών λόγων που αφορούσαν τη δημόσια τάξη ή το δημόσιο συμφέρον. Ωστόσο, συνέχιζε το δικαστήριο, αυτές οι διατάξεις θεσπίστηκαν για πρώτη φορά με τον νόμο 814/1917,[20] σε μια περίοδο εσωτερικής αστάθειας και εξωτερικών κινδύνων για τη χώρα, προκειμένου να αντιμετωπιστούν έκτακτες απειλές κατά της δημόσιας τάξης και του γενικού συμφέροντος. Και κατέληγε πως «μη αρμονικώς δε έχουσαι προς το όλον σύστημα της παρ’ ημίν οργανώσεως της τοπικής αυτοδιοικήσεως και ιδία προς την ανωτέρω τεθείσαν του σεβασμού της πρωτοβουλίας και ελευθέρας δράσεως των οργάνων αυτής, δέον λίαν στενώς να ερμηνεύωνται και όλως εξαιρετικώς να εφαρμόζωνται εις μόνες τις περιπτώσεις, καθ᾽ ας υφίσταται πράγματι βαρεία αμέλεια ή λόγος σοβαρός δημοσίας τάξεως ή συμφέροντος, δικαιολογών την εφαρμογήν».
Για να εξακριβωθεί αν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για τα αδικήματα της «βαρείας αμέλειας» ή του «σοβαρού λόγου δημοσίας τάξεως ή συμφέροντος», το δικαστήριο επεσήμανε ότι η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών ανήκει στην αρμοδιότητά του, κατόπιν ουσιαστικής έρευνας. Το δικαστήριο έπρεπε να αποφασίσει αν η προσβληθείσα πράξη είχε συνεκτιμήσει σωστά ή εσφαλμένα τα πειθαρχικά αδικήματα του προσφυγόντα. Τελικά, το ΣτΕ έκρινε ότι οι παραλείψεις του δημάρχου Χανίων δεν στοιχειοθετούσαν τα προαναφερθέντα αδικήματα και δεν δικαιολογούσαν την εφαρμογή της εξαιρετικής πειθαρχικής διάταξης του άρθρου 122 του ΚΔκΚ. Ως εκ τούτου, έκανε δεκτή την αίτηση ακύρωσής του.[21]
Κατά την εποχή του Μεσοπολέμου, καταγράφηκε στην Καβάλα μια σημαντική περίπτωση δημάρχου που υπέβαλε παραίτηση λίγους μήνες μετά την εκλογή του. Ο Μήτσος Παρτσαλίδης, που είχε εκλεγεί βουλευτής Καβάλας με το ΚΚΕ το 1932, εξελέγη δήμαρχος Καβάλας στις εκλογές της 11ης Φεβρουαρίου 1934. Αργότερα, τον Μάρτιο του 1934, κατά τη διάρκεια του 5ου Συνεδρίου του ΚΚΕ, εκλέχθηκε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής και κατόπιν μέλος του Πολιτικού Γραφείου του κόμματος. Η εκλογή ενός πρόσφυγα και κομμουνιστή δημάρχου σε έναν από τους μεγαλύτερους δήμους της χώρας προκάλεσε ανησυχία στην ηγεσία του κυβερνώντος Λαϊκού Κόμματος. Πολύ σύντομα ο δήμαρχος θα συλληφθεί, θα δικασθεί και θα καταδικασθεί σε ένα μήνα φυλακή για ασήμαντο επεισόδιο. Στις αρχές Απριλίου 1934 ο Παρτσαλίδης και άλλοι δημοτικοί σύμβουλοι της συμπολίτευσης[22] δικάστηκαν για παράβαση του «ιδιώνυμου», με την κατηγορία της πρόκλησης απείθειας σε στρατιώτες, και καταδικάστηκαν. Υπό τις συνθήκες αυτές, η παράταξη του Παρτσαλίδη απώλεσε την πλειοψηφία στο δημοτικό συμβούλιο. Ως αποτέλεσμα, ο ίδιος ο δήμαρχος υπέβαλε την παραίτησή του στις 25 Αυγούστου 1934, γνωρίζοντας ότι υπήρχε ήδη απόφαση του υπουργικού συμβουλίου για την απομάκρυνσή του από το αξίωμα. Ο Παρτσαλίδης ευελπιστούσε ότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 118 παρ. 2 του ΚΔκΚ,[23] θα διενεργούνταν επαναληπτικές εκλογές.[24]
Ο νομάρχης με έγγραφό του διέταξε τον Παρτσαλίδη να προχωρήσει «στην παράδοσιν της υπηρεσίας εις τον πλειοψηφούντα σύμβουλον μέχρι της εκλογής δημαρχούντος υπό του δημοτικού συμβουλίου». Η παραίτηση του δημάρχου υποβλήθηκε προς τον νομάρχη Καβάλας,[25] ο οποίος και την έκανε δεκτή. Στη συνέχεια, η υπηρεσία του δήμου παραδόθηκε στον δημοτικό σύμβουλο που είχε εκλεγεί ως «δημαρχεύων» από το δημοτικό συμβούλιο στις 31 Αυγούστου.[26] Ο Παρτσαλίδης προσέφυγε στο ΣτΕ κατά του εγγράφου του νομάρχη, το οποίο τον διέτασσε να παραδώσει την υπηρεσία στον πλειοψηφούντα σύμβουλο, έως την εκλογή νέου δημαρχιακού επιτρόπου («δημαρχεύοντος») από το δημοτικό συμβούλιο. Ο κύριος λόγος της προσφυγής βασιζόταν στην παραβίαση της διάταξης του άρθρου 118 §4 εδ. 4 του ΚΔκΚ,[27] η οποία προέβλεπε ότι η παράδοση της υπηρεσίας έπρεπε να γίνει στον εκλεγμένο από το δημοτικό συμβούλιο «δημαρχεύοντα» και όχι στον «πλειοψηφούντα» σύμβουλο. Ωστόσο, το δικαστήριο υιοθέτησε διαφορετική άποψη, καθώς σημείωσε:
Επειδή η διάταξις του άρθρου 118 § 4 εδ. 4 αφορά εις το μεσολαβούν χρονικόν διάστημα από της υποβολής της παραιτήσεως μέχρι της αποδοχής αυτής, συνεπώς δεν έχει εφαρμογήν επί περιπτώσεων καθ’ ας η αποδοχή της παραιτήσεως εγένετο αποδεκτή, ουδ᾽ υφίσταται εν γένει έδαφος εφαρμογής αυτής μετά την αποδοχήν της παραιτήσεως. Σκοπεί δ᾽ απλώς η εν λόγω διάταξις να λάβη πρόνοιαν περί της ασκήσεως του λειτουργήματος κατά το μεσολαβούν χρονικόν διάστημα από της υποβολής της παραιτήσεως μέχρι της καταλήψεως του λειτουργήματος υπό του νομίμου αντικαταστάτου του παραιτηθέντος. Επειδή τον όρον «διάδοχον» η διάταξις χρησιμοποιεί υπό την έννοιαν οιουδήποτε νομίμου αντικαταστάτου του παραιτηθέντος εννοούσα ου μόνον τον υπό των δημοτών εκλεγησόμενον νέον δημαρχεύοντα, αλλά και τον εν άρθρει του Νόμου 4759 οριζόμενον αντικαταστάτην του Δημάρχου. Επειδή εκ του συνδυασμού της διατάξεως ταύτης του άρθρου του Νόμου 4759 προς το άρθρ. II8 §4, εδ. 4 του Κώδικος συνάγεται ότι δεν υφίστατο εν προκειμένω περίπτωσις παραμονής του αιτούντος εν τω λειτουργήματι προσωρινώς.
Ο Παρτσαλίδης, πιθανότατα, δεν πληροφορήθηκε έγκαιρα την απορριπτική απόφαση της προσφυγής του, καθώς εκείνη την περίοδο βρισκόταν εξόριστος στη Γαύδο.[28] Φαίνεται ότι οι Νέες Χώρες αποτέλεσαν πρωτεύον πεδίο πολιτικής σύγκρουσης και σε επίπεδο αυτοδιοίκησης, κατά την τρίτη δεκαετία του 20ού αιώνα. Το διχαστικό κλίμα είχε επηρεάσει ακόμα και μικρές κοινότητες, οι οποίες, αν και απομακρυσμένες από τα κύρια συγκρουσιακά κέντρα, συντηρούσαν έντονα φανατισμό και μισαλλοδοξία.
Στον πρόεδρο Πενταπόλεως, μιας κοινότητας του Νομού Σερρών, επιβλήθηκε αρχικά ποινή αργίας ενός μήνα από τον νομάρχη, σύμφωνα με το άρθρο 122 §1 του ΚΔκΚ. Στη συνέχεια, ο γενικός διοικητής Μακεδονίας[29] αύξησε την ποινή σε αργία τριών μηνών, διότι την 25η Μαρτίου 1932, ημέρα της εθνικής εορτής, «ηρνήθη εις τη φιλελευθέραν νεολαίαν Πενταπόλεως να αναρτήση μίαν πινακίδα με την επιγραφήν “Ζήτω η Ελληνική Δημοκρατία” εις δε τον Πρόεδρον αυτής ειπόντα ότι η Δημοκρατία είναι πολίτευμα και όχι Κόμμα, ούτος απήντησε ότι “όσω είμαι εγώ πρόεδρος Πενταπόλεως Δημοκρατία δεν υπάρχει διά την Πεντάπολιν και ότι εάν κρεμάσης την επιγραφήν θα την κατεβάσω”». Ο πρόεδρος υποστήριξε ότι οι κατηγορίες ήταν ανυπόστατες και ότι χαλκεύτηκαν από τους πολιτικούς του αντιπάλους.
Ο πρόεδρος προσέφυγε στο ΣτΕ, ζητώντας την ακύρωση των δύο αποφάσεων που του επέβαλαν αργία. Ωστόσο, το δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο πρόεδρος είχε εκφραστεί δημόσια με τρόπο ανάρμοστο προς το δημοκρατικό πολίτευμα της χώρας, δείχνοντας έλλειψη του προσήκοντος σεβασμού προς αυτό. Επίσης, η συμπεριφορά του είχε προκαλέσει «έξαψη των πνευμάτων μεταξύ των αντιφρονούντων πολιτών» και «επικίνδυνο ερεθισμό για τη δημόσια τάξη», ο οποίος απείλησε με διατάραξη της κοινωνικής ειρήνης. Ως εκ τούτων, το ΣτΕ απέρριψε την προσφυγή του.[30]
Η περιοχή των Σερρών, συμπεριλαμβανομένης της πόλης των Σερρών, η οποία εξέλεξε τον δεύτερο κομμουνιστή δήμαρχο στη Μακεδονία,[31] ήταν από τις περιοχές εκείνες όπου κοινότητες εξέλεξαν κοινοτικό συμβούλιο με κομμουνιστική πλειοψηφία. Στην κοινότητα Ροδολείβους,[32] οι εκλογές του Φεβρουαρίου 1934[33] ανέδειξαν κομμουνιστική πλειοψηφία στο νέο κοινοτικό συμβούλιο. Το συμβούλιο αυτό προχώρησε στην απόλυση του κοινοτικού γραμματέα, λόγω ανεπάρκειας και προχωρημένης ηλικίας. Την απόφαση αυτή ακύρωσε ο νομάρχης, λόγω κατάχρησης εξουσίας.
Το συμβούλιο προσέβαλε την ακυρωτική πράξη του νομάρχη ενώπιον του ΣτΕ. Στην απόφασή του, το Δικαστήριο, αναλύοντας τον φάκελο της υπόθεσης, διαπίστωσε τα εξής: α. Ο απολυθείς γραμματέας ήταν έμπειρος και γνώστης των κοινοτικών υποθέσεων, β. Οι καθυστερήσεις που παρατηρούνταν στην εργασία του δεν οφείλονταν σε ανεπάρκεια, αλλά σε φόρτο εργασίας, γ. Οι καθυστερήσεις αυτές έπαψαν να παρατηρούνται μετά την πρόσληψη βοηθού γραμματέα, δ. Η απόλυση του γραμματέα ελήφθη λόγω της διάστασης απόψεών του με την κομμουνιστική ιδεολογία της πλειοψηφίας του συμβουλίου, «ήτις μάλιστα παρέσυρε δύο των μελών αυτού εις αντικαθεστωτικάς ενεργείας, επαγαγούσας την εκτόπισιν αυτών υπό της εν Νομώ Επιτροπής Ασφαλείας». Κατόπιν τούτων, το Συμβούλιο απέρριψε, ως αβάσιμη, την προσφυγή του κοινοτικού συμβουλίου, δεχόμενο την ορθότητα της νομαρχιακής πράξης.[34]
Σε άλλη περίπτωση, ο νομάρχης Χίου επέβαλε στον δήμαρχο Χίου Λεώνη Καλβοκορέση[35] την ποινή της προσωρινής απόλυσης ενός μήνα, για το ότι «λόγω της σκανδαλώδους ψηφοφορίας κατά την ημέραν της εκλογής των γερουσιαστών,[36] διεταράχθη η δημοσία τάξις». Ο Καλβοκορέσης προσέφυγε ενώπιον του ΣτΕ, επιζητώντας την ακύρωση της απόφασης του νομάρχη. Βασικός λόγος της προσφυγής του ήταν η ύπαρξη «καταχρήσεως εξουσίας, διότι η επιβληθείσα ποινή ως ελατήριον έχει την αντίθεσιν των πολιτικών φρονημάτων».[37]
Το ΣτΕ, στηριζόμενο στις αναφορές του εκπροσώπου της δικαστικής αρχής και του εφέτη-εφόρου των δικαστικών αντιπροσώπων προς το υπουργείο των Εσωτερικών, απ’ όπου προέκυπτε ότι δεν διαταράχθηκε η δημόσια τάξη με υπαιτιότητα του δημάρχου, ακύρωσε την τιμωρητική απόφαση του νομάρχη, κάνοντας δεκτή την προσφυγή του δημάρχου.[38]
Υπήρχαν και περιπτώσεις έκπτωσης αιρετών της τοπικής αυτοδιοίκησης που, φαινομενικά, συνδέονταν με σοβαρές κατηγορίες για κακουργήματα, αν και η διερεύνηση αυτών των υποθέσεων ενδέχεται να αποκαλύψει στοιχεία που παραπέμπουν σε πολιτικές διώξεις. Ένα ενδεικτικό παράδειγμα είναι η περίπτωση του Γεώργιου Θούα,[39] προέδρου του κοινοτικού συμβουλίου της κοινότητας Λειβαρτζίου Καλαβρύτων. Ο Θούας παραπέμφθηκε στο Ειδικό Εφετείο Πατρών με βάση βούλευμα του συμβουλίου των Πλημμελειοδικών Καλαβρύτων, κατηγορούμενος για κακουργηματική ιδιοποίηση χρημάτων και κινητών πραγμάτων της κοινότητας.[40] Κατόπιν, με απόφαση του υπουργού Εσωτερικών, στηριγμένη στη διάταξη του άρθρου 121 του ΚΔκΚ.[41] ανακοινώθηκε η απόλυση στον ενδιαφερόμενο.
Ο απολυθείς πρόεδρος προσέφυγε στο ΣτΕ, ζητώντας την ακύρωση της απόφασης απόλυσης, υποστηρίζοντας ότι: α. Ο υπουργός Εσωτερικών ανακοίνωσε την απόλυσή του από το αξίωμα του κοινοτικού συμβούλου πριν το βούλευμα του Ειδικού Εφετείου Πατρών καταστεί αμετάκλητο, παρά το γεγονός ότι είχε υποβάλει αίτηση αναίρεσης κατά του βουλεύματος και τούτο, κατά την άποψή του, παραβίασε τον νόμο, β. Τελικά, με απόφαση του Ειδικού Εφετείου Πατρών, κηρύχθηκε αθώος για την πράξη για την οποία είχε κατηγορηθεί. Συνεπώς, ανετράπη η νομική αιτία της έκπτωσής του, «ήτοι η εκ του παραπεμπτικού βουλεύματος υπόνοια κατ᾿ αυτού, αποδειχθέντος ότι δεν εξετέλεσε τα αποδιδόμενα εις αυτόν αδικήματα».
Οι λόγοι ακύρωσης που προέβαλε η πλευρά του αιτούντος αναδείκνυαν σημαντικά νομικά ζητήματα για το Συμβούλιο. Παρά την αθώωση του Θούα από το Ειδικό Εφετείο Πατρών, η έκπτωσή του από το αξίωμα παρέμενε σε ισχύ. Εισηγητής της υπόθεσης ορίστηκε ο πρόεδρος του Β' Τμήματος, Στάμος Παπαφράγκος,[42] ο οποίος θα ήταν υπεύθυνος για την εκδίκαση της υπόθεσης. Ο Παπαφράγκος έθεσε στην εισηγητική του έκθεση προς το Τμήμα τα εξής ζητήματα που
είναι τα περί του βασίμου των λόγων της προσφυγής και ειδικώτερον: 1) Τις η έννοια της διατάξεως του άρθρου 121 του κώδικος της περί Δήμων και Κοινοτήτων νομοθεσίας ήτοι αν απαιτούσα αύτη οριστικόν βούλευμα εννοή βούλευμα αμετάκλητον, 2) Εν καταφατική περιπτώσει αν βούλευμα παραπέμπον εις το Ειδικόν Εφετείον είναι αμετάκλητον και προ της εκδόσεως της επί αιτήσεως αναιρέσεως του παραπεμφθέντος αποφάσεως του Αρείου Πάγου, 3) Ποίαι αι συνέπειαι της επακολουθησάσης την δυνάμει του παραπεμπτικού βουλεύματος έκπτωσιν του Κοινοτικού Συμβούλου αθωωτικής αποφάσεως του Δικαστηρίου.
Το ανώτατο δικαστήριο σημείωσε στην απόφασή του[43] ότι ο όρος «οριστικό βούλευμα», όπως προβλεπόταν στη διάταξη του άρθρου 121 του ΚΔκΚ, δεν έπρεπε να ερμηνεύεται στενά ως το βούλευμα που ολοκλήρωνε τη διαδικασία και ανέστελλε («απεκδύεται ταύτης») τη δικαιοδοσία του Συμβουλίου για την υπόθεση. Αντιθέτως, το δικαστήριο υποστήριξε ότι ο όρος θα πρέπει να ερμηνεύεται ευρύτερα, επιτρέποντας τη συνέχιση της διαδικασίας μέχρι το βούλευμα να καταστεί τελεσίδικο. Στην υπό κρίση υπόθεση, ο προσφεύγων κηρύχθηκε έκπτωτος από το αξίωμα του κοινοτικού συμβούλου με απόφαση του υπουργού Εσωτερικών, η οποία βασίστηκε σε βούλευμα του συμβουλίου Πλημμελειοδικών Καλαβρύτων.
Το εν λόγω βούλευμα παρέπεμψε τον προσφεύγοντα στο εφετείο με την κατηγορία της ιδιοποίησης χρημάτων και κινητών πραγμάτων της κοινότητας Λειβαρτζίου. Σύμφωνα με το άρθρο 121 του Δημοτικού Κώδικα, η έκπτωση του αιρετού επερχόταν αυτοδίκαια, ενώ η αρμοδιότητα του υπουργού Εσωτερικών περιοριζόταν στη διαπίστωση του αμετακλήτου του σχετικού βουλεύματος. Εφόσον το τελευταίο είχε καταστεί αμετάκλητο, ο υπουργός υποχρεωνόταν να διαπιστώσει και να απαγγείλει την έκπτωση, καθώς αυτή συντελούνταν αυτοδικαίως βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας. Εν προκειμένω, η απόφαση του υπουργού δεν παραβίαζε καμία διάταξη, καθώς το βούλευμα, επί του οποίου θεμελιωνόταν η εν λόγω απόφαση, ήταν πράγματι αμετάκλητο, σύμφωνα με το άρθρο 2 §6 του ψηφίσματος της Δ' Εθνικής Συνέλευσης «περί ανακρίσεως και εκδικάσεως αδικημάτων υπό των Εφετών».[44] Το ψήφισμα αυτό απέκλειε ρητά τη δυνατότητα άσκησης ανακοπής ή αναίρεσης κατά των σχετικών βουλευμάτων, με αποτέλεσμα αυτά να καθίστανται τόσο τελεσίδικα όσο και αμετάκλητα ήδη από την έκδοσή τους, ανεξάρτητα από την άσκηση αίτησης αναίρεσης από τον παραπεμφθέντα.
Επιπλέον, δεδομένου ότι η νομοθεσία δεν προέβλεπε επαναφορά στο αξίωμα σε περίπτωση μεταγενέστερης αθωωτικής απόφασης, ο ισχυρισμός του προσφεύγοντα ότι η νομική βάση της έκπτωσής του είχε ανατραπεί εξαιτίας της αθώωσής του από το εφετείο κρίθηκε από το ΣτΕ ως αβάσιμη. Ο νομοθέτης επεδίωξε να διασφαλίσει ότι τα αιρετά όργανα της τοπικής αυτοδιοίκησης παραμένουν υπεράνω πάσης υποψίας, ιδίως σε περιπτώσεις κακουργηματικών πράξεων. Υπό το πρίσμα αυτό, δέχτηκε το δικαστήριο ότι οι ενδείξεις που αποτυπώνονται σε αμετάκλητο βούλευμα θεωρούνται επαρκείς για την οριστική έκπτωση του αιρετού από το αξίωμά του.
Υπ’ αυτές τις σκέψεις το ΣτΕ απέρριψε την αίτηση ακύρωσης του Θούα και εκείνος εξέπεσε του αξιώματός του. Παρά την αναγνώριση της επιστημονικής του επιτυχίας και του σεβασμού που απολάμβανε από τους συμπολίτες του, είναι δύσκολο να γίνει πιστευτό ότι, ως εκλεγμένος αξιωματούχος, θα μπορούσε να προχωρήσει σε ιδιοποίηση χρημάτων από μια μικρή κοινότητα της ελληνικής επαρχίας κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Άλλωστε, η ποινική διαδικασία τον είχε δικαιώσει, κηρύσσοντάς τον αθώο. Όμως, το ΣτΕ, ως ανώτατο διοικητικό δικαστήριο, ερμήνευσε πως, σύμφωνα με τον νόμο, προκειμένου για την έκπτωση αιρετού, αρκούσαν απλές ενδείξεις για να απολυθεί.
Οι προσφυγές των αιρετών εκπροσώπων της τοπικής αυτοδιοίκησης στο νεοσύστατο ανώτατο διοικητικό δικαστήριο, με σκοπό την ακύρωση των πειθαρχικών κυρώσεων που τους επιβλήθηκαν από την κεντρική διοίκηση, καταδεικνύουν ότι οι πολιτικές διώξεις δεν σταμάτησαν ούτε και κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου. Το ΣτΕ, κατά το πρότυπο του γαλλικού Conseil d'État, λειτούργησε ως θεσμική εγγύηση για τη νόμιμη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης, προασπίζοντας τις αρχές της ισότητας και του κράτους δικαίου. Δεν υποστηρίζεται –κάθε άλλο– ότι με την ίδρυση και λειτουργία του δικαστηρίου εξαλείφθηκαν πλήρως τα όποια προβλήματα του ελληνικού διοικητικού συστήματος ή ότι το ΣτΕ υιοθέτησε, εξαρχής και ολοκληρωτικά, πρακτικές σύμφωνες, μόνο, με τους νόμους και το Σύνταγμα, αποστασιοποιημένο από πολιτικές σκοπιμότητες. Ωστόσο, η θεσμοθέτησή του αποτέλεσε σημαντικό βήμα προς τον περιορισμό της ανεξέλεγκτης εξουσίας της διοίκησης, διασφαλίζοντας ότι οι διοικητικές αποφάσεις θα υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο από ένα ανώτατο διοικητικό δικαστήριο.
- «Περί συστάσεως Δήμων και Κοινοτήτων», ΦΕΚ 58/Α/14 Φεβρουαρίου 1912. ↑
- Για την κωδικοποίηση αυτή βλ. Θωμάς Θ. Βελλιανίτης, Κώδιξ της Δημοτικής και Κοινοτικής νομοθεσίας, τύποις Λ. Θ. Λαμπροπούλου, τόμ. 1-2, Αθήναι 1929. ↑
- Ειδικότερα, το Σύνταγμα του 1927, μεταξύ άλλων, διασφάλισε ότι: α) η διαχείριση των τοπικών υποθέσεων θα γινόταν από τους πολίτες, β) η κοινότητα θα αναγνωριζόταν ως η πρώτη βαθμίδα της τοπικής αυτοδιοίκησης, γ) η τοπική αυτοδιοίκηση θα περιλάμβανε δύο βαθμούς, δ) το κράτος είχε τη δυνατότητα, όχι, όμως, την υποχρέωση, να ενισχύει οικονομικά την τοπική αυτοδιοίκηση. Για περισσότερα, βλ. Αναστάσιος Ι. Τάχος, Διοικητική επιστήμη, Εκδόσεις Σάκκουλας, Αθήνα 1985, σσ. 177-178. ↑
- Ο Αλ. Σβώλος σημείωνε για τη διάταξη του άρθρου 107 ότι «ιδιαιτέρως σημαντικήν και, διά τη δυναμικότητά της, γενικώτερον ενδιαφέρουσαν τον Λαόν, την θεμελιωδώς συγκεντρουμένην εις το άρθρον 107 υπόδειξιν του νέου συντάγματος – περί αυτοδιοικήσεως. [...] Αλλά το άξιον λόγου δεν είναι καθ’ εαυτήν η καταχύρωσις της αυτοδιοικήσεως όσον η έκτασις την οποίαν το σύνταγμα επιτρέπει εις τον νομοθέτην να προσδώση εις την υπό των πολιτών απ’ ευθείας διαχείρισιν των τοπικών υποθέσεων», βλ. Αλέξανδρος Σβώλος, Το νέον σύνταγμα και αι βάσεις του πολιτεύματος, Εκδόσεις Πυρσός, Αθήναι 1928, σ. 39· βλ. επίσης και κριτική στο Κώστας Γέραγας, Σελίδες από την διοικητικήν ιστορίαν της Ελλάδος, χ.ε., Αθήναι 1947, σ. 135 κ.ε. ↑
- Ο Νικόλαος Μάνος άνηκε στο Λαϊκό Κόμμα. Γενικός διοικητής Μακεδονίας τη συγκεκριμένη περίοδο ήταν ο Στυλιανός Γονατάς. Περισσότερα βλ. Ευάγγελος Χεκίμογλου, Ο Νικόλαος Μάνος και ο Μεσοπόλεμος στη Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2010. ↑
- ΣτΕ, αρ. απόφ. 144/ΟΛ/1931. ↑
- Ο Χαρίσιος Βαμβακάς γεννήθηκε στην Κοζάνη το 1872. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και στη συνέχεια στην Ελβετία. Διετέλεσε βουλευτής Σερβίων και Κοζάνης στο οθωμανικό Κοινοβούλιο. Ήταν εκδότης και διευθυντής της γαλλόφωνης εφημερίδας Tribune. Το 1919 διορίστηκε από τον Ε. Βενιζέλο αντιπρόσωπος της ελληνικής κυβέρνησης υπό τον Γάλλο στρατηγό Charpy, διοικητή της διασυμμαχικής κυβέρνησης Θράκης και στη συνέχεια, μετά την προσάρτησή της, γενικός διοικητής Ανατολικής Θράκης. Εξελέγη γερουσιαστής το 1929 και διετέλεσε αντιπρόεδρος της Γερουσίας. Παραιτήθηκε το 1930 για να θέσει υποψηφιότητα ως δήμαρχος Θεσσαλονίκης με το Κόμμα των Φιλελευθέρων. Διετέλεσε δήμαρχος της πόλης από το 1931 μέχρι τον Ιούλιο του 1933, οπότε και παύθηκε. Ασχολήθηκε με το εμπόριο δημιουργώντας τη «Βιομηχανία Τροχοφόρων Χαρίσιου Ηλ. Βαμβακά», ήταν μέτοχος της Ανωνύμου Εταιρείας Υφασμάτων «Υφανέτ» και νομικός σύμβουλος της βελγικής εμπορικής εταιρείας πετρελαίων SOCOMBEL, βλ. στην ιστοσελίδα https://greekarchivesinventory.gak.gr/index.php/qbms-2w3d-w8sk [ανακτήθηκε 24.11.2024]. ↑
- Υπουργός γενικός διοικητής Μακεδονίας ήταν ο αντιβενιζελικός Φίλιππος Δραγούμης, γιος του Στέφανου Δραγούμη και αδελφός του Ίωνα. ↑
- Δικηγόροι του δημάρχου ήταν οι Ν. Μπακόπουλος, Α. Ρωμανός και Α. Βαμβέτσος. ↑
- Εισηγητής στη συγκεκριμένη υπόθεση είχε οριστεί ο αντιπρόεδρος του ΣτΕ Στάμος Παπαφράγκος. ↑
- Η διάταξη του άρθρου 122 του Κώδικα είχε ως εξής: «§1. Δήμαρχοι, πάρεδροι, πρόεδροι κοινοτικών συμβουλίων και αναπληρωταί αυτών μετά προηγουμένην κλήσιν όπως απολογηθώσιν εντός 15 ημερών, δύνανται να τεθώσιν δι᾿ αποφάσεως του Νομάρχου εις αργίαν, διαρκείας μηνός, δυναμένην να αρθή ή και παραταθή δι’ αποφάσεως του Υπουργού των Εσωτερικών μέχρι τριών μηνών διά βαρείαν αμέλειαν ή διά λόγους σοβαρούς δημοσίας τάξεως ή συμφέροντος. Διά παρόμοιον λόγον δύνανται και να απολυθώσι, τη προτάσει του Υπουργού των Εσωτερικών μετ’ απόφασιν του Υπουργικού συμβουλίου. Ο απολυθείς δεν δύναται να εκλεγή επί εν έτος από της δημοσιεύσεως του διατάγματος, πλην εάν προ της λήξεως έτους ενεργηθώσι γενικαί εκλογαί δημοτικών και κοινοτικών αρχών. Αι ανωτέρω διατάξεις εφαρμόζονται και επί δημοτικών και κοινοτικών συμβουλίων. Εν ταις Ν. Χώραις ο Γενικός Διοικητής δύναται, δι᾿ αποφάσεως αυτού, να θέτη εις αργίαν μέχρι τριών μηνών ή και να απολύη οριστικώς μέλη δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου διά λόγους σοβαρούς δημοσίας τάξεως ή συμφέροντος. Εις τας θέσεις των τιθεμένων εις αργίαν ή απολυομένων δημοτικών ή κοινοτικών συμβούλων καλούνται κατ’ απόλυτον εκλογήν του Γενικού Διοικητού εκ των αναπληρωματικών, άνευ διακρίσεως τινος μεταξὺ αναπληρωματικών πλειοψηφίας ή μειοψηφίας και σειράς επιτυχίας, εκλεγέντων δημοτικών συμβούλων ή κοινοτικών τοιούτων. §2. Διά διατάγματος, εκδιδομένου τη προτάσει του Υπουργικού Συμβουλίου, δύναται ν’ απολυθή δήμαρχος εάν επιληφθή ενεργείας εξερχομένης των ορίων της αρμοδιότητός του, ή ένεκα αποδεδειγμένου δόλου ή μεγάλης ραθυμίας εξ ης επήλθε ζημία προφανής εις τον δήμον. Διά διατάγματος, εκδιδομένου τη προτάσει του Υπουργικού Συμβουλίου, δύναται να διαλυθή κοινοτικόν και δημοτικόν συμβούλιον εάν επελήφθη ενεργείας εξερχομένης των ορίων της αρμοδιότητός του ή ένεκα αποδεδειγμένου δόλου, ή μεγάλης ραθυμίας, εξ ης επήλθε ζημία προφανής εις την κοινότητα και τον δήμον. Προς αντικατάστασιν του διαλυθέντος κοινοτικού και δημοτικού συμβουλίου προκηρύσσονται εκλογαί κατά τας διατάξεις του Κώδικος». Βλ. Βελλιανίτης, Κώδιξ..., ό.π., σσ. 133-134. ↑
- ΣτΕ, αρ. απόφ. 801/Β/1933. ↑
- Με πρόταση του υπουργικού συμβουλίου της ίδιας ημέρας. ↑
- Και στην υπόθεση αυτή εισηγητής ήταν ο Στάμος Παπαφράγκος. Οι παρασταθέντες δικηγόροι για τον δήμαρχο ήταν, επίσης, οι ίδιοι με την προηγούμενη υπόθεση. ↑
- ΣτΕ, αρ. απόφ. 1005/Β/1933. ↑
- Γενικός διοικητής Κρήτης στην κυβέρνηση Π. Τσαλδάρη ήταν ο Ι. Μουτζουρίδης. ↑
- Ο Ιωάννης Μουντάκης άνηκε στο κόμμα των Φιλελευθέρων· περισσότερα βλ. στην ιστοσελίδα του Δήμου Χανίων, «Διατελέσαντες δήμαρχοι: Μουντάκης Ιωάννης», στην ιστοσελίδα https://www.chania.gr/dimos/diatel-dimarxoi/mountakis-ioannis.html [ανακτήθηκε 10.7.2024]. ↑
- Το δικαίωμα του εγγυητή να αρνηθεί την καταβολή της οφειλής μέχρις ότου ο δανειστής επιχειρήσει αναγκαστική εκτέλεση εναντίον του πρωτοφειλέτη και αυτή αποβεί άκαρπη. ↑
- Κατηγορήθηκε και για έναν άλλο ήσσονα λόγο, αναγνώρισης ημερομισθίων εργάτη. ↑
- «Περί λειτουργίας δημοτικών και κοινοτικών συμβουλίων μη πληρούντων τους όρους του νόμου ΔΝΖ'», ΦΕΚ 185/Α/4 Σεπτεμβρίου 1917. ↑
- ΣτΕ, αρ. απόφ. 280/Β/1934 και όμοιες 710/Β/1933 279, 281/Β/1934. Η υπόθεση Μουντάκη είχε και συνέχεια, όταν η Γενική Διοίκηση Κρήτης προχώρησε στη διαγραφή από τον προϋπολογισμό του δήμου ποσού ύψους 40.000 δρχ., το οποίο είχε εγκριθεί για έξοδα παράστασης του δημάρχου. Η διαγραφή αυτή βασίστηκε στην αιτιολογία ότι, κατά την περίοδο για την οποία είχε εγκριθεί η πίστωση, ο δήμαρχος βρισκόταν σε αργία λόγω επιβολής ποινής. Ο Μουντάκης προσέφυγε εκ νέου στο ΣτΕ, το οποίο, αφού επανεξέτασε την υπόθεση, του απένειμε ξανά δικαιοσύνη· βλ. ΣτΕ, αρ. απόφ. 495/Β/1935. Βλ., επίσης, όμοια ΣτΕ, αρ. απόφ. 414/Β/1934, που αφορούσε τον δήμαρχο Τρικκαίων. ↑
- Οι δημοτικοί σύμβουλοι Δημοσθ. Μακέδος, Κων. Χαρσούλης, Ι. Ευθυμιάδης, Στ. Γρηγόρογλου, Νικ. Νεγροπόντης, τον Οκτώβριο του 1934 προσέφυγαν στο ΣτΕ επιδιώκοντας την ακύρωση της απόφασης του γενικού διοικητή με την οποία απολύθηκαν από τη θέση τους. Οι εν λόγω σύμβουλοι είχαν καταδικαστεί με απόφαση του Πλημμελειοδικείου Καβάλας σε φυλάκιση δύο ετών και σε εκτόπιση από το νομό Καβάλας για ένα έτος, για παραβίαση των διατάξεων του νόμου 4229 και για πράξεις οι οποίες «συνιστώσι λόγους σοβαρούς δημοσίας τάξεως και δημοσίου συμφέροντος ως αποσκοπούσαι την εφαρμογήν ιδεών εχουσών ως έκδηλον σκοπόν την διά βίαιων μέσων ανατροπήν του κρατούντος κοινωνικού καθεστώτος και την ενέργειαν προσηλυτισμού προς εφαρμογήν αυτών». Το ΣτΕ δεν έκανε αποδεκτή την αίτησή τους, βλ. ΣτΕ αρ. απόφ. 956/ΟΛ/1934. Αυτό σήμαινε ότι η παράταξη Παρτσαλίδη έχανε την πλειοψηφία στο δ.σ. και ως εκ τούτου και τη δημαρχία. ↑
- Η §2 της συγκεκριμένης διάταξης όριζε πως «κενωθείσης της θέσεως του δημάρχου κατά το τελευταίο έτος της δημοτικής περιόδου, δεν ενεργείται εκλογή νέου δημάρχου, αλλ’ αντικαθίσταται ούτος κατά τας διατάξεις του άρθρου 87 του Κώδικος». Η διάταξη του Κώδικα ήταν σαφής και με ρητό τρόπο απαγόρευε να γίνει επαναληπτική εκλογή δημάρχου αν η θέση χήρευε «κατά το τελευταίο έτος της δημοτικής περιόδου», πράγμα που, οπωσδήποτε, δεν συνέβαινε στην περίπτωση Παρτσαλίδη. Από την εκλογή του είχαν παρέλθει ελάχιστοι μήνες, συνεπώς, η επαναληπτική εκλογή ήταν επιβεβλημένη. ↑
- Φάνης Γκερλεκτσής, «Πρώτος κομμουνιστής δήμαρχος της Ελλάδας, ο πρόσφυγας Δημήτρης Παρτσαλίδης (Καβάλα 1934)», Μικρασιάτης (Ιανουάριος 2011), https://mikrasiatis.gr/prosfygiki-i-proti-kokkini-dimotiki-arxi-tis-kavalas-kai-tis-xoras/ (ανακτήθηκε 9.3.2025). ↑
- Νομάρχης ήταν ο Γ. Ράντης. ↑
- Διάταξη άρθρου 87 §2 ΚΔκΚ, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από τη διάταξη του άρθρου 1 του Νόμου 4759/1930, «Περί μεταρρυθμίσεων εις την νομοθεσίαν περί Δήμων και Κοινοτήτων», ΦΕΚ 181/Α/26 Μαΐου 1930. ↑
- Η διάταξη του άρθρου 118 §4 προέβλεπε ότι «η παραίτησις των κοινοτικών και δημοτικών συμβούλων υποβάλλεται εις τον Νομάρχην ή τον Ειρηνοδίκην δι᾽ επιδόσεως διά δικαστικού κλητήρος εφ᾽ απλού χάρτου. Εν τη τελευταία περιπτώσει ο Ειρηνοδίκης, καλών τον αναπληρωματικόν ειδοποιεί τον Νομάρχην, ούτος δε το Υπουργείον των Εσωτερικών. Θεωρείται δε ο υποβαλών την παραίτησιν απαλλαγείς του αξιώματος δέκα πέντε ημέρας από της χρονολογίας του επιδοτηρίου. Η παραίτησις του προέδρου και του αντιπροέδρου υποβαλλομένη προς τον Νομάρχην καθίσταται οριστική από της αποδοχής παρά του Νομάρχου, εν περιπτώσει δε μη αποδοχής, μετά 15 ημέρας από της νέας υποβολής παραιτήσεως, επιδιδομένης διά δικαστικού κλητήρος. Εν τώ μεταξύ εκτελούσι τα καθήκοντα αυτών μέχρις εγκαταστάσεως των διαδόχων αυτών. Αι διατάξεις των προηγουμένων δύο εδαφίων ισχύουσι και επί παραιτήσεως δημάρχου και παρέδρων». ↑
- Για την Γαύδο ως τόπο εξορίας βλ. Δημήτρης Δαμασκηνός, Εξόριστοι στο «Νησί του θανάτου»: Μαρτυρίες, ντοκουμέντα και δημοσιεύματα για τις εκτοπίσεις αγωνιστών στη Γαύδο, Εκδόσεις Παρασκήνιο, Αθήνα 2020. ↑
- Γενικός διοικητής Μακεδονίας τη συγκεκριμένη περίοδο ήταν ο Στυλιανός Γονατάς. ↑
- ΣτΕ, αρ. απόφ. 677/Β/1932. ↑
- Επρόκειτο για τον Διονύσιο Μενύχτα, λογιστή, μετέπειτα βουλευτή Σερρών με το Παλλαϊκό Μέτωπο. Όπως και στην περίπτωση Παρτσαλίδη, ο Μενύχτας καθαιρέθηκε, διώχθηκε με το «ιδιώνυμο» και φυλακίστηκε στον Άη Στράτη· βλ. Ιστορικό Τμήμα Κ.Ε. του ΚΚΕ, Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, 1918-1949, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Α' τόμος, Αθήνα 2012, σσ. 266, 269 και Αντώνης Φλούντζης, Στο στρατόπεδο του Αη Στράτη, 1950-1962, Εκδόσεις Καπόπουλος, Αθήνα 1976, σ. 98. ↑
- Σήμερα αποτελεί δημοτική ενότητα του δήμου Αμφίπολης. ↑
- Άγγελος Ελεφάντης, Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης. ΚΚΕ και αστισμός στον Μεσοπόλεμο, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1999, σ. 402. ↑
- ΣτΕ, αρ. απόφ. 256/Β/1935. ↑
- Νομικός, βουλευτής Χίου με το Λαϊκό Κόμμα και δήμαρχος Χίου από το 1929-1944. ↑
- Οι εκλογές για την ανάδειξη των μελών της Γερουσίας διενεργήθηκαν στις 21 Απριλίου 1929 από την κυβέρνηση Ελ. Βενιζέλου. Το Κόμμα Φιλελευθέρων κέρδισε την πλειοψηφία των εδρών της Γερουσίας, εκλέγοντας 64 γερουσιαστές. ↑
- Στο άκουσμα της επιβολής της ποινής το δημοτικό συμβούλιο του δήμου Χίου συνήλθε και αποφάσισε να εκφράσει τη συμπάθειά του προς τον Λεώνη Καλβοκορέση για την επιβολή της ποινής, καθώς και την αντικατάστασή του κατά τη διάρκεια του μήνα της απουσίας του· βλ. ΣτΕ, αρ. απόφ. 245/Β/1934. ↑
- ΣτΕ, αρ. απόφ. 242/Β/1934 και όμοιες 153, 154, 240/Β/1934. ↑
- Ο Γεώργιος Θούας ήταν γιατρός με σπουδές στη Γαλλία. Διατηρούσε κλινική στη κοινότητα Λειβαρτζίου, που ήταν η γενέτειρά του. Έχαιρε μεγάλης εκτίμησης για τις επιστημονικές γνώσεις του, αλλά και τον χαρακτήρα του. Μετά το 1932 διετέλεσε βουλευτής και γερουσιαστής του Λαϊκού Κόμματος· βλ. Ηλίας Τουτούνης, «Γεώργιος Θούας (1874-1952)», (21.10.2015) Αντρώνι, στην ιστοσελίδα https://www.antroni.gr/index.php/o-topos-mas/meletes-pnevmatika/2008-09-25-17-27-17/1386-georgios-thouas-1874-1952 [ανακτήθηκε 9.3.2025]. ↑
- Η ανακοπή κατά του βουλεύματος των Πλημμελειοδικών, που υπέβαλε ο Θούας, απορρίφθηκε με βούλευμα του εφετείου. ↑
- Η διάταξη του άρθρου 121 του Κώδικα όριζε ότι «Δήμαρχοι, δημοτικοί ή κοινοτικοί σύμβουλοι και πάρεδροι, εκπίπτουσιν αυτοδικαίως του αξιώματος αυτών: 1. εάν στερηθώσι δυνάμει δικαστικής αποφάσεως των πολιτικών αυτών δικαιωμάτων, 2. εάν δυνάμει οριστικού βουλεύματος παραπεμφθώσιν επί κακουργήματι, 3. εάν στερηθώσι διά τελεσιδίκου δικαστικής αποφάσεως της ελευθέρας διαχειρίσεως της περιουσίας των. Η έκπτωσις απαγγέλλεται δι’ αποφάσεως του Υπουργού των Εσωτερικών»· βλ. Βελλιανίτης, Κώδιξ..., ό.π., σ. 133. ↑
- Το ΣτΕ όρισε και σε αυτήν την υπόθεση ως εισηγητή τον αντιπρόεδρό του, Στάμο Παπαφράγκο, όπως και στις υπόλοιπες υποθέσεις που αναφέρονται σε αυτό το άρθρο και αφορούν επιβολή ποινής ή έκπτωση, σε εκλεγμένο, από αξίωμα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. ↑
- ΣτΕ, αρ. απόφ. 769/Β/1931. ↑
- ΦΕΚ 322/Α/31 Δεκεμβρίου 1924. ↑
