Ο αγώνας επικράτησης των ένοπλων αντιστασιακών οργανώσεων στην Ανατολική Μακεδονία και τη Δυτική Θράκη (Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 1944)

Γιώργος Πετρίδης

Στις 9 Σεπτεμβρίου 1944 ο Κόκκινος Στρατός εισέρχεται στη Βουλγαρία, ενώ την ίδια ημέρα το Πατριωτικό Μέτωπο καταλύει με πραξικόπημα την εξουσία και προχωράει στη σύσταση νέας κυβέρνησης, με πρωθυπουργό τον Κίμωνα Γκεοργκίεφ.[1] Με αυτό τον τρόπο, ουσιαστικά, η Βουλγαρία μετατρέπεται από εχθρική σε συμμαχική χώρα και οι εκατοντάδες στρατιωτών της 2ης Βουλγαρικής Στρατιάς, που βρίσκονται στην περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης, «μεταμφιέζονται στα πορφυρά» και συστήνονται πλέον στους Έλληνες ως παραστρατημένοι φίλοι.[2] Ως δείγμα καλής θέλησης, μάλιστα, παραχωρούν τα ηνία της «Μπελομόριε»[3] στον ΕΛΑΣ (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός) –τη μόνη οργανωμένη ελληνική εξουσία, κατά τους ίδιους– και εκείνοι προτίθενται να αναλάβουν τον ρόλο του υπερασπιστή των ελληνικών συμφερόντων.[4] Άραγε, οι ιθύνοντες της βουλγαρικής πολιτικής δεν γνώριζαν για την ύπαρξη των ΕΑΟ (Εθνικαί Ανταρτικαί Ομάδες); Ή, μήπως, η κίνηση αυτή αποτελούσε έναν στρατηγικό ελιγμό της Βουλγαρίας, προκειμένου να δημιουργηθούν αναταραχές στην περιοχή και να διατηρήσει τα ερείσματά της; Αξίζει μονάχα να σημειωθεί ότι Βούλγαροι παρτιζάνοι είχαν εξαρχής προειδοποιήσει τον ΕΛΑΣ για τις θετικές συνέπειες που θα επέφερε η παραμονή του βουλγαρικού στρατού στην περιοχή, αναφορικά με την επικράτηση του ΕΛΑΣ εις βάρος των εθνικιστών ανταρτών. Από την άλλη, ποια ήταν η αντίδραση των άλλων δύο ενόπλων φορέων της περιοχής, δηλαδή του επωφελούμενου από τις συγκυρίες ΕΛΑΣ και των εθνικιστών ανταρτών των ΕΑΟ, που βρίσκονταν υπό την καθοδήγηση της Συμμαχικής Στρατιωτικής Αποστολής (ΣΣΑ); Θα επιχειρήσουμε να σκιαγραφήσουμε τις εξελίξεις εκείνες που διαμόρφωσαν, αναζωπύρωσαν και τερμάτισαν τον αγώνα συμφερόντων στην περιοχή της Ανατολικής Μακεδονίας, με την επικράτηση ενός εκ των αντιμαχόμενων ένοπλων φορέων. Μάλιστα, στην προσπάθειά μας αυτή θα προσεγγίσουμε σκοτεινά, μέχρι πρότινος, σημεία, όπως, για παράδειγμα, την έγγραφη συμφωνία Αντών Τσαούς - Συράκωφ και τη συνεργασία των ΕΑΟ με τους αξιωματικούς της διαλυθείσας ΠΑΟ (Πανελλήνια Απελευθερωτική Οργάνωσις) και του ΕΔΕΣ (Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος).

Πηγή: HS 5/634, “Report by Major G. Micklethwait on activities in Western Epiros and Thrace, March 1943-October 1944”, Δεκέμβριος 1944.

Προτού περάσουμε στην εξιστόρηση των επόμενων εξελίξεων, οφείλουμε να κάνουμε μια μικρή μνεία στον συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ των αντιμαχόμενων ένοπλων σχηματισμών. Εκκινώντας από τον ΕΛΑΣ, με ασφάλεια διαπιστώνουμε ότι βρισκόμαστε στο χρονικό σημείο εκείνο που το αριστερό κίνημα ανακάμπτει ως προς τη δυναμική του. «Με την αθρόα εθελούσια κατάταξι και με τον κυριευθέντα και κατασχεθέντα οπλισμό η ένοπλη δύναμίς μας αυξήθηκε καταπληκτικά. Μέσα σε τρεις μέρες [ενν. μετά την απελευθέρωση] οι λόχοι έγιναν τάγματα και τα τάγματα Συντάγματα», σημειώνει ο διοικητής του 26ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, Κώστας Κωνσταντάρας.[5] Και πράγματι, στα μέσα Σεπτεμβρίου του 1944 το Τάγμα του Μποζ-Νταγ (όρος Φαλακρό στον νομό Δράμας) μετατράπηκε στο 21ο Σύνταγμα με διοικητή τον Γεώργιο Παπαγεωργίου («Βλαχογιώργη») και καπετάνιο τον «Καπεταν-Γιώργη».[6] Τόσο αυτό όσο και τα άλλα δύο –το 26ο και το 81ο– ανήκαν, από τις 16 Σεπτεμβρίου, στη νεοσυσταθείσα VI Μεραρχία, που είχε έδρα την Καβάλα. Προσωρινός διοικητής της μεραρχίας ήταν ο Κωνσταντάρας, ενώ αργότερα ορίσθηκε ο Νίκος Σιγανός. Επρόκειτο, ουσιαστικά, για μια δύναμη 5.000 περίπου ανδρών,[7] πλαισιωμένη από πλήθος μονίμων αξιωματικών. Τέλος, πέραν του ότι αναπτύχθηκαν σημαντικά και οι ΕΑΜικές οργανώσεις στην περιοχή, σε σημείο που τα μέλη της ΕΠΟΝ να υπολογίζονται στις 60.000, οργανώθηκαν για την τήρηση της τάξης και ισχυρές ομάδες «Λαϊκής Πολιτοφυλακής».[8]

Από την άλλη πλευρά, οι ένοπλοι εθνικιστές αντάρτες που βρίσκονταν στην περιοχή της Αν. Μακεδονίας και της Δ. Θράκης υπολογίζονται περίπου στους 2.000-3.000.[9] Σε αυτούς όμως συγκαταλέγονται, εκτός από τους άνδρες των ΕΑΟ, οι αντάρτες του λήσταρχου Κάππα, καθώς και αρκετοί αξιωματικοί των οργανώσεων ΠΑΟ και ΕΔΕΣ. Ειδικότερα, φαίνεται ότι οι αξιωματικοί των οργανώσεων αυτών, αφού πρώτα συνεργάστηκαν μεταξύ τους, αποφάσισαν να διεισδύσουν στην περιοχή της Αν. Μακεδονίας, χωρισμένοι σε δύο ομάδες. Η πρώτη ομάδα, με επικεφαλής τον ΕΔΕΣίτη αντισυνταγματάρχη Θωμά Σφέτσιο, ακολούθησε το δρομολόγιο Μαυροθάλασσα -Αλιστράτη - Μποζ-Νταγ, όπου και έφτασε τις τελευταίες ημέρες του Αυγούστου 1944, ενώ η δεύτερη ομάδα, με επικεφαλής τον ΠΑΟτζή αντισυνταγματάρχη Βασίλη Αβδελλά, ακολούθησε το δρομολόγιο του Παγγαίου, φτάνοντας περίπου την 1 Σεπτεμβρίου 1944.[10] Ακολούθησε η τοποθέτηση των αξιωματικών αυτών σε διάφορα αρχηγεία της ΕΑΟ κι έτσι, μέσα σε λίγες ημέρες, η οργάνωση των εθνικιστών πήρε την εξής μορφή:

Γενικό Αρχηγείο: Στρατιωτικός Αρχηγός: Σφέτσιος Θ. Επιτελάρχης: Ταγματάρχης Παπαθανασίου Ιωάννης. Βοηθός επιτελάρχη: Λοχαγός Παπανικολόπουλος Δημήτρης.

19ο Αντάρτικο Σύνταγμα Σερρών (Μποζ-Νταγ): Στρατιωτικός Διοικητής (στη συνέχεια ΣΔ): ταγματάρχης Κουτρίδης Π.

25ο Αντάρτικο Σύνταγμα Πραβίου (Ελευθερούπολης/Τσαλ-Νταγ): ΣΔ ταγματάρχης Παπαγεωργίου Ι.

26ο Αντάρτικο Σύνταγμα Δράμας (Καρά-Ντερέ): ΣΔ ταγματάρχης Ρούμπος Σπ.

71ο Αντάρτικο Σύνταγμα (Μπαϊράμ-Τεπέ): ΣΔ ταγματάρχης Φωκάς Χ.

41ο Αντάρτικο Σύνταγμα Ξάνθης (Χαϊντού): ΣΔ ταγματάρχης Δρακόπουλος Γ.

Ανεξάρτητα Τάγματα Παγγαίου, Συμβόλου και Καβάλας.[11]

Με ποιον τρόπο, όμως, οι παραπάνω αξιωματικοί κατόρθωσαν να συνδεθούν με τα εθνικιστικά τμήματα της Αν. Μακεδονίας και της Δ. Θράκης; Ο Παπαθανασίου αναφέρει ότι το ζήτημα της πλαισίωσης των ΕΑΟ από τους μόνιμους αξιωματικούς τέθηκε προς συζήτηση μεταξύ των εθνικιστών οπλαρχηγών και των μελών της ΣΣΑ ήδη από τον χειμώνα του 1944, όταν έλαβε χώρα η ιδρυτική σύσκεψη της οργάνωσης.[12] Πιθανόν εισηγητής της πρότασης αυτής να ήταν ο ίδιος ο Miller, ο οποίος λίγο καιρό αργότερα θα ζητήσει από το Κάιρο να στείλουν κάποιον Έλληνα αξιωματικό να οργανώσει τις ομάδες των εθνικιστών.[13] Τότε, όμως, η απόφαση που ελήφθη ήταν αρνητική και αντικατόπτριζε τις προσωπικές φιλοδοξίες πολλών καπεταναίων. Ίσως, τη δεδομένη χρονική στιγμή και οι ίδιοι οι «εθνικιστές» αξιωματικοί της γερμανοκρατούμενης Ελλάδας να μην χαρακτηρίζονταν από την ίδια προθυμία να μεταβούν στην Αν. Μακεδονία, καθώς δεν γνώριζαν ακόμη για την παρουσία της ΣΣΑ (Συμμαχική Στρατιωτική Αποστολή) στην περιοχή.[14]

Μετά την άνοιξη του 1944, τα δεδομένα ήταν διαφορετικά. Οι επικεφαλής της ΠΑΟ είχαν πληροφορηθεί για την άφιξη της ΣΣΑ αποστολής στην Αν. Μακεδονία και δη για τη συνεργασία της με τους άνδρες του Φωστηρίδη, ενώ και αρκετοί από τους τελευταίους άρχισαν να εκδηλώνουν «την επιθυμίαν των να σταλούν αξιωματικοί προς καλυτέραν οργάνωσιν». Ανάμεσα σε αυτούς ήταν σίγουρα οι καπετάνιοι του Καρά-Ντερέ[15] και του Κοτζά-Ορμάν,[16] οι Α. Αβραμίδης και Ε. Καρανάσιος, οι οποίοι μέσα από προσωπικά μηνύματα διά του ασυρμάτου της ΣΣΑ προς τον βασιλιά, στις 29 Απριλίου και στις 16 Μαΐου, αντίστοιχα, είχαν ζητήσει, μεταξύ άλλων, και την αποστολή Ελλήνων αξιωματικών, καθώς και ο οπλαρχηγός της περιοχής του Μποζ-Νταγ, Παντελής Παπαδάκης, ο οποίος είχε φροντίσει, με δική του πρωτοβουλία, να ενημερώνει τους αξιωματικούς της διαλυθείσας ΠΑΟ για την κατάσταση που επικρατούσε στα βουνά της Ανατολικής Μακεδονίας.[17] Λαμβάνοντας υπόψη τους, επίσης, ότι ο Παπαδάκης είχε φιλοξενήσει στα λημέρια του τον Miller, οι αξιωματικοί της συμμαχίας ΠΑΟ - ΕΔΕΣ αποφάσισαν να στείλουν στο Μποζ-Νταγ Δράμας μια ομάδα ανδρών με επικεφαλής τον Αν. Σαμιώτη, με σκοπό «να πληροφορηθή λεπτομερώς περί της Αγγλικής Αποστολής». Η ομάδα συνδέθηκε με τον Παπαδάκη και επέστρεψε πίσω μετά από λίγες ημέρες, φέρνοντας μαζί της, εκτός από τις επιζητούμενες πληροφορίες, και μια χειρόγραφη επιστολή του Μικρασιάτη οπλαρχηγού που πραγματευόταν το ζήτημα της μεταξύ τους συνεργασίας.[18]

Το πρώτο βήμα είχε γίνει και ο Miller –κατά τον Παπαθανασίου– «παρήγγειλε διά του ασυρμάτου να σταλή έμπιστος αξιωματικός δια να τον κατατοπίση επί ορισμένων θεμάτων».[19] Ο αξιωματικός που επιλέχθηκε για την αποστολή αυτή ήταν ο ανθυπολοχαγός Αρβανιτίδης,[20] ο οποίος, στα τέλη Ιουνίου 1944, συναντήθηκε με τον Miller στο Μποζ-Νταγ Δράμας, εντυπωσιάζοντάς τον.[21] Πράγματι, όπως σημειώνει ο Παπαθανασίου, «η περιπόθητος στενωτέρα επαφή με τους Άγγλους είχε επιτευχθή».[22] Στα τέλη του Ιουνίου με αρχές Ιουλίου οι υπολοχαγοί K. Πετράκης και D. Rycroft διέσχισαν τον Στρυμόνα –κατόπιν οδηγιών του Miller– και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Νιγρίτας για περίπου ένα μήνα. Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα κατόρθωσαν να έρθουν σε επαφή με αρκετούς αξιωματικούς της ΠΑΟ, μεταξύ των οποίων ήταν και o συνταγματάρχης Βασίλης Αβδελλάς.[23] Με τους απεσταλμένους του Miller φαίνεται ότι συνομίλησαν και δυο αξιωματικοί του ΕΔΕΣ, ο Σφέτσιος και ο Καλογιάννης, καθώς και μερικά εγκληματικά στοιχεία που στο παρελθόν συνεργάστηκαν με τους Γερμανούς εναντίον του ΕΛΑΣ.[24] Ωστόσο, σύμφωνα με τον Παπαθανασίου, χρειάστηκε να γίνει μια ακόμη συνάντηση μεταξύ των εκπροσώπων της ΠΑΟ-ΕΔΕΣ και της ΣΣΑ, προκειμένου να καθοριστεί το είδος της συνεργασίας και οι υποχρεώσεις που θα απέρρεαν από αυτήν.[25] Έμενε, επίσης, να κανονιστεί ο τρόπος μετάβασης των αξιωματικών στην Αν. Μακεδονία, γι’ αυτό και ο Miller έδωσε οδηγίες στους Τσακιρίδη και Παπαδάκη να επιληφθούν του θέματος. Ο πρώτος είχε φροντίσει για την ασφαλή μεταφορά της ομάδας Αβδελλά στο Παγγαίο και ο δεύτερος της ομάδας Σφέτσιου στο Μποζ-Νταγ Δράμας.[26]

Στις 16 Σεπτεμβρίου 1944 –μόλις λίγες ημέρες νωρίτερα από το ταξίδι του Γ. Ερυθριάδη («Πετρής») στη Βουλγαρία– ο Miller, ο Riddle, ο Θ. Σφέτσιος, ο Π. Παπαδόπουλος, και ο καπετάν Α. Τοπούζογλου ξεκίνησαν οδικώς το ταξίδι τους προς τη Σόφια, με στόχο να διαπραγματευτούν με τους Βούλγαρους ένα ευνοϊκότερο προς τους ίδιους πολιτικό καθεστώς από εκείνο που προοικονομούσε η κυριαρχία του ΕΛΑΣ.[27] Εκεί τους περίμεναν ο υφυπουργός Πολέμου, στρατηγός Λεκάρσκυ, και ο επικεφαλής του παρτιζάνικου στρατού, στρατηγός Ιβάνωφ. Έπειτα από πολύωρη συζήτηση, στο πλαίσιο της οποίας αναγνωρίστηκε από κοινού –μεταξύ άλλων– η ανάγκη εκπροσώπησης του μακεδονικού και θρακικού λαού και από τους εθνικιστές αντάρτες, οι δύο πλευρές συμφώνησαν στους εξής όρους:

α) Οι αντάρτες των ΕΑΟ θα έπαιρναν υπό τον έλεγχό τους όλα εκείνα τα χωριά που δεν βρίσκονταν υπό «βουλγαρική κατοχή». β) Οι Βούλγαροι θα ειδοποιούσαν άμεσα τους αντάρτες του Φωστηρίδη να καταλάβουν τις πόλεις της Ξάνθης, της Δράμας και της Καβάλας μόλις θα αποχωρούσαν από αυτές γ.) Μέχρι τότε δεν θα επιτρεπόταν η είσοδος των ανταρτών –ακόμη και του ΕΛΑΣ– εντός της Καβάλας, της Δράμας, της Ξάνθης και των Σερρών, όπου την εξουσία θα διατηρούσαν οι βουλγαρικές στρατιωτικές αρχές. Οι τελευταίες θα ήταν, μάλιστα, υπεύθυνες να έρθουν σε συνεννόηση με τον ΕΛΑΣ στις περιοχές όπου εκείνος διοικούσε. δ) Oι λεπτομέρειες θα καθορίζονταν με ειδική συμφωνία μεταξύ του Φωστηρίδη και του Συράκωφ. ε) Οι αντάρτες θα καταλάμβαναν όσα σημεία τους επέτρεπε ο οπλισμός τους και, τέλος, στ) θα ετίθετο υπό τις υπηρεσίες της ΣΣΑ το αεροδρόμιο του Γεντί-Περέ Δράμας.[28]

Η συμφωνία, όπως μαθαίνουμε από τον υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας στις μεταπολεμικές κυβερνήσεις του Κωσταντίνου Τσαλδάρη, Νικόλαο Αβραάμ, έφερε την υπογραφή του Σφέτσιου και του Miller.[29] Η υπογραφή, ωστόσο, του Σφέτσιου φαίνεται ότι δεν ήταν τίποτα περισσότερο από μια συμβολική κίνηση που έπρεπε να γίνει, καθώς, κατά τον A. Τοπούζογλου, οι Miller και Riddle ανέλαβαν εξολοκλήρου το ζήτημα των διαπραγματεύσεων, χωρίς να λάβουν υπόψη τους τους εκπροσώπους των Εθνικών Ομάδων.[30]

Η αποστολή επέστρεψε από τη Σόφια και στις 18 Σεπτεμβρίου 1944 ο Αντών Τσαούς συναντήθηκε με τον Συράκωφ στους Ταξιάρχες, με σκοπό να διευθετήσουν από κοινού –όπως προβλεπόταν– το ζήτημα της στρατιωτικής διοίκησης της Αν. Μακεδονίας και της Δ. Θράκης.[31] Δύο ημέρες αργότερα, στις 20 Σεπτεμβρίου 1944, οι εθνικιστές αντάρτες, εμφανώς ενθαρρυμένοι από τη νέα τους συνεργασία, αφόπλισαν και αιχμαλώτισαν μια ομάδα του ΕΛΑΣ –περίπου εννέα ατόμων– με επικεφαλής τους Κωνσταντάρα και Σουγιουτζόγλου («Άρη»), η οποία τη στιγμή εκείνη κατευθυνόταν οδικώς προς τη Δράμα, αναζητώντας απαντήσεις για την αλλαγή συμπεριφοράς του βουλγαρικού στρατού.[32]

Τα δυο ηγετικά στελέχη του ΕΛΑΣ οδηγήθηκαν, αρχικά, στο Μικροχώρι και την επόμενη ημέρα στον Άγιο Αθανάσιο.[33] Αν και δεν μπορούν να εξακριβωθούν οι προθέσεις των εθνικιστών ανταρτών κατά τη στιγμή που αποφάσισαν να προβούν στην ενέργεια αυτή, φαίνεται ότι η αιχμαλωσία των παραπάνω ΕΛΑΣιτών αξιωματικών ερμηνεύτηκε ως μια ευνοϊκή για εκείνους συγκυρία, ώστε να εκκινήσουν με ευνοϊκούς όρους τον διάλογο με τον ΕΛΑΣ. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, να ήταν ο ταγματάρχης Kitcat αυτός που τους μύησε σε αυτόν τον τρόπο σκέψης, καθώς, όπως σημειώνει ο ίδιος, αυτός ήταν και ο λόγος που δεν απέτρεψε τη σύλληψη των ΕΛΑΣιτών, για την οποία ήξερε ότι θα ήταν αντίθετο το ΓΣΣΜΑ.[34] Παρότι δεν μπορεί να ειπωθεί με ακρίβεια αν κινήθηκαν πρώτοι προς αυτή την κατεύθυνση οι εθνικιστές οπλαρχηγοί ή οι υπόλοιποι αρχηγοί του ΕΛΑΣ, οι οποίοι βρίσκονταν σε δύσκολη θέση τη δεδομένη χρονική στιγμή, το σίγουρο είναι ότι την ημέρα που οι Κωνσταντάρας και Άρης μεταφέρθηκαν ως αιχμάλωτοι στον Άγιο Αθανάσιο έφτασε εκεί και μια επιτροπή του ΕΛΑΣ, αποτελούμενη από τον αντισυνταγματάρχη Γλύπτη και τον ανθυπολοχαγό Μουρατίδη, για να συνομιλήσουν με τους Φωστηρίδη και Αβδελλά.[35]

Ως τόπος σύσκεψης είχε επιλεγεί η αίθουσα του σχολείου του χωριού, ενώ παρόντα ήταν και μερικά μέλη της ΣΣΑ. Η συζήτηση, όμως, έλαβε τέλος, όταν παρουσιάστηκαν μερικές γυναίκες από το Ροδολίβος για να καταγγείλουν την τρομοκρατία που ο ΕΛΑΣ ασκούσε εις βάρος των συγχωριανών τους και των άλλων «εθνικοφρόνων» πολιτών της γύρω περιοχής.[36] Ο Φωστηρίδης αναφέρει ότι στο άκουσμα της είδησης αυτής αντέδρασε, λαμβάνοντας την απόφαση να διενεργήσει επιθετική επιχείρηση στην περιοχή του ΕΛΑΣ στο Ροδολίβος, αλλά «παρεμποδίστηκε» από τους Kitcat και Αβδελλά, οι οποίοι αντιπρότειναν να σταλεί στην περιοχή μια μεικτή επιτροπή για να εξετάσει όσα καταγγέλθηκαν.[37] Η επιτροπή, αποτελούμενη, τελικά, από τον συνταγματάρχη Αβδελλά, τον ΕΛΑσίτη αξιωματικό Γλύπτη, τον Βρετανό υπολοχαγό Shenow και δυο Βούλγαρους στρατιώτες επιβιβάστηκε αμέσως σε ένα αυτοκίνητο και ξεκίνησε για την περιοχή του Παγγαίου,[38] ενώ οι αιχμάλωτοι ΕΛΑΣίτες μεταφέρθηκαν στο χωριό Κρηνίδες.[39]

Η κατάσταση εκτροχιάστηκε ακόμη περισσότερο όταν οι αντάρτες του ΕΛΑΣ αποφάσισαν να στήσουν ενέδρα στην παραπάνω επιτροπή –κατά την επιστροφή της από το Ροδολίβος, έπειτα από τις άκαρπες προσπάθειες που έκανε για να εντοπίσει τους υπαίτιους– αιχμαλωτίζοντας τον Αβδελλά,[40] καθώς και όταν στη συνέχεια πήραν την πρωτοβουλία να περικυκλώσουν τις Κρηνίδες με σκοπό να απαιτήσουν την άμεση απελευθέρωση των συντρόφων τους.[41] Και ενώ όλα έδειχναν ότι η αιματοχυσία ήταν αναπόφευκτη, ξαφνικά εισακούστηκε η φωνή των πιο μετριοπαθών στοιχείων, που καλούσε τους επικεφαλής των ομάδων να διευθετήσουν οριστικά και με τρόπο ειρηνικό το ζήτημα της μεταξύ τους διαμάχης. Συγκεκριμένα, ο Άρης πρόλαβε και έδωσε διαταγή στους άντρες του να σταματήσουν την επίθεση κι έτσι ο Πόντιος αντάρτης του ΕΛΑΣ, καπετάν Γιώργης Βαφειάδης, άδραξε την ευκαιρία για να καλέσει τον συμπατριώτη του, Φωστηρίδη, να συνομιλήσουν κατ’ ιδίαν.[42] Αφού οι τόνοι έπεσαν, οι Παπαθανασίου και Σφέτσιος «έριξαν την ιδέα» να σταλεί μια επιτροπή στο Αρχηγείο του ΕΛΑΣ, αποτελούμενη από έναν εθνικιστική και έναν ΕΛΑΣίτη. Γι’ αυτόν τον σκοπό, επιλέχθηκαν οι Παπαθανασίου και Κωνσταντάρας, οι οποίοι, αφού υπέγραψαν «πρωτόκολλο τιμής» ότι θα καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για τη συμφιλίωση, κατευθύνθηκαν προς το Αρχηγείο του ΕΛΑΣ, για να συνεχίσουν τις διαπραγματεύσεις. Την ίδια στιγμή, μάλιστα, μαθαίνουμε από τον Χ. Κοσμίδη ότι στον χώρο εκείνο που παρ’ ολίγον να αποτελέσει πεδίο αιματηρής μάχης επικράτησε μια ατμόσφαιρα συμφιλίωσης. Οι αντάρτες και των δυο τμημάτων χαμήλωσαν την κάννη των όπλων τους, συζήτησαν κι έπειτα κατέβηκαν όλοι μαζί στο διπλανό χωριό, όπου έφαγαν, περιμένοντας τα αποτελέσματα της συμφωνίας.[43]

Στο αρχηγείο του ΕΛΑΣ βρισκόταν, όμως, και ο Ερυθριάδης (Πετρής), ο οποίος, μετά την επιστροφή του από τη Σόφια, φαίνεται ότι ήταν ενήμερος για τις επαφές των εθνικιστών ανταρτών με τη βουλγαρική κυβέρνηση και δη για τη συμφωνία Φωστηρίδη - Συράκωφ, με αποτέλεσμα το εγχείρημα της συμφιλίωσης να αποτύχει. Ειδικότερα, ο Πετρής όχι μόνο αρνήθηκε την υπογραφή κάποιας συμφωνίας, αλλά και προειδοποίησε τον Παπαθανασίου ότι οι άνδρες του θα επιτίθονταν στα τμήματα των εθνικιστών, εάν δεν απελευθέρωναν τον Άρη μέχρι το πρωί της 25ης Σεπτεμβρίου, όπως και τελικά έγινε από το τμήμα του «ανυπόμονου» Καραϊσκάκη. Η επίθεση, φυσικά, και των υπολοίπων δυνάμεων του ΕΛΑΣ δεν άργησε να ακολουθήσει, με αποτέλεσμα η επανέναρξη του ακήρυκτου εμφυλίου πολέμου να αποτελέσει για άλλη μια φορά ένα θλιβερό γεγονός.[44]

Στις 25 Σεπτεμβρίου 1944 τo Τάγμα Καραϊσκάκη επιτέθηκε εναντίον των εθνικιστών στις Κρηνίδες, ενώ την επομένη οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ στο Παγγαίο πολιόρκησαν το χωριό του Τσακιρίδη, τη Νέα Μπάφρα.[45] Το δράμα συνεχίστηκε μέχρι και το πρώτο δεκαήμερο του Οκτωβρίου σε περιοχές των νομών Σερρών, Δράμας, Καβάλας και Ξάνθης.[46] Αν και, εξαιτίας της μεροληπτικής καταγραφής των συγκρούσεων αυτών από τους πρωταγωνιστές της εποχής, δεν γνωρίζουμε με ιστορική ακρίβεια ποια ήταν η τελική τους έκβαση, το σίγουρο είναι ότι οι εθνικιστές αντάρτες αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν από τα αστικά κέντρα και την ευρύτερη περιοχή τους και να περιοριστούν στα ορεινά της Δράμας, της Ξάνθης και της Καβάλας.[47] Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι σε κάποιες από τις παραπάνω ένοπλες συμπλοκές είχαν συμμετάσχει στο πλευρό του ΕΛΑΣ και Βούλγαροι παρτιζάνοι ή αιχμάλωτοι πολέμου.[48] Το φαινόμενο της σύμπραξης με τον πρώην κατακτητή δεν το συναντάμε μόνο στην περίπτωση του ΕΛΑΣ, όμως. Αντιθέτως, φαίνεται ότι τόσο ο ΕΛΑΣ όσο και οι ΕΑΟ εκμεταλλεύτηκαν την παρουσία του βουλγαρικού στρατού, στην προσπάθειά τους να κυριαρχήσουν στην περιοχή. Η Βουλγαρία, δε, αναμείχθηκε στον ελληνικό εμφύλιο, επιδιώκοντας να διατηρήσει εξουσίες στην περιοχή, μέχρι την οριστική υπογραφή της ειρήνης και τη χάραξη των νέων συνόρων.

Από την άλλη πλευρά, γνωρίζουμε με ακρίβεια το αποτέλεσμα μιας άλλης εμφύλιας σύγκρουσης, που έλαβε χώρα κατά την ίδια ακριβώς χρονική περίοδο, στην περιοχή της Αλιστράτης Σερρών. Στις 23 Σεπτεμβρίου 1944, μια δύναμη 1.280 ανδρών, με επικεφαλής τους ταγματάρχες Σπυρίδη και Κουτρίδη, αποτελούμενη από αξιωματικούς της ΠΑΟ, ένα τμήμα της ομάδας του Κάππα[49] και μερικές ομάδες ενόπλων χωρικών, ξεκίνησε από την περιοχή της Νιγρίτας με προορισμό την Αλιστράτη, όπου έφθασε την επόμενη ημέρα, καταλαμβάνοντας με την είσοδό της όλες τις υπηρεσίες που είχαν εγκαταλείψει οι ΕΛΑΣίτες και οι Βούλγαροι παρτιζάνοι προ ολίγων ωρών.[50] Στις 26 Σεπτεμβρίου, όμως, οι δυνάμεις των τελευταίων περικύκλωσαν το χωριό, αποστέλλοντας τελεσίγραφο στους αντιπάλους τους. Εκείνοι αρνήθηκαν να παραδοθούν, με αποτέλεσμα στις 27 Σεπτεμβρίου να δεχτούν σφοδρή επίθεση, από την οποία βγήκαν ηττημένοι. Βέβαια, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι είχαν παρατάξει για την άμυνα του χωριού μόλις 150 άνδρες,[51] καθώς το βράδυ της 26ης Σεπτεμβρίου ο Σπυρίδης έλαβε διαταγή από τον Miller να εγκαταλείψει την Αλιστράτη και να κινηθεί μερικά χιλιόμετρα βορειοδυτικά.[52]

Για τον Miller –όπως και για το ΓΣΣΜΑ[53]– η ομάδα των Κουτρίδη - Σπυρίδη αποτελούσε «πρώτης τάξης στρατιωτική δύναμη» που θα μπορούσε να συνεισφέρει αποτελεσματικά στον αντικομμουνιστικό αγώνα της πρώην βουλγαροκρατούμενης περιοχής. Έτσι, όταν έμαθε από τον Συράκωφ για την κατάληψη της Αλιστράτης, φρόντισε να έλθει σε συμφωνία μαζί του, ώστε να διασφαλίσει ότι ο έλεγχος της πόλης θα παρέμενε προσωρινά στην ομάδα αυτή.[54] Επειδή, όμως, ήταν ευρέως γνωστό ότι ένας εκ των δύο επικεφαλής της ΠΑΟ, ο Σπυρίδης, είχε συνεργαστεί στενά με τους Γερμανούς, ο Miller αναγκάστηκε να του δώσει εντολή να παραδώσει τα όπλα του στον Κουτρίδη και να μετακινηθεί με το τμήμα του λίγα χιλιόμετρα βορειοδυτικά, αναμένοντας νεότερες οδηγίες.[55] Η εντολή, ωστόσο, φαίνεται ότι έφτασε στον παραλήπτη της, όπως είδαμε παραπάνω, τη στιγμή που μαινόταν η μάχη, στις 26 Σεπτεμβρίου, και γι’ αυτό τον λόγο πιθανόν να εγκατέλειψε την Αλιστράτη και το τμήμα του Κουτρίδη.[56]

Πού οφειλόταν, όμως, η καθυστερημένη μεταβίβαση των βρετανικών διαταγών προς τους επικεφαλής της ομάδας αυτής; Στις 24 Σεπτεμβρίου, την ημέρα, δηλαδή, που θα μεταβιβάζονταν στον Σπυρίδη οι οδηγίες του Miller, ολόκληρη η αποστολή της ΣΣΑ τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό από τους Βούλγαρους παρτιζάνους. Συγκεκριμένα, ο παλιός τους γνώριμος, ο Ράντεφ, προαγόμενος στην ανώτατη ιεραρχική βαθμίδα του βουλγαρικού παρτιζάνικου κινήματος, τους αιχμαλώτισε, απαγορεύοντάς τους να έχουν επαφή τόσο με τους εθνικιστές αντάρτες όσο και με το Κάιρο.[57] Τα μέλη της ΣΣΑ έμειναν σε αυτό το καθεστώς μέχρι τις 11 Οκτωβρίου 1944, προσπαθώντας παράλληλα να επισημάνουν στο Κάιρο τους κινδύνους που θα διέτρεχαν, όχι μόνο οι ίδιοι αλλά και οι πιστοί στην κυβέρνηση και τους Συμμάχους εθνικιστές αντάρτες, εάν το ΓΣΣΜΑ δεν προχωρούσε το συντομότερο στην επίσημη αναγνώρισή τους.[58]

Οι ιθύνοντες της βρετανικής πολιτικής, όμως, ακολούθησαν διαφορετική τακτική. Από τη μια, πίεζαν το Γ.Σ. του ΕΛΑΣ να επιληφθεί της κατάστασης που είχε δημιουργηθεί στην Αν. Μακεδονία[59] και, από την άλλη, αποφάσισαν να ανακαλέσουν από την περιοχή όλους τους Βρετανούς συνδέσμους, εκτός του Kitcat, η παραμονή του οποίου θεωρήθηκε απαραίτητη.[60] Αναμφίβολα, στη λήψη της συγκεκριμένης απόφασης επηρέασαν οι κινήσεις που έκανε με προσωπική του πρωτοβουλία ο Miller και οι αρνητικές –για τα βρετανικά συμφέροντα– συνέπειες που είχαν. Ο τελευταίος αναχώρησε αεροπορικώς από την Αν. Μακεδονία στις 8 Οκτωβρίου 1944, προκειμένου να λογοδοτήσει αυτοπροσώπως για τις πράξεις του. Για τον ίδιο ακριβώς σκοπό τον συνόδευσε και ο Riddle, ενώ την ίδια ημέρα αναχώρησαν και οι τρεις Έλληνες αξιωματικοί (Πετράκης, Χατζόπουλος και Σίντρος) «για λόγους προσωπικής ασφάλειας», καθώς και μερικοί άλλοι αξιωματικοί της ΣΣΑ.[61]

Από το δεύτερο δεκαήμερο του Οκτωβρίου 1944, η ένοπλη αναμέτρηση στην περιοχή περνάει σε ύφεση. Η είδηση της αποχώρησης των βουλγαρικών στρατευμάτων και της επικείμενης άφιξης στην περιοχή της κυβερνητικής αντιπροσωπείας ανάγκασε τις αντιμαχόμενες πλευρές να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα.[62] Στις 10 Οκτωβρίου ο Σαράφης διέταξε τα τμήματα του ΕΛΑΣ της Αν. Μακεδονίας να αποσύρουν τα περιοριστικά μέτρα έναντι των μελών της ΣΣΑ και να διακόψουν οποιαδήποτε επιθετική ενέργεια εναντίον των εθνικιστών[63] και ο Κωνσταντάρας με τη σειρά του οδηγήθηκε στη Δράμα, προκειμένου να μεσολαβήσει για την απελευθέρωση των Βρετανών αξιωματικών.[64]

Από την άλλη πλευρά, την έναρξη των διαπραγματεύσεων συμφιλίωσης επιζητούσε και το Κάιρο. Η απάντηση που έλαβε ο Kitcat από τους Βρετανούς αξιωματούχους του Καΐρου, όταν τους πληροφόρησε για την απελευθέρωσή του στις 11-12 Οκτωβρίου, ήταν να καταβάλει, μέχρι την επικείμενη άφιξη του Keown-Boyd και της ομάδας του, κάθε δυνατή προσπάθεια για να αποτρέψει τον εμφύλιο μεταξύ των αντιμαχόμενων οργανώσεων.[65] Έτσι, και ο Kitcat αποφάσισε να πάει στην Καβάλα, προκειμένου να διαπραγματευτεί με τους ιθύνοντες του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ τους όρους της συμφιλίωσης.

Έπειτα από συζητήσεις που πραγματοποιήθηκαν σε φιλική ατμόσφαιρα, συμφώνησαν στα εξής σημεία: ο ΕΛΑΣ αναγνώρισε το δικαίωμα της ΣΣΑ να συνεργαστεί με τους εθνικιστές αντάρτες, παρότι για εκείνον εξακολουθούσαν να θεωρούνται εχθρική δύναμη, και υποσχέθηκε να μην καταστήσει ξανά τη ΣΣΑ αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης στον τύπο,[66] ενώ ο Kitcat δεσμεύτηκε να προβεί σε διαβεβαιώσεις ότι δεν υπήρξε ποτέ γραπτή συμφωνία μεταξύ ΕΛΑΣ και Βουλγάρων, καθώς και να αποτρέψει την εκδήλωση κάποιας επιθετικής ενέργειας των εθνικιστών εναντίον του ΕΛΑΣ.[67]

Στις 17 Οκτωβρίου 1944, οι ηγέτες των δύο ελληνικών αντάρτικων σχηματισμών υποδέχτηκαν στο αεροδρόμιο του Αμυγδαλεώνα Καβάλας τους τρεις εκπροσώπους της ελληνικής κυβέρνησης (Μιλτιάδης Πορφυρογένης, Λάμπρος Λαμπριανίδης και Αλέκος Κωστόπουλος), που έφτασαν αεροπορικώς, συνοδευόμενοι από τον συνταγματάρχη Πρόκο, τον αντισυνταγματάρχη Χωροφυλακής Τσαλαμιδά, τον λοχαγό Η. Χαραλάμπους, τον λοχαγό Παλαιολογόπουλο, τον νέο αρχηγό της ΣΣΑ, συνταγματάρχη Keown-Boyd, και μια ομάδα Βρετανών αλεξιπτωτιστών.[68] Αυτή καθαυτή η σύμπραξη των αντιστασιακών οργανώσεων στην υποδοχή μιας ομάδας επίσημα αναγνωρισμένων αξιωματούχων της ελληνικής κυβέρνησης, που κατέφθασε στην περιοχή με κύριο σκοπό «να εμπεδώση την τάξιν»,[69] προμήνυε τότε όλο και πιο ελπιδοφόρα το τέλος του ακήρυχτου εμφύλιου σπαραγμού.

Αφού η κυβερνητική αντιπροσωπεία εγκαταστάθηκε στην πόλη της Δράμας, όπου είχαν την έδρα τους η Στρατιωτική Διοίκηση και η ΣΣΑ, έκανε μια σύντομη περιοδεία σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Αν. Μακεδονίας και Θράκης, σφυγμομετρώντας και εμψυχώνοντας τον ελληνικό λαό.[70] Στη συνέχεια, προχώρησε στην εφαρμογή του σχεδίου της για τη συμφιλίωση των δύο παρατάξεων. Τα τμήματα των εθνικιστών αναγνωρίστηκαν επίσημα με το όνομα «VII Συνοριακός Τομέας» και διατάχθηκαν να περιοριστούν σε μια ζώνη βορείως της Δράμας, με σκοπό να φρουρήσουν τα σύνορα και να μεριμνήσουν για την ασφάλεια των κατοίκων της μεθορίου, ενώ στη δικαιοδοσία της VI Μεραρχίας του ΕΛΑΣ πέρασε όλη η υπόλοιπη ζώνη από τον Στρυμόνα μέχρι τον Έβρο, με όλες τις πόλεις και τις συγκοινωνίες.[71] Αναγνωρίστηκε η συνεργασία των Κουτρίδη και Σπυρίδη με τους Γερμανούς και δόθηκε εντολή αμφότεροι να συλληφθούν ως δωσίλογοι και να οδηγηθούν στην Αθήνα. Εκεί, επίσης, όφειλαν να σταλούν και οι Φωστηρίδης και Σφέτσιος, προκειμένου να λογοδοτήσουν για το σύμφωνο με τον Συράκωφ ενώ, τέλος, αποκηρύχθηκαν και «αι ομάδες του Καπετάν Βαγγέλη [ενν. Καρανάσιου] και Καραπαναγιώτη».[72]

Όλα έδειχναν να βαίνουν αισίως, παρά τις όποιες ενστάσεις πρόβαλλε κατά καιρούς η κάθε πλευρά προς την κυβερνητική αντιπροσωπεία και τη ΣΣΑ. Οι αντιμαχόμενες ομάδες παρέμεναν εντός των υπαγορευμένων γεωγραφικών τους ορίων, με αποτέλεσμα και οι εναπομείναντες Kitcat και Shenow να αποχωρήσουν από την περιοχή της Αν. Μακεδονίας στις 15 Νοεμβρίου, παίρνοντας μαζί τους και τους Φωστηρίδη, Κουτρίδη και Σπυρίδη.[73] Μάλιστα, από τον Κωνσταντάρα μαθαίνουμε ότι ο ίδιος, ο Πρόκος και ο Κωστόπουλος μετέβησαν στην Καλλίφυτο για να υπογράψουν με τους αρχηγούς των εθνικιστών μια «πρόχειρη συμφωνία καλής θελήσεως», σχετικά με την προστασία των συγγενών των ανταρτών που βρίσκονταν στην αντίπαλη ζώνη.[74]

Για άλλη μια φορά αποδείχθηκε, όμως, ότι η «συγκατοίκηση» των δύο εχθρικών ένοπλων ομάδων δεν συνιστούσε λύση για καμία από τις δύο. Η ειρήνη στην περιοχή θα μπορούσε πιθανόν να διατηρηθεί βραχυπρόθεσμα μόνο στην περίπτωση εκείνη που αμφότερες χαρακτηρίζονταν από την ίδια δύναμη ισχύος. Τη δεδομένη χρονική στιγμή, η μία ήταν εμφανώς ισχυρότερη από την άλλη, τόσο στρατιωτικά όσο και πολιτικά. Οι αντάρτες της ΕΑΟ είχαν αποδυναμωθεί από τις προηγηθείσες μάχες –φανερώνοντας, παράλληλα, και τις αντικειμενικές τους αδυναμίες– σε τέτοιον βαθμό ώστε στις αρχές του Νοεμβρίου 1944 συνιστούσαν –όπως γράφει και ο Κωνσταντάρας– «μονάχα μια μικρή εθνικιστική νησίδα βορείως της Δράμας μέσα στην απέραντη θάλασσα της ΕΑΜοκρατίας».[75] Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ είχαν ήδη υπό τον έλεγχό τους τη Θεσσαλονίκη[76] και το Κιλκίς.[77]

Αναμφίβολα, και η προσπάθεια του Καΐρου να ελέγξει την έκρυθμη κατάσταση που είχε δημιουργηθεί, αντικαθιστώντας εκείνους που επί έναν ολόκληρο χρόνο βρίσκονταν στο πλευρό των εθνικιστών, δηλαδή τους Miller και Kitcat, έφερε τους εθνικιστές αντάρτες σε ακόμη πιο μειονεκτική θέση. Αξίζει να σημειωθεί, εξάλλου, ότι η δυσαρέσκεια των εθνικιστών οπλαρχηγών ως προς τον τρόπο που ασκούνταν η αγγλική πολιτική στην περιοχή εκφράστηκε για πρώτη φορά κατά την περίοδο εκείνη που το Κάιρο άρχισε να παίρνει την κατάσταση στον έλεγχό του.[78] Τέλος, δεν αποκλείεται να ήταν επιζήμια για το ηθικό των εθνικιστών ανταρτών και η απομάκρυνση του Γενικού τους Αρχηγού.

Στις 28 Νοεμβρίου 1944, η VI Μεραρχία του ΕΛΑΣ πήρε έγκριση από την Ομάδα Μεραρχιών να διαλύσει τα τμήματα των εθνικιστών και την 1η Δεκεμβρίου –παραμονές των «Δεκεμβριανών»– κινητοποιήθηκαν για τον σκοπό αυτό ισχυρές δυνάμεις. Στις μάχες που ακολούθησαν καθ’ όλη τη διάρκεια του Δεκεμβρίου «νικητές» αναδείχθηκαν οι ΕΛΑΣίτες.[79] Όσοι εθνικιστές επέζησαν, είτε αιχμαλωτίστηκαν, όπως ο Παπαθανασίου, ο Ρούμπος κ.ά., είτε πέρασαν στην «παρανομία» μέχρι την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας, όπως η πλειονότητα των Ποντίων οπλαρχηγών, είτε απαρνήθηκαν τις ιδεολογικές τους πεποιθήσεις και προσχώρησαν στον ΕΛΑΣ, όπως ο «καπεταν-Γεώργης»[80] και ο «καπετάν-Σόφης».[81] Αν και θα μπορούσαμε να επικαλεστούμε πλήθος αφορμών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν τον ΕΛΑΣ στην εξόντωση των ΕΑΟ, η πραγματική αιτία σχετίζεται αποκλειστικά και μόνο με το θέμα της ολοκληρωτικής κυριαρχίας στην περιοχή της Αν. Μακεδονίας και της Δ. Θράκης. Όπως, έξαλλου, τόνιζε ένα από τα μέλη του Π.Γ. του ΚΚΕ, ο Στέργιος Αναστασιάδης, στους Βούλγαρους συντρόφους του στη Σόφια, όταν μετέβη εκεί τον Νοέμβριο του 1944, «ο Τσαούς Αντών ακόμη αντιστέκεται λυσσαλέα κι εμείς σκεφτόμαστε να λογαριαστούμε μαζί του».[82]

 

  1. Σπυρίδων Σφέτας, Εισαγωγή στη Βαλκανική Ιστορία, τ. Β', Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2011, σ. 272-275.
  2. Βασίλης Τζανακάρης, Η Ελλάδα φλέγεται, Μεταίχμιο, Αθήνα 2016, σ. 311.
  3. Σημαίνει «Άσπρη Θάλασσα». Έτσι αποκαλούσαν οι Βούλγαροι τα εδάφη της κατεχόμενης Ανατολικής Μακεδονίας και της Δυτικής Θράκης.
  4. Τάσος Χατζηαναστασίου, «Ομάδες ένοπλης αντίστασης στη βουλγαρική Κατοχή της Ανατολικής Μακεδονίας και Δυτικής Θράκης, 1941-1944», ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1998, σ. 400-402.
  5. Κώστας Κωνσταντάρας, Αγώνες και διωγμοί, Αθήνα 1964, σ. 248.
  6. Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ), Κ. 430, Φ. 26/5/13, «Ιστορικές Σημειώσεις για την δράση του 21ου συν/τος στη διάρκεια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα», 12.5.1964· Κωνσταντάρας, ό.π., σ. 248 και 298.
  7. Κωνσταντάρας, ό.π., σ. 248. Στην έκθεση του Ερυθριάδη προς το Μ.Γ. με ημερομηνία 23.9.1944 ο αριθμός των ενόπλων του ΕΛΑΣ υπολογίζεται ότι ξεπερνάει τους 6.000 (ΑΣΚΙ, Κ. 416, Φ. 23/9/20 «Έκθεσις του Πέτρου, Γ. Ερυθριάδη, στο Μακεδονικό Γραφείο» 15/10/1944).
  8. ΑΣΚΙ, Φ. 23/9/8-9, ό.π.
  9. O Guy Micklethwait (“Mick the Miller”), ως αρχηγός της Βρετανικής Αποστολής στη βουλγαροκρατούμενη Ελλάδα, κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων στη Σόφια παρουσίασε μια δύναμη περίπου 2.000 ανταρτών (The National Archives, HS 5/634, “Report by Major G. Micklethwait on activities in Western Epiros and Thrace, March 1943 - October 1944”, Δεκέμβριος 1944, σ. 32), ενώ με τον αριθμό αυτό φαίνεται να συμφωνεί και ο συνταγματάρχης Παπανικολόπουλος (αταξινόμητο υλικό της Διεύθυνσης Εφέδρων Πολεμιστών Αγωνιστών Θυμάτων και Αναπήρων Πολέμου [ΔΕΠΑΘΑ], που προήλθε από την έρευνα του Στράτου Δορδανά, «Ταξίαρχος Παπαθανασίου (περί Φωστηρίδη)», 23.6.1952).
  10. Αρχείο Δημητρίου Μυλωνά, που προήλθε από την έρευνα του Στράτου Δορδανά, «Ημερολόγιο βουνού»· Παρμενίων Παπαθανασίου, Για τον ελληνικό βορρά, Παπαζήσης, Αθήνα 1997, σ. 689-690· Παναγιώτης Τσιακιρίδης, Τα απομνημονεύματα του καπετάν Μπάρμπα Θόδωρου, Πελασγός, Αθήνα 2019, σ. 229-231.
  11. Δημήτριος Καραϊσαρλής, 1941-1944, σκληροί αγώνες και μεγάλες θυσίες, Ορίζων, Αθήνα 1996, σ. 265-266· Παπαθανασίου, ό.π., σ. 693-694· ΔΕΠΑΘΑ, «Έκθεσις Φωστηρίδη», 19 Ιουνίου 1949.
  12. Παπαθανασίου, ό.π., σ. 687.
  13. HS 5/634, “Report by Major G. Micklethwait...”, ό.π., σ. 101.
  14. Παπαθανασίου, ό.π.
  15. Έτσι αποκαλούνταν το δάσος της Ελατιάς, βόρεια της Δράμας, στα σύνορα με τη Βουλγαρία, μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1920.
  16. Με τη συγκεκριμένη τουρκική ονομασία, που σημαίνει «μέγα δάσος» εξακολουθεί να είναι γνωστό το παραποτάμιο δάσος που απλώνεται γύρω από τις όχθες του ποταμού Νέστου.
  17. Τάσος Χατζηαναστασίου, Αντάρτες και καπετάνιοι, Αφοί Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2016, σ. 180-181.
  18. Παπαθανασίου, ό.π., σ. 688.
  19. Στο ίδιο, σ. 688-689.
  20. Στο ίδιο.
  21. HS 5/634, “Report by Major G. Micklethwait...”, ό.π., σ. 23.
  22. Παπαθανασίου, ό.π., σ. 689.
  23. HS 5/634, “Report by Major G. Micklethwait…”, ό.π.· Παπαθανασίου, ό.π.
  24. Βάιος Καλογρηάς, Το αντίπαλο δέος. Οι εθνικιστικές οργανώσεις αντίστασης στην κατεχόμενη Μακεδονία (1941-1944), University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2012, σ. 328-329.
  25. Παπαθανασίου, ό.π., σ. 689.
  26. Στο ίδιο, σ. 690· Τσιακιρίδης, ό.π., σ. 230.
  27. The National Archives, HS 5/317 “A history of Triatic Mission”, 8 Νοεμβρίου 1944· Παπαθανασίου, ό.π., σ. 698-699· Καραϊσαρλής, ό.π., σ. 282-283· ΔΕΠΑΘΑ, «Έκθεσις του αρχηγού της Εθνικής Οργανώσεως Ελλήνων Ανταρτών Ανατολικής Μακεδονίας Θράκης προς το Γενικόν Επιτελείον Στρατού», 18.8.1945, σ. 7.
  28. HS 5/634, “Report by Major G. Micklethwait...”, ό.π., σ. 32-33.
  29. ΔΕΠΑΘΑ, «Επίσημα πρακτικά των συνεδριάσεων της Βουλής (Δ' Αναθεωρητική)», Τετάρτη 26 Ιουνίου 1946· Καραϊσαρλής, ό.π., σ. 284.
  30. Βασίλης Χατζηθεοδωρίδης, Η χειμαζόμενη Αν. Μακεδονία - Θράκη 1940-1944 μέσα από τον Τύπο της Κατοχής, ιδιωτική έκδοση, Δράμα 2007, σ. 177-178.
  31. ΓΑΚ ΑΝΚ ΑΒΕ 7, ΑΣΕ 2, «Σύμφωνο Αντών Τσαούς - Σιράκωφ» (στην ελληνική, γαλλική και βουλγαρική), 18.9.1944· HS 5/634, “Report by Major G. Micklethwait...”, ό.π., σ. 33· Κωνσταντάρας, ό.π, σ. 273-274.
  32. Κωνσταντάρας, ό.π., σ. 264· HS 5/634, “Report by Major G. Micklethwait...”, ό.π., σ. 35.
  33. Κωνσταντάρας, ό.π., σ. 264-265, Καραϊσαρλής, ό.π., σ. 285.
  34. The National Archives, HS 5/634, “Report by Major T. Kitcat. 10th Jan to 15 Nov 1944”, Δεκέμβριος 1944, σ. 46· Κωνσταντάρας, ό.π., σ. 265.
  35. Κωνσταντάρας, ό.π.· Καραϊσαρλής, ό.π., σ. 286.
  36. Κωνσταντάρας, ό.π., σ. 266· Καραϊσαρλής, ό.π.· Αντώνιος Φωστηρίδης, Εθνική Αντίστασις, 1941-1945, Αρχύτας, Αθήνα 2018, σ. 701· HS 5/634, “Report by Major T. Kitcat…”, ό.π.
  37. Φωστηρίδης, ό.π., σ. 362.
  38. HS 5/634, “Report by Lt. D. E. Shenow...”, ό.π., σ. 64.
  39. Κωνσταντάρας, ό.π., σ. 266.
  40. Λίγο αργότερα θα εκτελεστεί.
  41. Κωνσταντάρας, ό.π.· HS 5/634, “Report by Lt. D. E. Shenow...”, ό.π., σ. 64-65, ΑΣΚΙ, Φ. 26/5/3, ό.π.
  42. Κωνσταντάρας, ό.π., σ. 266-267.
  43. Τζανακάρης, ό.π., σ. 327.
  44. Κωνσταντάρας, ό.π., σ. 268.
  45. Κωνσταντάρας, ό.π.· Καραϊσαρλής, ό.π., σ. 290· Τσιακιρίδης, ό.π., σ. 234-236.
  46. Καραϊσαρλής, ό.π., σ. 291.
  47. Καραϊσαρλής, ό.π., σ. 302· ΔΕΠΑΘΑ, «Έκθεσις Φωστηρίδη», ό.π.
  48. Κωνσταντάρας, ό.π., σ. 269.
  49. Διέσχισε τον ποταμό Στρυμόνα στις 11 Σεπτεμβρίου. Bλ. «Ημερολόγιο Βουνού», Αρχείο Δ. Μυλωνά, ό.π.
  50. Στο ίδιο, ό.π.· Παπαθανασίου, ό.π., σ. 705-706.
  51. «Ημερολόγιο Βουνού», ό.π. Από τον Δ. Μυλωνά έχουμε την πληροφορία ότι είχαν παραμείνει και περίπου 150 Βούλγαροι για να εξασφαλίσουν την προστασία των βουλγαρικών οχημάτων. Από τον Κωνσταντάρα μαθαίνουμε ότι η δύναμη αυτή συμμετείχε ενεργά στη μάχη στο πλευρό των εθνικιστών ανταρτών· Κωνσταντάρας, ό.π., σ. 269.
  52. Στο ίδιο.
  53. Χατζηαναστασίου, «Ομάδες ένοπλης αντίστασης...», ό.π., σ. 348-349.
  54. HS 5/634, “Report by Major G. Micklethwait...”, ό.π., σ. 35.
  55. Στο ίδιο, σ. 35-36.
  56. 56 Αρχείο Δ. Μυλωνά, ό.π.
  57. HS 5/634, “Report by Major G. Micklethwait...”, ό.π., σ. 36· FO 371/43693/R16026, Boxshall προς Laskey, 4 Οκτωβρίου 1944, στο Μαρία Σπηλιωτοπούλου - Προκόπης Παπαστράτης, Χρονολόγιο γεγονότων 1940-1944 από τα έγγραφα του Βρετανικού Υπουργείου των Εξωτερικών Foreign Office 371, τ. Β', Ακαδημία Αθηνών, Αθήνα 2002, σ. 593-594.
  58. FO 371/43693/R15951, Boxshall προς Laskey, 5 Οκτωβρίου 1944, στο ίδιο, σ. 588.
  59. FO 371/43693/R16218, Force 133 προς Γενικό Στρατηγείο Ε.Λ.Α.Σ., 29 Σεπτεμβρίου 1944, στο ίδιο, σ. 618· Καραϊσαρλής, ό.π., σ. 288.
  60. FO 371/43693/R15472, Boxshall προς Laskey, 27 Σεπτεμβρίου 1944, στο Σπηλιωτοπούλου - Παπαστράτης, ό.π., σ. 596.
  61. HS 5/634, “Report by Major G. Micklethwait...”, ό.π., σ. 37.
  62. Είναι αξιοσημείωτο ότι η είδηση για το «προδοτικό» σύμφωνο «Φωστηρίδη - Συράκωφ» δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στον ΕΑΜικό τύπο της περιοχής σχεδόν ένα μήνα αργότερα, συγκεκριμένα λίγες μόλις ημέρες νωρίτερα από την άφιξη της κυβερνητικής αντιπροσωπίας· εφ. Ελευθερία, 13 Οκτωβρίου 1944 και εφ. Νίκη, 14 Οκτωβρίου 1944.
  63. FO 371/43694/R17120, Boxshall προς Laskey, 20 Οκτωβρίου 1944, στο Σπηλιωτοπούλου - Παπαστράτης, ό.π., σ. 679.
  64. Κωνσταντάρας, ό.π., σ. 276.
  65. The National Archives, HS 5/316, Secret Cipher Telegram from SFU HQ 3 Corps to C in C Middle East, 13.10.1944.
  66. HS 5/634 “Report by Major T. Kitcat...”, ό.π., σ. 48.
  67. FO 371/43694/R17214, Boxshall προς Laskey, 23 Οκτωβρίου 1944, στο Σπηλιωτοπούλου - Παπαστράτης, ό.π., σ. 690.
  68. HS 5/634 “Report by Major T. Kitcat...”, ό.π., σ. 48-49· Καραϊσαρλής, ό.π., σ. 302-303· Κωνσταντάρας, ό.π. σ. 280-281.
  69. ΔΕΠΑΘΑ, ό.π., «Επίσημα πρακτικά των συνεδριάσεων της Βουλής (Δ' Αναθεωρητική)», Τετάρτη 26 Ιουνίου 1946.
  70. Κωνσταντάρας, ό.π., σ .281-283.
  71. Στο ίδιο, σ. 289 και 293· Καραϊσαρλής, ό.π., σ. 304-305.
  72. Κωνσταντάρας, ό.π., σ. 290· ΔΕΠΑΘΑ, Νομαρχία Ροδόπης προς τους Δήμους και Κοινότητας του Νομού Ροδόπης, 2 Νοεμβρίου 1944.
  73. HS 5/634 “Report by Major T. Kitcat...”, ό.π., σ. 49.
  74. Κωνσταντάρας, ό.π., σ. 296.
  75. Στο ίδιο, σ. 293.
  76. Βαγγέλης Κωστούδης, Η ΕΑΜική αντίσταση και ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας στην περιοχή των Σερρών, 1940-1949, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2010, σ. 86-88.
  77. Στράτος Δορδανάς, «Η πιο “μεγάλη ημέρα” του κατοχικού εμφυλίου στη Κεντρική Μακεδονία: Η μάχη του Κιλκίς, 4.11.1944», Κλειώ, 3 (2006), 17-33.
  78. FO 371/43694/R17120, Boxshall προς Laskey, 20 Οκτωβρίου 1944, στο Σπηλιωτοπούλου - Παπαστράτης, ό.π., σ. 650-651.
  79. Ο Κωνσταντάρας υπολογίζει ότι στην πρώτη φάση των συγκρούσεων (1-4 Δεκεμβρίου 1944) έχασαν τη ζωή τους περισσότεροι από 650 Έλληνες αντάρτες. 150 ανήκαν στον ΕΛΑΣ και 500 στις Εθνικές Ομάδες· Κωνσταντάρας, ό.π., σ. 307.
  80. Μάλλον πρόκειται για τον Γιώργο Κουφοστάμο.
  81. Κωνσταντάρας, ό.π., σ. 308.
  82. Φοίβος Οικονομίδης, Η διεθνής συγκυρία και το ΚΚΕ, 1939-1954, ΚΨΜ, Αθήνα 2020, σ. 101.