Μια πρότυπη διαχείριση προσφύγων
Χάρις Μαραντζίδου
Fitzpatrick Sheila, Lost Souls: Soviet Displaced Persons and the Birth of the Cold War, Princeton University Press, Πρίνστον 2024, σελ. 352
Στο παρόν βιβλίο η διεθνώς αναγνωρισμένη ιστορικός της Σοβιετικής Ένωσης, Sheila Fitzpatrick, επικεντρώνεται στην πρώιμη ψυχροπολεμική περίοδο, καταγράφοντας την ιστορία των εκατομμυρίων προσφύγων, εκτοπισμένων (DPs) και αιχμαλώτων πολέμου (POWs) από την Ανατολική Ευρώπη και τη Σοβιετική Ένωση. Πρόκειται για το τρίτο κατά σειρά βιβλίο στο οποίο η Fitzpatrick εξερευνά διαφορετικές πτυχές της μαζικής εξόδου από τη Σοβιετική Ένωση στον απόηχο του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.[1] Στην τελευταία μονογραφία αναπτύσσει μια ευρεία αλλά συνάμα διεισδυτική αφήγηση, η οποία καταφέρνει να ενώσει την προσφυγική ιστορία της μεταπολεμικής Ευρώπης με το ιστοριογραφικό πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου. Βασικό χαρακτηριστικό του έργου της είναι η αξιοποίηση πλούσιου πρωτογενούς υλικού, το οποίο εκτείνεται από κρατικά και διεθνή θεσμικά αρχεία έως προφορικές μαρτυρίες. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζει το ιδιαίτερα ενδιαφέρον προσωπικό αρχείο του συζύγου της, Michael Danos, ή Mishka, όπως αναφέρεται στο βιβλίο, του οποίου η προσωπική ιστορία αποτελεί κεντρικό αφηγηματικό άξονα και στα τρία τελευταία συγγράμματα.
Παρά την εκτενή βιβλιογραφία σχετικά με τις συνθήκες που οδήγησαν στο ξέσπασμα του Ψυχρού Πολέμου, η Fitzpatrick μας θυμίζει ότι το ζήτημα του επαναπατρισμού των εκατομμυρίων εκτοπισμένων στα στρατόπεδα της κεντρικής Ευρώπης παραμένει, σε μεγάλο βαθμό, στο περιθώριο της συζήτησης. Μέσα από την έρευνά της, η Fitzpatrick χαρτογραφεί τη μαζική μετακίνηση εκατομμυρίων ανθρώπων από τη Σοβιετική Ένωση στα στρατόπεδα της Γερμανίας και της Αυστρίας και, τελικά, πέρα από τα σύνορα της Ευρώπης. Με την ολοκλήρωση του πολέμου, η διαχείριση του εκτοπισμένου πληθυσμού αναδείχτηκε σε κρίσιμο ερώτημα, χωρίς όμως άμεση απάντηση. Όπως φαίνεται στο βιβλίο, η σοβιετική κυβέρνηση, αντιμετωπίζοντας τους πολίτες της ως ιδιοκτησία, απαίτησε τον γρήγορο επαναπατρισμό των «χαμένων ψυχών». Ωστόσο, η μαζική άρνησή τους να επιστρέψουν στη Σοβιετική Ένωση δημιούργησε την ανάγκη ανάπτυξης νέων μηχανισμών για τη διαχείριση ενός τόσο μεγάλου πληθυσμού (δέκα εκατομμυρίων περίπου). Θεσμοί όπως η UNRRA και ο Διεθνής Οργανισμών Προσφύγων (IRO), που τη διαδέχθηκε μετά το 1946, ανέλαβαν το μεγαλύτερο βάρος της παροχής και διαχείρισης ανθρωπιστικής βοήθειας. Όμως οι δραστηριότητές τους συνέβαλαν στη δημιουργία τριβών και παρεξηγήσεων μεταξύ των άλλοτε συμμάχων. Όσο οι σχέσεις σταδιακά κατέρρεαν, τόσο οι βρετανικές και οι αμερικανικές αρχές αποδείχθηκαν απρόθυμες να διευκολύνουν την αναγκαστική επιστροφή εκατομμυρίων ανθρώπων. Για τον Στάλιν και τη σοβιετική κυβέρνηση, ωστόσο, αυτή η άρνηση ισοδυναμούσε με «κλοπή» από τη Σοβιετική Ένωση, ενώ παράλληλα υπονόμευε το κυρίαρχο δικαίωμά της πάνω στους πολίτες της.
Με αυτόν τον τρόπο, η δυναμική του Ψυχρού Πολέμου, μας εξηγεί η Fitzpatrick, προσέδωσε στο προσφυγικό ζήτημα μια νέα επιτακτική πολιτική διάσταση. Μέσα σε εφτά περίπου χρόνια, πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι εγκαταστάθηκαν σε χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Αυστραλία, ο Καναδάς και οι χώρες τις Λατινικής Αμερικής. Για τη συγγραφέα, το εγχείρημα ήταν αναμφισβήτητα επιτυχημένο. Πώς εξηγείται όμως η επιτυχής και συνάμα ταχεία διαχείριση, ιδιαίτερα δεδομένου του μεγέθους της; Η Fitzpatrick περιγράφει πως ο όρος «εκτοπισμένος» απέκτησε νέα σημασία μετά την οριστική ρήξη. Ενώ μέχρι το 1947 αφορούσε κυρίως τα θύματα του ναζισμού και του πολέμου, με το ξέσπασμα του Ψυχρού Πολέμου ο όρος αναπροσαρμόστηκε και τελικά συνδέθηκε με τα «θύματα του κομμουνισμού» (σ. 2, 156, 177). Ανάμεσά τους, βεβαίως, υπήρχαν και πολλοί πρώην συνεργάτες των Ναζί. Παράλληλα, το νέο γεωπολιτικό πλαίσιο επέτρεψε την άμεση και ταχεία εμπλοκή του αμερικανικού Κογκρέσου υπέρ των εκτοπισμένων. Μετά το 1947, Βρετανοί και Αμερικανοί αξιωματούχοι διέταξαν το πάγωμα των διαδικασιών επαναπατρισμού. Η Σοβιετική Αποστολή Επαναπατρισμού και οι δράσεις της απαγορεύτηκαν από τις δυτικές ζώνες κατοχής, ενώ οι ΗΠΑ, μέσω νομοθετικών ρυθμίσεων, ενέκριναν μεγάλα χρηματικά ποσά, ενισχύοντας τις προσπάθειες μετεγκατάστασης εκτός της Ευρώπης. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε o Robert Jackson, πρώην αξιωματούχος της UNRRA, «πολεμήσαμε τον Στάλιν για τους εκτοπισμένους» (σ. 18).
Η επανεγκατάσταση, ωστόσο, δεν ήταν καθόλου ομαλή. Παρά την άμεση ανάγκη για εργατικό δυναμικό στις αρχές τις δεκαετίας του 1950, πολλές δυτικές χώρες δίστασαν να ανοίξουν τα σύνορά τους σε πρόσφυγες και εκτοπισμένους από την Ανατολική Ευρώπη. Η συσχέτισή τους με την ΕΣΣΔ προσέθεσε ένα ακόμη εμπόδιο, καθώς, υπό τον φόβο της κομμουνιστικής διείσδυσης, τα κριτήρια μετεγκατάστασης περιορίστηκαν σημαντικά. Παράγοντες όπως η ηλικία, το μορφωτικό επίπεδο, το επάγγελμα και η οικογενειακή κατάσταση μπορούσαν να καθορίσουν την τύχη του καθενός. Επιπλέον, όπως αποδείχθηκε αργότερα, δεν είχαν όλοι την ίδια μεταχείριση. Η καταγωγή και η υπηκοότητα έπαιξαν καθοριστικό ρόλο. Όσοι προέρχονταν από περιοχές εντός των αρχικών συνόρων της ΕΣΣΔ είχαν περισσότερες πιθανότητες να επαναπατριστούν. Αντίθετα, όσοι κατάγονταν από εδάφη που προσαρτήθηκαν στη Σοβιετική Ένωση στη διάρκεια του πολέμου, όπως οι Βαλτικές χώρες και η δυτική Ουκρανία, είχαν το δικαίωμα να αρνηθούν τον επαναπατρισμό. Στην ίδια κατηγορία εντάσσονταν και οι Ρώσοι εμιγκρέδες που είχαν φύγει από το 1920 και δεν διέθεταν σοβιετική υπηκοότητα. Ταυτόχρονα, οι πρόσφυγες από τις Βαλτικές χώρες τύγχαναν ευνοϊκότερης μεταχείρισης σε σχέση με άλλες εθνικότητες λόγω της καταγωγής τους, γεγονός που θύμιζε ρητορικές της ναζιστικής περιόδου. Όπως μας εξηγεί η Fitzpatrick, χιλιάδες άνθρωποι, στην προσπάθειά τους να καθορίσουν το μέλλον τους, άλλαξαν την ταυτότητα τους, εκμεταλλευόμενοι τα «παραθυράκια» του συστήματος. Για παράδειγμα, Ουκρανοί από τη ανατολική Ουκρανία ισχυρίζονταν ότι κατάγονταν από τη δυτική και ότι διατηρούσαν πολωνική υπηκοότητα από τον Μεσοπόλεμο. Είτε από άγνοια είτε από σιωπηρή συναίνεση, οι διεθνείς αρχές αποδέχτηκαν την ταυτοτική ρευστότητα. Εξάλλου, ήταν περίπλοκο να αποδείξουν το αντίθετο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτέλεσε η σύγχυση μεταξύ των Λευκών Ρώσων –όρος που αναφερόταν στους υποστηρικτές του Λευκού Στράτου κατά τη διάρκεια του Ρωσικού Εμφυλίου–και των Λευκορώσων, δηλαδή όσων κατάγονταν από τη Σοβιετική Δημοκρατία της Λευκορωσίας (σ. 187).
Tο Lost Souls συνεισφέρει ιστοριογραφικά σε πολλαπλά επίπεδα. Η συγγραφέας καταφέρνει να συνδέσει την κοινωνική ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης και του Ψυχρού Πολέμου –το πεδίο που την καθιέρωσε– με εκείνη των εκτοπισμένων, ενώ παράλληλα περιγράφει μέσα από μια νέα οπτική τη σύνθετη διαμόρφωση του διεθνούς ανθρωπιστικού πλαισίου στα τέλη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Όπως καταλήγει, η ιστορία των εκτοπισμένων που αφηγείται το βιβλίο συνιστά εξαίρεση στις συνήθεις καταγραφές της προσφυγικής διαχείρισης. Η επιτυχία της όμως δεν οφείλεται στην ικανότητα του μεταπολεμικού ανθρωπιστικού συστήματος να δώσει λύσεις στο μαζικό προσφυγικό ζήτημα, αλλά στην πολιτική και ιδεολογική δέσμευση της Δύσης, και κυρίως των ΗΠΑ, ενάντια στη Σοβιετική Ένωση. Με αυτόν τον τρόπο, η Fitzpatrick αναδεικνύει το πώς, τελικά, η επίλυση του ζητήματος των εκτοπισμένων είχε μια ξεκάθαρη ψυχροπολεμική χροιά.
- Τα άλλα δύο είναι τα Sheila Fitzpatrick, Mischka’s War: A Story of Survival from War-Torn Europe to New York, I.B. Tauris, Λονδίνο 2017, και Sheila Fitzpatrick, White Russians, Red Peril: A Cold War History of Migration to Australia, La Trobe University Press, Κάρλτον 2021. ↑
