Μεταβάσεις: ρήξεις και συνέχειες

Μαρία Πανταζή

Paris Papamichos-Chronakis, The Business of Transition. Jewish and Greek Merchants of Salonica from Ottoman to Greek Rule, Standford University Press, Στάνφορντ, Καλιφόρνια, 2024, σελ. 416

Η μελέτη της μετάβασης από τις αυτοκρατορίες στα εθνικά κράτη κατά τον 19ο και τον 20ό αιώνα, στα εδάφη της Οθωμανικής και της Αψβουργικής αυτοκρατορίας, και η μελέτη των σχηματισμών εθνικών και πολιτισμικών ταυτοτήτων των ιστορικών υποκειμένων στο μεταβατικό αυτό πλαίσιο, αποτελεί εδραιωμένο πεδίο στην ιστορική έρευνα. Ειδικότερα, η Θεσσαλονίκη και η μετάβαση της πόλης από την οθωμανική στην ελληνική διοίκηση έχει αναδειχθεί σε χαρακτηριστική περίπτωση μελέτης στην ανατολική Μεσόγειο, εξαιτίας των ραγδαίων μεταβολών στη δημογραφία, τη χωροταξία και την οικονομία της πόλης, αλλά και των μεταβολών σε επίπεδο διακοινοτικών και ενδοκοινοτικών, διαταξικών και ενδοταξικών, και εντέλει διαπροσωπικών σχέσεων μεταξύ των κατοίκων της –ιδιαίτερα μεταξύ των χριστιανών Ελλήνων και των Εβραίων– κατά την περίοδο του μεσοπολέμου. Με το The Business of Transition, o Πάρις Παπαμίχος-Χρονάκης συμβάλλει στην ανανέωση των παραπάνω ιστοριογραφικών διαλόγων, υπερβαίνοντας τη γραμμική ανάλυση –και τελεολογία– του παγιωμένου σχήματος στην ελληνική και ευρωπαϊκή ιστοριογραφία, αυτού της επιθετικής, καταπιεστικής κρατικής πολιτικής έναντι των μειονοτήτων, με στόχο την εθνική ομοιογένεια, ιδιαίτερα σε μεθοριακές ή αμφισβητούμενες περιοχές, όπως η Θεσσαλονίκη.

Ο συγγραφέας επιλέγει να εστιάσει στην ιστορία των εμπόρων της πόλης, ως ξεχωριστή επαγγελματική, πολιτισμική και αναλυτική κατηγορία. Η επιλογή του να εστιάσει αποκλειστικά στους Εβραίους και στους Έλληνες χριστιανούς εμπόρους της Θεσσαλονίκης μας επιτρέπει να αντιληφθούμε τις σχέσεις μεταξύ των δύο στοιχείων όχι ως εξ ορισμού ανταγωνιστικές αλλά ως σχέσεις διαπραγμάτευσης, ρευστές, μέσα από τις οποίες τα ίδια τα υποκείμενα πλάθουν και νοηματοδοτούν τις έννοιες της κοινωνικής τάξης, της εθνικότητας, και της τοπικότητας. Ο συγγραφέας προτείνει μια νέα περιοδολόγηση για τη μελέτη της μετάβασης στη Θεσσαλονίκη, η οποία αποτελεί τον χρονολογικό άξονα του βιβλίου. Συγκεκριμένα, εστιάζει την έρευνά του στην περίοδο 1882-1922, ακολουθώντας τις μεταβολές της σωματειακής οργάνωσης στην πόλη, και βασίζοντας την κυρίως αφήγησή του σε τρία σημεία-κλειδιά: την Επανάσταση των Νεότουρκων (1908), τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-1913) και τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο (1914-1918).

Το βιβλίο χωρίζεται σε τρεις ενότητες και επτά κεφάλαια. Η πρώτη ενότητα καλύπτει την περίοδο 1882-1908, από την ίδρυση του Εμπορικού Επιμελητηρίου της πόλης μέχρι την Επανάσταση των Νεότουρκων, και περιλαμβάνει τα κεφάλαια 1 και 2. Ο συγγραφέας μάς εισάγει στον κόσμο των εμπόρων –Ελλήνων χριστιανών και Εβραίων– της ύστερης οθωμανικής Θεσσαλονίκης. Παρουσιάζει τους εμπόρους ως ενεργά υποκείμενα, συντονιστές της κοινωνικής ζωής σε επίπεδο ενδοκοινοτικό, με πρωταγωνιστικό ρόλο στην ίδρυση και λειτουργία φιλανθρωπικών και εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Στο δεύτερο κεφάλαιο, οι Εβραίοι έμποροι παρουσιάζονται ως κύριοι διαμορφωτές μιας αστικής κοινωνικότητας σε διακοινοτικό - διεθνοτικό επίπεδο, αξιοποιώντας τα κοινωνικά και πολιτισμικά τους κεφάλαια, δηλαδή τη σύνδεσή τους με την πόλη και την Ευρώπη. Ο πρωταγωνιστικός τους ρόλος, η αριθμητική τους υπεροχή σε σχέση με τους Έλληνες χριστιανούς εμπόρους, και η ορατότητά τους στη ζωή της πόλης, έχουν ως αποτέλεσμα την ταύτιση της εβραϊκότητας και της αστικότητας με την έννοια του Εβραίου εμπόρου της Θεσσαλονίκης.

Η δεύτερη ενότητα καλύπτει τη δεκαετία από την Επανάσταση των Νεότουρκων μέχρι το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου (1908-1918) και περιλαμβάνει τα κεφάλαια 3, 4 και 5. Στο 3ο κεφάλαιο ο συγγραφέας κάνει λόγο για την απειλή της πρωτοκαθεδρίας των Εβραίων εμπόρων, στη ρύθμιση της κοινωνικής ζωής της πόλης, από μια ανερχόμενη μεσαία τάξη μορφωμένων υπαλλήλων και βιοτεχνών, Εβραίων και χριστιανών. Συγκεκριμένα, παρακολουθούμε την ανάδυση του νέου αυτού κοινωνικού στρώματος Εβραίων της Θεσσαλονίκης μέσα από τα ευρωπαϊκά εκπαιδευτικά ιδρύματα και την οργάνωση και πολιτικοποίησή του μέσα από τη συμμετοχή του σε λέσχες και συλλόγους (σύλλογος αποφοίτων Alliance, Cercle des Intimes, Nouveau Club, Syndicat des Commis et Employés de Salonique). Ταυτόχρονα, την ίδια περίοδο οι Έλληνες χριστιανοί έμποροι κατάφεραν να σταθεροποιήσουν την παρουσία τους στην πόλη. Ο ελληνικός εθνικισμός ενδυνάμωσε την κοινοτική συνοχή του ελληνικού χριστιανικού στοιχείου. Επίσης, συνέβαλε στην ανάδειξη των Ελλήνων χριστιανών εμπόρων ως ρυθμιστών της ενδοκοινοτικής ζωής και την αποδοχή τους από ένα ανερχόμενο μεσαίο στρώμα υπαλλήλων και τα στρώματα των τεχνιτών. Στο επόμενο κεφάλαιο, ο συγγραφέας παρουσιάζει τις ταξικές, ενδοκοινοτικές, και διακοινοτικές ανακατατάξεις κατά την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων και της ενσωμάτωσης της πόλης στο ελληνικό κράτος, ως συνέχεια –μη γραμμική– των κοινωνικών εξελίξεων της προηγούμενης περιόδου. Στο τελευταίο κεφάλαιο της δεύτερης ενότητας ο συγγραφέας εμβαθύνει στις απαντήσεις των εμπόρων της Θεσσαλονίκης στις ευκαιρίες και τις προκλήσεις της περιόδου του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, ενόψει της παρουσίας των στρατευμάτων της Αντάντ στην πόλη και της ταυτόχρονης προσπάθειας της ελληνικής διοίκησης να εδραιωθεί. Ο συγγραφέας καταλήγει στην ανανοηματοδότηση της έννοιας του εμπόρου με το τέλος του πολέμου, όπως προκύπτει από τον δημόσιο λόγο της εποχής και τις πρακτικές των ίδιων· οι έμποροι της πόλης αποτελούσαν πλέον μια κοινωνική τάξη και οι εθνοτικές συνδηλώσεις της έννοιας του εμπόρου, που είχαν παγιωθεί με την εβραϊκή πρωτοκαθεδρία στην επαγγελματική και κοινωνική ζωή της πόλης κατά την προηγούμενη περίοδο, άρχισαν να ξεθωριάζουν.

Η αφήγηση της μετάβασης της Θεσσαλονίκης από την οθωμανική στην ελληνική κυριαρχία κλείνει με την τρίτη ενότητα (1912-1922). Στο έκτο κεφάλαιο περιγράφεται η ανάδυση μιας νέας ελληνικής εμπορικής ελίτ, ως αποτέλεσμα της μετανάστευσης των Εβραίων εμπόρων της πόλης και της δραστηριοποίησης και εγκατάστασης Ελλήνων εμπόρων από τη Μακεδονία και την Παλιά Ελλάδα. Στο τελευταίο κεφάλαιο, μέσα από την παρουσίαση των μεταβολών στη σωματειακή οργάνωση της πόλης –με την κυριαρχία των επαγγελματικών σωματείων έναντι των κοινωνικών λεσχών της ύστερης οθωμανικής περιόδου– ο συγγραφέας προσεγγίζει τον σταδιακό εξελληνισμό της πόλης ως μια πολυεπίπεδη διαδικασία διαπραγμάτευσης και μετασχηματισμού των εθνοτικών, επαγγελματικών, τοπικών και ταξικών ταυτοτήτων των υποκειμένων.

Καταληκτικά, το Business of Transition αποτελεί μια σπουδαία και μεθοδολογικά πρωτότυπη συμβολή στη μελέτη των μεταβάσεων από τις αυτοκρατορίες στα εθνικά κράτη. Με αφετηρία τις εμπειρίες, την κοινωνικότητα και τον μετασχηματισμό των πολλαπλών ταυτοτήτων των Εβραίων και χριστιανών Ελλήνων εμπόρων, ο συγγραφέας προτείνει τη σχεσιακή επανεξέταση της ελληνικότητας, της αστικότητας, της τοπικότητας. Παράλληλα, συστήνει την έννοια του εμπόρου ως ενεργό υποκείμενο, ως ομάδα κοινών εμπειριών και αναλυτική κατηγορία, η οποία νοηματοδοτείται από τη δράση και τη διαπροσωπική αλληλεπίδραση των υποκειμένων. Τέλος, μας καλεί να αναστοχαστούμε γύρω από την ίδια την έννοια της μετάβασης και τη σχέση μεταξύ της ρήξης και της συνέχειας ως ερμηνευτικό της σχήμα.