Η μεταπολεμική «νέα ζωή» των εβραϊκών κοινοτήτων στην Ελλάδα: Ανασυγκρότηση και πολλαπλότητα

Αλέξιος Ντετοράκης Εξάρχου

Ελένη Μπεζέ, «Νέα ζωή». Έλληνες Εβραίοι μετά τη Σοά. Ιστορία, μνήμη, ταυτότητα (1944-1955), Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2024, σελ. 456

Το βιβλίο της ιστορικού Ελένης Μπεζέ, βασισμένο στη διδακτορική της διατριβή στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας (2021), εξετάζει τη ζωή των Ελλήνων Εβραίων τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Εντάσσεται σε μια σειρά μελετών που απομακρύνονται από τη μελέτη του ίδιου του Ολοκαυτώματος και στρέφονται στις προσπάθειες των επιζώντων να ανασυγκροτηθούν, ατομικά και συλλογικά, όπως τα βιβλία των Δρουμπούκη, Μπενβενίστε, Λάμψα και Σιμπή, Kralova και άλλων ερευνητών. Όπως φανερώνει και ο υπότιτλος, η συγγραφέας δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη νέα εβραϊκή ταυτότητα, όπως αυτή διαμορφώνεται μέσα από την εμπειρία του Ολοκαυτώματος και την ανάδυση μιας συλλογικής μνήμης, μέσω των πρώτων αφηγήσεων. Η συγγραφέας ασχολείται σχεδόν αποκλειστικά με τις δύο μεγαλύτερες κοινότητες, στη Θεσσαλονίκη και την Αθήνα, με συντομότερες αναφορές στους επιζώντες των μικρότερων πόλεων. Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο μέρη, αποτελούμενα το καθένα από δύο κεφάλαια: το πρώτο εστιάζει στη θεσμική οργάνωση των επιζώντων και στην παραγωγή των πρώτων μαρτυριών, ενώ το δεύτερο επικεντρώνεται στις ιδεολογικές διαφορές μεταξύ σιωνιστών και αριστερών που επικρατούν εντός των κοινοτήτων. Ωστόσο, τα ζητήματα αυτά δεν περιορίζονται μόνο στις επιμέρους ενότητες αλλά διατρέχουν το βιβλίο.

Η συγγραφέας επιλέγει να χρησιμοποιήσει τον όρο Σοά, αντί του κατά την άποψή της ατυχούς όρου Ολοκαύτωμα. Ο όρος Σοά είναι εβραϊκός και χρησιμοποιήθηκε ήδη κατά τη διάρκεια των διώξεων. Θα είχε ωστόσο ενδιαφέρον αν η συγγραφέας προχωρούσε σε μια σύντομη αναφορά στη χρήση του όρου και στο ελληνικό πλαίσιο, καθώς, σύμφωνα με τη μελέτη της, δεν φαίνεται να χρησιμοποιήθηκε από τους Έλληνες Εβραίους σε εκείνο το χρονικό πλαίσιο, δεδομένου επίσης ότι η Σοά ως όρος παραμένει μάλλον άγνωστη στο ελληνικό κοινό εκτός εξειδικευμένων κύκλων.

Στο πρώτο κεφάλαιο, η συγγραφέας επικεντρώνεται στην επιστροφή των επιζώντων από τα βουνά, τις κρυψώνες και τα στρατόπεδα, καθώς και στις πρώτες τους πρωτοβουλίες για αποκατάσταση. Μέσα από έναν συνδυασμό αρχειακών πηγών, προσωπικών μαρτυριών και δημοσιευμάτων του τύπου, αναδεικνύεται τόσο η κατάσταση που είχαν να αντιμετωπίσουν όσο και τα πρόσωπα που διαδραμάτισαν καθοριστικό ρόλο. Η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση είχε επιχειρήσει να αναδείξει πρόσωπα της εμπιστοσύνης της στα ανασυγκροτούμενα όργανα, μεταξύ των Εβραίων που είχαν καταφύγει στη Μέση Ανατολή, ενώ ήδη εντός της Ελλάδας άλλες μορφές είχαν αποκτήσει ηγετικό ρόλο. Κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια καταγράφονται συγκρούσεις ως προς το μέλλον και τη διαχείριση των κοινοτήτων. Από τη μία πλευρά, διαφαίνεται μια αντιπαράθεση μεταξύ Αθήνας και Θεσσαλονίκης, με την πρώτη να καθιερώνεται πλέον ως το κέντρο του ελληνικού εβραϊσμού, ενώ οι μικρότερες επαρχιακές κοινότητες ασκούν κριτική και στις δύο για τον τρόπο διαχείρισης της εξωτερικής βοήθειας. Παράλληλα, στο εσωτερικό των κοινοτήτων παρατηρούνται συχνές και ενίοτε έντονες συγκρούσεις μεταξύ των διαφόρων παρατάξεων, που αντανακλούν όχι μόνο διαφορετικές πολιτικές κατευθύνσεις αλλά και διαφορετικές εμπειρίες κατά τη διάρκεια του πολέμου. Η συγγραφέας αναλύει τις ιδεολογικές αντιπαραθέσεις μεταξύ σιωνιστών και αριστερών, αν και αυτές δεν είναι πάντοτε απόλυτες· χαρακτηριστικά, στην Αθήνα τα δύο αυτά ρεύματα συνασπίζονται σε κοινό ψηφοδέλτιο. Παραμένει πάντως ασαφές για ποιον λόγο επικρατεί επανειλημμένα εκεί η παράταξη του Ζαχαρία Βιτάλ, η οποία δεν εντάσσεται σε καμία από τις δύο κυρίαρχες ιδεολογικές τάσεις, και τι κάνει την πλειοψηφία των επιζώντων να τον υποστηρίξουν.

Στο δεύτερο κεφάλαιο εξετάζονται και αναλύονται οι πρώτες καταγεγραμμένες μαρτυρίες επιζώντων. Κάποιες από αυτές είναι αρκετά γνωστές και αποτέλεσαν τη βάση για τη μεταγενέστερη, συστηματικότερη ερευνητική ενασχόληση με το Ολοκαύτωμα. Πέρα από τις ιστορικές και αυτοβιογραφικές μαρτυρίες, η Μπεζέ μελετά και δύο πρώιμες λογοτεχνικές αναπαραστάσεις επιζώντων, άγνωστες και αμετάφραστες έως σήμερα στην Ελλάδα, καθώς είχαν γραφεί στα γαλλικά και στα λαντίνο. Η συγγραφέας αμφισβητεί την καθιερωμένη άποψη περί «σιωπής» των επιζώντων, αναδεικνύοντας ότι ήδη κατά τη διάρκεια του πολέμου καταγράφονται μαρτυρίες. Ενδεικτικό είναι το παράδειγμα του Μαρσέλ Νατζαρή, ο οποίος κρατά σημειώσεις ως μέλος των Sonderkommando στο Άουσβιτς, καθώς και των Αλβέρτου Μενασσέ και Μάρκου Ναχόν, οι οποίοι γράφουν αμέσως μετά την απελευθέρωσή τους και πριν τον επαναπατρισμό στην Ελλάδα. Εκτός από τις προσωπικές αφηγήσεις, η συγγραφέας εξετάζει και τις πρώτες προσπάθειες συστηματικής τεκμηρίωσης των γεγονότων, μέσω της έκδοσης ιστορικών έργων ή συντομότερων αναφορών στον ελληνικό και ελληνοεβραϊκό τύπο. Πέρα από την ανάλυση του ύφους και του περιεχομένου των έργων, η Μπεζέ αναδεικνύει πειστικά το πλαίσιο που εξηγεί γιατί ορισμένες πρώιμες μαρτυρίες είχαν εξαρχής μεγαλύτερη επίδραση, ενώ άλλες, όπως του Ναχόν, μείναν στο περιθώριο. Η συγγραφέας αναδεικνύει πώς οι καταγραφές αυτές συνέβαλαν στη επικράτηση κάποιων τυποποιημένων αφηγήσεων, αλλά και μύθων για το Ολοκαύτωμα, τόσο εντός του λόγου των επιζώντων όσο και στο ευρύτερο ελληνικό πλαίσιο. Αν και η ανάδειξη των πρώιμων μαρτυριών συμβάλλει στην αμφισβήτηση της ιδέας μιας γενικευμένης σιωπής, η δυσκολία πολλών να μιλήσουν, σε αυτούς που προσπάθησαν να καταγράψουν τα γεγονότα, φανερώνει ότι η σιωπή συνυπήρξε και δεν πρέπει να παραγνωρίζεται. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι σχεδόν το σύνολο των συγγραφέων προέρχεται από τη Θεσσαλονίκη. Παρά τη μεταπολεμική υποβάθμιση του ρόλου της σε σχέση με την Αθήνα, εξαιτίας του μεγέθους της καταστροφής, η πόλη αποτελεί τον βασικό τόπο συγκρότησης της μνήμης του Ολοκαυτώματος στην Ελλάδα.

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου αναλύονται τα δύο βασικά ιδεολογικά ρεύματα που διαμορφώθηκαν εντός των μεταπολεμικών εβραϊκών κοινοτήτων, ο σιωνισμός και η αριστερά. Η συγγραφέας δίνει έμφαση κυρίως στα πρόσωπα που απαρτίζουν αυτούς τους χώρους και στη δράση τους, αντί να περιοριστεί σε θεωρητικές ή αμιγώς ιδεολογικές συζητήσεις. Η Μπεζέ πειστικά υποστηρίζει ότι, παρά τις έντονες αντιπαραθέσεις, τα όρια μεταξύ των δύο ρευμάτων δεν ήταν απόλυτα και αδιαπέραστα. Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι κάποιες από τις πιο οξείες και επιθετικές συγκρούσεις μεταξύ σιωνιστών και αριστερών επιζώντων δεν αφορούσαν τόσο το μέλλον των κοινοτήτων όσο την απόδοση ευθυνών, από την πλευρά των αριστερών αντιστασιακών, στους προπολεμικούς σιωνιστές ηγέτες για την καταστροφή.

Η ουσιαστικά ολοκληρωτική διάλυση της «παλιάς ζωής» που επέφερε το Ολοκαύτωμα μετέτρεψε για πολλούς Εβραίους τον σιωνισμό από ένα προπολεμικό πολιτικό κίνημα σε συνώνυμο του εβραϊσμό. Για τους νεαρούς σιωνιστές επιζώντες, η μόνη λύση στα προβλήματα των Ελλήνων Εβραίων μπορούσε να προέλθει αποκλειστικά μέσα από τη νέα εβραϊκή πατρίδα, ενώ η Διασπορά αντιμετωπιζόταν ως μια ιστορική περίοδος που πλέον είχε λήξει. Η προετοιμασία τους δεν έμεινε σε θεωρητικό επίπεδο, καθώς ήδη από τον Ιούλιο του 1945 ιδρύεται στην Αθήνα Ασχαρά, αγροτικό εκπαιδευτικό κέντρο, με στόχο να προετοιμάσει τους Εβραίους για αγροτικές εργασίες στην Παλαιστίνη. Παράλληλα, σφυρηλατείται μια νέα εικόνα του Εβραίου, που παύει να είναι νωθρός και παθητικός. Η Μπεζέ εξετάζει κριτικά αυτές τις ιδέες, που δεν ανταποκρίνονταν πάντα στην πραγματικότητα των επιζώντων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η κριτική ανάλυση που κάνει σε φωτογραφίες από την προετοιμασία και τη μετανάστευση στο Ισραήλ, καθώς και η σύντομη αναφορά της σε ένα ζήτημα ταμπού, μάλλον, για τη σιωνιστική ιδεολογία, την επιστροφή Εβραίων από το Ισραήλ. Ενδιαφέρον θα είχε και μια πιο εκτενής εξέταση του πώς έγινε αντιληπτή από τους σιωνιστές στην Ελλάδα η σύγκρουση με τους Βρετανούς, που είχε ήδη ξεκινήσει στην Παλαιστίνη, και ιδιαίτερα οι σκληρές εθνοτικές συγκρούσεις με τους Παλαιστίνιους Άραβες, που λάμβαναν χώρα πριν ακόμα από την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ.

Τέλος, εξετάζεται η περίπτωση των αριστερών Εβραίων, πολλοί από τους οποίους είχαν ενεργά συμμετάσχει στην Αντίσταση και γι’ αυτό αντιμετωπίζουν ιδιαίτερες δυσκολίες στο πολιτικό κλίμα του Εμφυλίου και της πρώτης μετεμφυλιακής περιόδου. Αρκετοί αποστασιοποιούνται από την Αριστερά, είτε λόγω της καταστολής είτε εξαιτίας μιας απογοήτευσης από τις επιλογές του ΚΚΕ, ενώ οι υπόλοιποι υφίστανται διώξεις και φυλακίσεις. Για πολλούς από αυτούς, οι κοινότητες λειτουργούν ως το μοναδικό δίκτυο στήριξης. Οι κοινοτικοί θεσμοί προσπαθούν να ισορροπήσουν ανάμεσα στη στήριξη των μελών τους και στην ανάγκη να αποφύγουν τη συλλογική ταύτιση των Εβραίων με τον κομμουνισμό, κάτι που σε μεγάλο βαθμό κατορθώνουν. Για ορισμένους διωκόμενους αριστερούς, η μετανάστευση στο Ισραήλ αποτελεί μια διέξοδο από τις πιέσεις και τις διώξεις, ακόμη κι αν δεν συνδέεται με ιδεολογική προσχώρηση στο σιωνιστικό όραμα, και διατηρούνται σχέσεις με συντρόφους στην Ελλάδα. Άλλοι πάλι μετακινούνται και ιδεολογικά, με χαρακτηριστική την περίπτωση του Αβραάμ Μπεναρόγια, ο οποίος, αν και προπολεμικά επικριτικός, στο τέλος ταυτίζεται με τον σοσιαλιστικό σιωνισμό.

Από τα δυνατά σημεία του βιβλίου είναι η σημασία που δίνεται στον ρόλο των γυναικών στην αφήγηση, στο μέτρο που αυτό επιτρέπεται από το διαθέσιμο υλικό. Γυναίκες επιζώσες συμμετέχουν στις οργανώσεις, αριστερές και σιωνιστικές. Οι γυναίκες όμως παρουσιάζονται όχι μόνο ως δρώντα υποκείμενα αλλά και ως αντικείμενο ανησυχίας, καθώς θεωρούνται πιο ευάλωτες στο ενδεχόμενο «ανηθικότητας» ή στην απώλεια της εβραϊκότητάς τους μέσω γάμων με μη Εβραίους και λαμβάνονται μέτρα για να αποφευχθεί ο κίνδυνος. Επιπλέον, το βιβλίο επιχειρεί να αναδείξει και τον γυναικείο λόγο, ο οποίος, αν και δεν κατέχει κεντρική θέση στην εποχή, απαντάται μέσα από αποσπασματικές αφηγήσεις στον τύπο. Ένα σημείο που θα μπορούσε να διερευνηθεί περαιτέρω είναι το πώς η εμπειρία του Ολοκαυτώματος επηρέασε το θρησκευτικό συναίσθημα των Εβραίων και, συνεπακόλουθα, την ταυτότητά τους. Το βιβλίο επικεντρώνεται κυρίως σε ζητήματα πολιτισμικής και εθνικής ταυτότητας των Ελλήνων Εβραίων, αφήνοντας σχετικά περιθώρια για περαιτέρω έρευνα όσον αφορά την επίδραση στη θρησκευτική ταυτότητα.

Συνολικά, το βιβλίο της Ελένης Μπεζέ προσφέρει ουσιαστικά νέα στοιχεία για τη μεταπολεμική ζωή των Εβραίων στην Ελλάδα και αποτελεί αξιόλογη συμβολή στην ιστοριογραφία του ελληνικού εβραϊσμού. Η μελέτη διακρίνεται για τον πλούτο των πηγών που αξιοποιεί και η συγγραφέας αναδεικνύει την πολυπλοκότητα των διαφορών μέσα στην εβραϊκή κοινότητα, ειδικά τις σχέσεις μεταξύ σιωνιστών και αριστερών, αποφεύγοντας όμως μονοδιάστατες προσεγγίσεις και προσφέροντας μια δυναμική εικόνα γι’ αυτές. Η έμφαση στα πρόσωπα και στις πορείες τους δίνει ανθρώπινη διάσταση στην ιστορία και τις ιδεολογικές διαφοροποιήσεις.