Γιατί να (μη) χτίσουμε το τζαμί; Η δημοκρατία ως αναμονή

Ιωάννης Μυλωνέλης

Dimitris Antoniou, Why Not Build the Mosque? Islam, Political Cost, and the Practice of Democracy in Greece, University of Pennsylvania Press, Φιλαδέλφεια 2025, σελ. 248

Η μελέτη του Δημήτρη Αντωνίου Why Not Build the Mosque? Islam, Political Cost, and the Practice of Democracy in Greece συνιστά ένα οξυδερκές εθνογραφικό και θεωρητικό εγχείρημα, που φωτίζει με πρωτοφανή πληρότητα τις πολιτικές, κοινωνικές και πολιτισμικές διαστάσεις της μακρόχρονης ιστορίας ανέγερσης του τεμένους στην Αθήνα. Ο τίτλος Why Not Build the Mosque? δεν λειτουργεί απλώς ως μια πρόταση, αλλά ως ένα ρητορικό, καθώς και ένα πολιτικά φορτισμένο ερώτημα. Η επιτελεστικότητα του ερωτήματος εγείρει μια σειρά από αλληλένδετα ζητήματα και ερωτήματα, που υπερβαίνουν το πεδίο της αρχιτεκτονικής ή της πολεοδομίας όταν αντικρίζει κανείς τον όρο τέμενος ή τη φράση περί ανέγερσης ενός τεμένους, όπως ποιος έχει την εξουσία να οικοδομήσει έναν θρησκευτικό τόπο, ένα θρησκευτικό σύμβολο σε μια ευρωπαϊκή πρωτεύουσα;

Ποιοι είναι οι θεσμοί εκείνοι, ποια τα συμφραζόμενα, ποιοι οι λόγοι και ποια τα συμφέροντα τα οποία εμπλέκονται στη διαδικασία ανέγερσης του πρώτου επίσημου μουσουλμανικού τεμένους στην Αθήνα; Το «γιατί να μη χτίσουμε το τέμενος;» δεν είναι ένα τεχνικό ερώτημα, αλλά ένα βαθύ πολιτικό ερώτημα, που αναφέρεται στην ίδια τη φύση της θρησκευτικής ορατότητας και της σχέσης μεταξύ κράτους και θρησκευτικής ετερότητας. Το τέμενος δεν είναι απλώς ένα κτίριο· αποτελεί πράξη ταυτότητας και μνήμης, μια υλικότητα η οποία μετασχηματίζει τον δημόσιο χώρο και επηρεάζει ακόμα και την πολιτισμική γεωγραφία της πόλης. Ιδίως στην περίπτωση της Αθήνας, της πρωτεύουσας της χώρας, η απουσία ενός επίσημου τεμένους για δεκαετίες αποτελεί ενσώματη απόδειξη μιας πολιτικής αποσιώπησης, ενός ελεγχόμενου κενού. Η οικοδόμηση του τεμένους, αντιστρόφως, ενσαρκώνει την άρση του αποκλεισμού ή, ακριβέστερα, την επιτελεστική αποδοχή του «άλλου» υπό συγκεκριμένους όρους μάλλον.

Εδώ αναδύεται ένα δεύτερο, πιο ουσιώδες ερώτημα, το ποιος χτίζει το τέμενος. Είναι η ίδια η μουσουλμανική κοινότητα ή οι κοινότητες που διεκδικούν δημόσιο χώρο, ή το κράτος που –ως φορέας εξουσίας και εθνικής ομοιογένειας– επιλέγει να παραχωρήσει περιορισμένο θρησκευτικό χώρο, ασκώντας έμμεσο έλεγχο στην παρουσία της μουσουλμανικής θρησκείας; Η ανάληψη του έργου από το ελληνικό κράτος εγγράφεται σε μια τεχνολογία διακυβέρνησης που επιδιώκει να εμφανίζεται ως συμπεριληπτική, αλλά ουσιαστικά οριοθετεί τη μορφή, τη λειτουργία και τη σημασία του τεμένους. Έτσι, το κράτος δεν παραχωρεί απλώς έναν χώρο· κατασκευάζει τον ίδιο τον χαρακτήρα της θρησκευτικής παρουσίας, επιβάλλοντας την ορατότητα υπό όρους θεσμικού ελέγχου.

Ωστόσο, το ερώτημα Why not build the mosque? δεν είναι νέο. Ανασύρεται και ανακυκλώνεται εδώ και δεκαετίες, σε κρίσιμες ιστορικές συγκυρίες, όπου η κατασκευή ενός μουσουλμανικού τεμένους αναδείχθηκε ως το πεδίο του δημόσιου λόγου εκείνου όπου δημιουργούνται έντονες κοινωνικές και πολιτικές αντιπαραθέσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η δημόσια συζήτηση που ξέσπασε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής το 2010, σχεδόν μια δεκαετία μετά τα χτυπήματα της 11ης Σεπτεμβρίου, σχετικά με την ανέγερση ενός Ισλαμικού Κέντρου και τεμένους κοντά στο Σημείο Μηδέν της Νέας Υόρκης. Το άρθρο γνώμης της Wall Street Journal με τίτλο Opinion Journal: Why Not Build the Mosque?[1] τεκμηριώνει ακριβώς αυτή την ένταση, την αμφιθυμία της φιλελεύθερης δημοκρατίας να επιτρέψει την ορατότητα του Ισλάμ σε έναν χώρο τραύματος και εθνικής μνήμης, φοβούμενη την πολιτική σημασιοδότηση που θα έφερε ένα τέτοιο εγχείρημα.

Στην ευρωπαϊκή βιβλιογραφία των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών, η παρουσία του Ισλάμ και, ειδικότερα, η ανέγερση και λειτουργία των τζαμιών έχει αποτελέσει αντικείμενο ευρείας μελέτης, ενταγμένο σε ένα ερευνητικό πλαίσιο που περιλαμβάνει κρίσιμα κοινωνικοπολιτικά ζητήματα, όπως η ενσωμάτωση μεταναστευτικών πληθυσμών, η κρατική διακυβέρνηση, η δημόσια ασφάλεια και η κοινωνική συνοχή. Η συζήτηση για τα ευρωπαϊκά τζαμιά επικεντρώνεται κυρίως στο πώς αυτά τα θρησκευτικά κτίρια εγγράφονται σε ευρύτερα πλαίσια πολιτικής ένταξης και πολιτισμικής αποδοχής, αφήνοντας συχνά στο περιθώριο τη διερεύνηση της αρχιτεκτονικής τους μορφής και της χωρικής τους ενσωμάτωσης στο δομημένο περιβάλλον.[2] Σε αντίθεση με αυτό το ευρωπαϊκό θεωρητικό πεδίο, στην ελληνική περίπτωση, οι λίγες ερευνητικές προσεγγίσεις που έχουν δημοσιευτεί σχετικά με τα τεμένη εστιάζουν σχεδόν αποκλειστικά σε αρχιτεκτονικά και ιστορικά ζητήματα, με ιδιαίτερη έμφαση στην αισθητική και την κατασκευαστική τυπολογία.[3]

Αυτό το χάσμα μεταξύ της ευρωπαϊκής εστίασης στα κοινωνικά και πολιτικά διακυβεύματα και της ελληνικής προσήλωσης στην αρχιτεκτονική και τη μνημειακότητα αναδεικνύει τη σημαντικότητα και την πρωτοτυπία της εθνογραφικής μελέτης του Δημήτρη Αντωνίου Why Not Build the Mosque? Islam, Political Cost, and the Practice of Democracy in Greece. Η συμβολή του έγκειται στο γεγονός ότι δεν προσεγγίζει το τζαμί ως στατικό αρχιτεκτόνημα ή ως αρχαιολογικό κατάλοιπο, αλλά ως δυναμικό πολιτικό και κοινωνικό γεγονός, εγγεγραμμένο σε μακρές ιστορικές διαδρομές αποσιώπησης, αντιπαραθέσεων και συμβιβασμών. Ο Αντωνίου εξετάζει το τζαμί όχι ως υλικό υποκείμενο, αλλά ως κόμβο πολιτικών προσδοκιών, φόβων και δημοκρατικής διαπραγμάτευσης, προσφέροντας μια θεμελιωδώς νέα ερμηνευτική οπτική για την παρουσία του Ισλάμ στην Ελλάδα, για την ίδρυση του πρώτου τεμένους στην ελληνική πρωτεύουσα, στην περιοχή του Βοτανικού, και τους λόγους που δεν υλοποιήθηκε κυρίως η κατασκευή του τεμένους στην πρώτη επιλεγμένη τοποθεσία από το 2000 και εντεύθεν, η οποία φέρει τη φανταστική ονομασία Κάμπος (ψευδωνυμοποίηση ενός προαστίου της Αττικής).

Σύμφωνα με τον συγγραφέα, το τέμενος στην Αθήνα υπήρξε «παραγωγικό» ακριβώς επειδή δεν υλοποιούνταν, η αναμονή της κατασκευής του παρήγαγε διπλωματικό κεφάλαιο, ερευνητικά έργα, χρηματοδοτούμενα προγράμματα, δημόσιες παρεμβάσεις και επιλεκτική πολιτική κινητοποίηση. Το «ανέφικτο» τέμενος χρησίμευσε ως δοκιμαστικός χώρος φαντασίας, φόβου και διαχείρισης της διαφοράς, τόσο από το κράτος όσο και από θεσμούς, πολιτικούς, Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις, την Εκκλησία και τα ΜΜΕ. Αντί να εστιάσει στο αποτέλεσμα, ο Αντωνίου μετατοπίζει το βλέμμα του στη διαδικασία της παραγωγής αξίας κυρίως μέσα από τη ματαίωση.

Μέσα από την ανάλυση της πολυετούς διαδικασίας ανέγερσης του κεντρικού τεμένους στην Αθήνα, και κυρίως της χρόνιας καθυστέρησής του, ο Αντωνίου αποκαλύπτει τους μηχανισμούς, της δημόσιας διαβούλευσης, των θεσμικών αμφισημιών, των στρατηγικών ορατότητας και αορατότητας και του πολιτικού κόστους που χαρακτηρίζουν το ελληνικό δημοκρατικό καθεστώς. Με εθνογραφική οξυδέρκεια και θεωρητική ακρίβεια, μετατοπίζει το κέντρο βάρους της έρευνας από τη μορφή στην πράξη, από την αρχιτεκτονική στην πολιτική των χώρων. Η μελέτη του προσφέρει έτσι ένα κρίσιμο σημείο σύνδεσης ανάμεσα στις ευρωπαϊκές και τις ελληνικές συζητήσεις, γεφυρώνοντας θεωρητικά και εμπειρικά πεδία που έως τώρα έμεναν ασύνδετα.

Το έργο του Αντωνίου δομείται σε έξι κεφάλαια, κατανεμημένα σε δύο μέρη, με τους χαρακτηριστικούς τίτλους «Ερωτήσεις» και «Απαντήσεις», συγκροτώντας έναν διαλεκτικό πυρήνα ανάλυσης, όπου το πρώτο μέρος θέτει τα κρίσιμα ερωτήματα και το δεύτερο επιχειρεί να τα φωτίσει μέσα από εθνογραφική και ιστορική επεξεργασία. Η δομή αυτή δεν είναι απλώς σχηματική, αλλά αποκαλύπτει τον στοχαστικό και αναστοχαστικό χαρακτήρα του έργου. Στο πρώτο κεφάλαιο, ο συγγραφέας χαρτογραφεί το ιστορικό βάθος της πρότασης για την ανέγερση του τεμένους στην Αθήνα, ξεκινώντας από τον 19ο αιώνα. Το μελλοντικό τζαμί παρουσιάζεται ως ένα διαχρονικό εργαλείο κρατικής διαπραγμάτευσης, ενταγμένο μέσα σε μια ευρωπαϊκή αποικιακή λογική, την οποία προσπαθούν να μιμηθούν οι Έλληνες πολιτικοί.

Στο δεύτερο κεφάλαιο του έργου και εντεύθεν, ο Δημήτρης Αντωνίου στρέφεται και αντλεί δεδομένα από το εθνογραφικό του πεδίο και μάλιστα από μια μακροχρόνια εθνογραφία, αλλά και από την εμπειρία του ως ερευνητής σε προγράμματα για τις σχέσεις μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων. Μέσα από συνεντεύξεις με ηγετικές φυσιογνωμίες που πρωτοστατούν στις συζητήσεις περί κατασκευής του τεμένους στον Κάμπο, καθώς και με πρόσωπα που διαδραμάτισαν θεσμικό ρόλο, ο συγγραφέας εστιάζει στην εθνογραφική αποτύπωση της κατασκευής του μουσουλμανικού υποκειμένου. Το τρίτο κεφάλαιο συνεχίζει να παρέχει εθνογραφικό υλικό και εστιάζει περισσότερο στον τρόπο με τον οποίο το να είσαι δημόσια αναγνωρίσιμος ως μουσουλμάνος εμπλέκεται με δομές εξουσίας και πολιτικής νομιμοποίησης. Μέσα από παραδείγματα μειονοτικών κατοίκων της Θράκης στην Αθήνα, καθώς και οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών με ακτιβιστική δράση, ο συγγραφέας δείχνει πώς η δημόσια θρησκευτική ταυτότητα αξιοποιείται ως πολιτικό εργαλείο.

Το τέταρτο κεφάλαιο του έργου, το οποίο μας εισάγει στο δεύτερο μέρος του βιβλίου μεταφέρει την ανάλυση στην κοινότητα με το ψευδώνυμο Κάμπος, η οποία αποτελεί και τη γενέτειρα του συγγραφέα, γεγονός που προσδίδει μια εκ των έσω ματιά (emic), όπου η ιδέα της ανέγερσης τζαμιού στην περιοχή αρχικά προσέλαβε διαστάσεις απειλής. Στο πέμπτο κεφάλαιο του βιβλίου εξετάζεται ο ρόλος της ορθόδοξης Εκκλησίας ως αντιστασιακής πολιτικής δύναμης, με αφετηρία συνάντηση του συγγραφέα με έναν ακτιβιστή του Κάμπου. Παράλληλα, φωνές από το περιθώριο αμφισβητούν εσωτερικά την Εκκλησία, προσδίδοντάς της τον χαρακτήρα ενός σύγχρονου πολιτικού θεσμού. Η στάση και η τοποθέτησή της Εκκλησίας απέναντι στο τζαμί καθορίζεται, τελικά, από την εναλλαγή πολιτικών πιέσεων, δημοσκοπικών δεδομένων και επικοινωνιακών στοχεύσεων. Το έκτο και καταληκτικό κεφάλαιο του έργου ξεκινά αναστοχαστικά με το βασικό ερώτημα του συγγραφέα πάνω στο οποίο δομήθηκε η παρούσα εθνογραφική μελέτη: γιατί δεν χτίστηκε ποτέ το τέμενος στην περιοχή Κάμπος; Το κεφάλαιο εστιάζει στην έννοια του πολιτικού κόστους ως βασικού ανασταλτικού παράγοντα στην υλοποίηση του τεμένους.

Συμπερασματικά, η μονογραφία του Δημήτρη Αντωνίου, με τίτλο Why Not Build the Mosque? Islam, Political Cost, and the Practice of Democracy in Greece, αποτελεί μια εμβληματική συμβολή στην ανθρωπολογία της θρησκείας και της πολιτικής, ειδικότερα για τις σπουδές της ανθρωπολογίας της θρησκείας στον ελληνικό ακαδημαϊκό χώρο, προσφέροντας ένα ισχυρό ερμηνευτικό πλαίσιο για την κατανόηση του πώς οι θρησκευτικοί χώροι γίνονται πεδία πολιτικής διαπραγμάτευσης, συγκρότησης ιστορικής μνήμης και διαχείρισης της ετερότητας. Ο συγγραφέας ισορροπεί ανάμεσα στη θεωρητική ευκρίνεια, την εθνογραφική ευαισθησία και τη στοχαστική γραφή.

 

  1. Adam Najberg, “Opinion Journal: Why Not Build the Mosque?”, The Wall Street Journal (video), 4 Αυγούστου 2010, στην ιστοσελίδα https://www.wsj.com/video/opinion-journal-why-not-build-the-mosque/3D829B84-2235-42A9-BF8C-93FE142AB84B (ανακτήθηκε 1.9.2025).
  2. Oskar Verkaaik, “The Anticipated Mosque: The Political Affect of a Planned Building”, City & Society 32.1 (May 2020), 118-136, https://doi.org/10.1111/ciso.12241.
  3. Βλ. Γιώργος Παπάζογλου (επιµ.), Θρησκευτικά μνημεία Περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης, Κομοτηνή 2008· Δημήτρης Κουτρούλας, «Μουσουλμανικά τεμένη και τεκκέδες στη Θράκη. Ιστορική και βιβλιογραφική προσέγγιση», ανέκδοτη μεταπτυχιακή εργασία, Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας, Θεολογική Σχολή, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 2009· Έρση Μπρούσκαρη, Η οθωμανική αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, Υπουργείο Πολιτισμού, Διεύθυνση Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων, Αθήνα 2009· Μουφτείες Κομοτηνής, Ξάνθης, Έβρου (εκδ.), Μουσουλμανικά μνημεία της Δ. Θράκης, χ.τ.ε. 2010· Μάνος Στεφανίδης, Τα τεμένη της Θράκης. Εισαγωγή στην αισθητική του Ισλάμ, Μίλητος, Αθήνα 2002.