Για μια ηθική της μαρτυρίας: Τα βασανιστήρια της ΕΣΑ και το παράδειγμα του Δημήτρη Σερεμέτη
Δημήτρις Γαρρής
Δημήτρης Σερεμέτης, Βασανιστήρια στην ΕΣΑ. Ένα σενάριο (χωρίς πλατεΐτσα στην Κοκκινιά), Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2024, σελ. 242
Το κείμενο που ακολουθεί δεν είναι μια κλασική βιβλιοκρισία. Δεν μπορούμε να κρίνουμε με τα συνήθη μέτρα και σταθμά τη μαρτυρία ενός βασανισθέντος, να διακρίνουμε με αποστασιοποίηση και ψυχρό αίμα θετικά και αρνητικά σε ένα βιβλίο που περιέχει τόσο πόνο και τόση βία. Ακόμα και αν γινόταν, θα ήταν παράταιρο, ασεβές, αντιανθρώπινο. Ωστόσο, αυτή η στάση δεν συνεπάγεται αφασία. Τουναντίον, πρέπει να μιλάμε για βιβλία σαν αυτό του Δημήτρη Σερεμέτη, οφείλουμε να τα διαβάζουμε, να τα σκεφτόμαστε κριτικά και να τα κουβεντιάζουμε. Τούτων δοθέντων, παρακάτω επιχειρώ τη διατύπωση ορισμένων σκέψεων με σκοπό, αφενός, την ιστορικοποίηση της μαρτυρίας του Σερεμέτη και, αφετέρου, την κατανόηση του τι σημαίνει η γραφή του τραύματος, εκείνο που ο Dominick LaCapra ονομάζει «γράφοντας το τραύμα» (“writing trauma”).[1]
Τι είναι το βιβλίο και ποιος ο συγγραφέας του
Το βιβλίο του Δημήτρη Σερεμέτη Βασανιστήρια στην ΕΣΑ: Ένα σενάριο (χωρίς πλατεΐτσα στην Κοκκινιά) εκδόθηκε τον Φεβρουάριο του 2024, στο ενδιάμεσο διάστημα των δυο πρόσφατων πεντηκονταετηρίδων, τρεις μήνες μετά τα πενηντάχρονα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και πέντε πριν τη συμπλήρωση μισού αιώνα από την πτώση της δικτατορίας 1967-1974. Την τελευταία επετειακή διετία σημειώθηκε μια αξιόλογη εκδοτική πύκνωση αναφορικά τόσο με το Πολυτεχνείο όσο και με τη στιγμή αλλά και την περίοδο της Μεταπολίτευσης. Ωστόσο, εντός της συγκεκριμένης χορείας βιβλίων δεν υπήρχε κανένα σχετικά με τα βασανιστήρια. Η μοναδική μαρτυρία βασανισθέντος που εκδόθηκε στην επικράτεια της διπλής πεντηκονταετηρίδας ήταν του Σερεμέτη. Οι περισσότερες μαρτυρίες βασανισθεισών και βασανισθέντων –αναφέρω τελείως ενδεικτικά τα βιβλία της Κίττυς Αρσένη,[2] του Περικλή Κοροβέση,[3] του Γεωργίου-Αλέξανδρου Μαγκάκη[4]– γράφτηκαν κατά τη διάρκεια της χούντας, εκδόθηκαν αρχικά στο εξωτερικό και μετά τον Ιούλιο του 1974 στην Ελλάδα. Λίγες είναι εκείνες που γράφτηκαν και εκδόθηκαν αργότερα, στον ρου των δεκαετιών που ακολούθησαν την πτώση της χούντας – η μαρτυρία του Παναγιώτη Κανελλάκη, η οποία κυκλοφόρησε στα 1996,[5] και αυτή του Γιάννη Σεργόπουλου, η οποία εκδόθηκε στα 2019.[6]
Πέρα από το μοναδικό βιβλίο περί βασανιστηρίων της διπλής επετειακής εκδοτικής στιγμής και κατά τούτο η πιο πρόσφατη σχετική μαρτυρία, τι είναι πραγματολογικά το πόνημα του Σερεμέτη; Πρόκειται για ένα ημερολόγιο εγκλεισμού και βασανιστηρίων στην ΕΣΑ, με τις ημερολογιακές εγγραφές να ξεκινούν τη Δευτέρα 7 Μαΐου 1973, δυο μέρες πριν τη σύλληψη του συγγραφέα, και να τελειώνουν την Τρίτη 21 Αυγούστου 1973, ημέρα της απελευθέρωσής του, απότοκο της αμνηστίας που είχε παραχωρήσει εκείνον τον μήνα, στο πλαίσιο της «φιλελευθεροποίησης» του καθεστώτος, ο Παπαδόπουλος. Στις σελίδες του βιβλίου αποτυπώνονται περιγραφές των σωματικών και ψυχολογικών βασανιστηρίων που υπέστη ο Σερεμέτης στα χέρια της χουντικής στρατιωτικής αστυνομίας, η εμπειρία του εγκλεισμού και της απομόνωσής του και, τέλος, οι σκέψεις που έκανε ο κρατούμενος κατά τη διάρκεια των εκατόν πέντε ημερών της κράτησής του.
Ο συγγραφέας-μάρτυρας το καλοκαίρι του 1973, οπότε και διαδραματίστηκαν τα ιστορούμενα στο βιβλίο, ήταν ένας εικοσάχρονος φοιτητής στο Οικονομικό τμήμα της Νομικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, οργανωμένος στην Αντι-ΕΦΕΕ, τη φοιτητική οργάνωση της ΚΝΕ, με ενεργό συμμετοχή στο αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα. Σήμερα, τη στιγμή έκδοσης της μαρτυρίας του, είναι προ πενταετίας συνταξιοδοτηθείς καθηγητής του Πανεπιστημίου Αιγαίου.
Το «τι» και το «πώς» της μαρτυρίας
Περνώντας στο καθαυτό περιεχόμενο της μαρτυρίας, επιλέγω να σταθώ σε δύο ιδιαίτερες τροπικότητές της, μία υφολογική και μία χρονική. Το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου καλύπτεται από περιγραφές των καθημερινών σωματικών και ψυχολογικών βασανιστηρίων και από τις σκέψεις του συγγραφέα τις στιγμές εκείνες. Καψώνια, συχνοί ξυλοδαρμοί, εξαναγκασμοί σε εκφώνηση χουντικών συνθημάτων, αναγκαστική ορθοστασία και ελεεινές συνθήκες υγιεινής, με απώτερο σκοπό τον εξευτελισμό του κρατούμενου. Ένα κλίμα ζοφερό, με συστατικά του τη διαρκή αγωνία, τον φόβο, το άγχος, τους πόνους, σκέψεις για απόδραση, για αυτοκτονία, για απεργίες πείνας, παραισθήσεις, επαπειλούμενη τρέλα, ένταση, πανικό, ανημπόρια, θλίψη. Συνολικά, τα Βασανιστήρια στην ΕΣΑ αποπνέουν μια ατμόσφαιρα ήττας, συντριβής και αποτυχίας, ο Σερεμέτης φτιάχνει ένα ανθρώπινο και καθόλου ηρωικό αφήγημα, το οποίο κυριαρχείται από τον ύψιστο και ψυχικά φθοροποιό φόβο να μη «σπάσει», μην προδώσει συντρόφους του και καταλήξει μάρτυρας κατηγορίας στο στρατοδικείο. Μια διαρκής, διαβρωτική διαπραγμάτευση και διελκυστίνδα ανάμεσα στη σωματική προστασία του εαυτού, στο ένστικτο αυτοσυντήρησης, στη συλλογική προστασία και στη διαφύλαξη της ατομικής αξιοπρέπειας.
Η υφολογική διάσταση: η διαρκής εναλλαγή των προσώπων
Ο Σερεμέτης σημειώνει στη σημερινή εισαγωγή του: «Υπάρχουν φορές όπου η εξιστόρηση σε πρώτο πρόσωπο γίνεται αδύνατη. Ο αφηγητής προσπαθεί να καλυφθεί, αποζητώντας να μεγαλώσει την απόσταση. Καταφεύγει στη θέση του παρατηρητή. Και συνεχίζει να μιλά σαν να είναι κάποιος άλλος· σαν ξένος· σε τρίτο πρόσωπο» (σσ. 15-16). Ένα από τα πιο εντυπωσιακά στοιχεία στον τρόπο που είναι γραμμένο το βιβλίο συνίσταται στη διαρκή μετάπτωση ανάμεσα στο πρώτο, το δεύτερο και το τρίτο ενικό πρόσωπο. Η αφήγηση της μαρτυρίας ξεκινά σε πρώτο ενικό πρόσωπο, μόλις όμως ο εικοσάχρονος φοιτητής οδηγείται στο ΕΑΤ-ΕΣΑ και ξεκινούν τα βασανιστήρια, το πρόσωπο αλλάζει, μιλά πια για τον εαυτό του σε τρίτο ενικό, το ιστορούν υποκείμενο μετατρέπεται ανεπαίσθητα στον τριτοπρόσωπο «κρατούμενο». Τα πιο ταπεινωτικά βασανιστήρια, τα πιο δύσκολα ψυχικά χωρία είναι αφηγημένα σε τρίτο ενικό πρόσωπο. Εκείνο που ξαφνιάζει και, ταιριαστά για τέτοιο κείμενο, ανοικειώνει τον αναγνώστη είναι όταν ο συγγραφέας, σε ουκ ολίγα χωρία, επιστρατεύει και το δεύτερο ενικό πρόσωπο. Παρεμβάλλει στο κυρίως σώμα της μαρτυρίας παραγράφους γραμμένες σε πλάγια γραφή, εν είδει εσωτερικών μονολόγων, όπου εκεί το γραμματικό πρόσωπο είναι το δεύτερο και η απεύθυνση εσωστρεφής: σκέψεις, δισταγμοί και αυτοκριτική. Κι αν από ένα σημείο και μετά η διαρκής εναλλάξ μετάπτωση ανάμεσα στα τρία πρόσωπα του ενικού συνηθίζεται, στην ιστόρηση αυτής της εμπειρίας της ειρκτής και της οδύνης υπάρχουν και τα ανείπωτα, εκείνα που ίσως χρειάζονταν κάποιο άλλο γραμματικό πρόσωπο, ένα τέταρτο ή πέμπτο, όχι ακόμα επινοημένο, αυτά που δεν μπορεί να τα πει ούτε το «εγώ», ούτε το «εσύ», ούτε το «αυτός». Οι αποσιωπήσεις, όσα δεν λέγονται, το άρρητο, άναρθρο, άφατο, είναι κι αυτά οργανικά κομμάτια μιας τέτοιας μαρτυρίας.
Η χρονική διάσταση: οι διαφορετικοί χρόνοι της γραφής
Αν τα πρόσωπα της ιστόρησης υπήρξαν εναλλάξ τρία ή τέσσερα, αν μετρήσουμε και τις σιωπές, οι χρόνοι της γραφής είναι εφτά στάδια ή πενήντα χρόνια με διαλείμματα και επανακάμψεις. Χωρίς υπερβολή, σύμφωνα με όσα καταγράφει ο Σερεμέτης στη σημερινή εισαγωγή του, δικαιούμαστε να ισχυριστούμε ότι το βιβλίο που εκδόθηκε τον Φεβρουάριο του 2024 είχε μια εξαιρετικά μακρά διαδικασία επώασης. Πρόκειται για ένα βιβλίο που φτιάχτηκε βαθμιδωτά, σε άλλα σημεία είναι πιο ορατή αυτή η χρονική στρωματογραφία, ενώ σε άλλα πιο περιπεπλεγμένη και αδιόρατη. Η πρώτη ύλη του βιβλίου ξεκίνησε να γράφεται, υπό μορφήν αποσπασματικών σημειώσεων, μέσα στο ΕΑΤ-ΕΣΑ το καλοκαίρι του 1973, ταυτόχρονα με την εμπειρία βίωσης των βασανιστηρίων. Ένα μήνα μετά την αποφυλάκισή του, τον Σεπτέμβριο του 1973, ο συγγραφέας θα συμπλήρωνε αυτές τις πρώτες σημειώσεις για τα διαστήματα εκείνα που είτε δεν είχε κρατήσει, όσο βρισκόταν κρατούμενος, είτε για τις μέρες που οι φρουροί είχαν βρει και κατασχέσει τις σημειώσεις του. Σε ένα τρίτο στάδιο, «αρκετά αργότερα», ο Σερεμέτης συνέταξε ένα συνεχές κείμενο επί τη βάσει των σημειώσεων της φυλακής και του πρώτου μήνα της απελευθέρωσης. Εφτά χρόνια αργότερα, στην αρχή της δεκαετίας του 1980, δακτυλογράφησε και επί της ουσίας ξαναέγραψε το κείμενο, για «να αναστοχαστώ τη θέση αυτού του νεαρού που υπήρξα». Αργότερα, ενσωμάτωσε στο κείμενό του τμήματα από το αφιέρωμα στην ΕΣΑ του τεύχους 174 του Αντί. Έπειτα, «τα έδεσα όλα αυτά σε ένα ενιαίο τεύχος που τυπώθηκε σε τρία αντίγραφα. Το τεύχος αυτό διαβάστηκε από όχι περισσότερους από επτά [...] φίλους» (σσ. 12-13).
Οι συνέπειες των διαφορετικών χρόνων της γραφής
Γιατί μας ενδιαφέρει αυτή η σταδιακή γραφή με τις παύσεις, τις επανακάμψεις, τις επαναναγνώσεις και επαναγραφές; Τι διαφορά θα έκανε αν ο Σερεμέτης είχε γράψει το βιβλίο «μια κι έξω», όπως, επί παραδείγματι, ο Κοροβέσης; Επί τροχάδην, μπορούμε να αναφέρουμε τρεις ουσιώδεις πτυχές, οι οποίες προκύπτουν συνεπεία αυτού του μακρού χρόνου επώασης του βιβλίου.
Πρώτον, σε πλείστα σημεία είναι εμφανές ότι ο σημερινός εβδομηντάχρονος εαυτός κρίνει τον τοτινό εικοσάχρονο με την εκ των υστέρων γνώση και οπτική. Έχει σημασία όμως να τονιστεί ότι τούτο συμβαίνει πάντοτε γλυκά, κατανοητικά και συγκαταβατικά, ποτέ αφ’ υψηλού ή συλλήβδην απορριπτικά. Ο Σερεμέτης δεν «φτύνει» το παρελθόν του, δεν βδελύσσεται εκείνο που κάποτε υπήρξε, όπως τόσοι άλλοι σύγχρονοι «ανανήψαντες». Γράφει, λόγου χάρη, κάπου: «έτσι νομίζω τώρα, εκ των υστέρων», αλλού κρίνει τον τότε εαυτό του ως «αφελή και αθώο» ή παραδέχεται: «παιδάκι ήμουν».
Δεύτερο στοιχείο, συνέπεια της πολυετούς σκέψης και προετοιμασίας του βιβλίου, έγκειται σε κάτι που θα μπορούσαμε –ίσως λιγάκι καταχρηστικά– να καλέσουμε «διαλεκτικότητα». Οι βασανιστές στη μαρτυρία του Σερεμέτη σκιαγραφούνται ως διεστραμμένοι «μακελάρηδες», που «ηδονίζονται» κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Γράφει χαρακτηριστικά: «Αυτοί εδώ οι μακελάρηδες είναι άρρωστοι· άρρωστοι από έναν ζήλο παραπανίσιο, πέρα από τις εντολές που εκτελούν. Έναν σαδιστικό ζήλο δείχνει η ηδονή τους όταν δέρνουν» (σ. 65). Η «διαλεκτικότητα» της εκ των υστέρων γνώσης και στοχασμού έρχεται όταν στο τέλος του βιβλίου του, αντί επιμέτρου, φιλοξενεί άρθρο της ψυχολόγου και καθηγήτριας του ΑΠΘ Μίκας Χαρίτου-Φατούρου, γραμμένο στις αρχές της δεκαετίας του 1980 και δημοσιευμένο στο προαναφερθέν αφιέρωμα του Αντί. Εκεί η Χαρίτου-Φατούρου, μετά από συστηματική έρευνα που είχε διεξάγει μετά την πτώση της χούντας σχετικά με την εκπαίδευση των στρατιωτών στην ΕΣΑ, υποστήριζε ότι το μοντέλο του «σαδιστή-βασανιστή» είναι αποπροσανατολιστικό. Σύμφωνα με τα πορίσματα της έρευνάς της, ήταν η εκπαίδευση που δέχονταν στην ΕΣΑ οι νέοι στρατιώτες που τους μετέτρεπε σταδιακά σε βασανιστές και όχι κάποια εγγενής διαστροφή τους.[7]
Τρίτο και τελευταίο στοιχείο, απότοκο της βαθμιαίας κατασκευής του βιβλίου, συνίσταται σε αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε εναλλαγή της οπτικής γωνίας ή, κάπως πιο κινηματογραφικά, μοντάζ. Ο Σερεμέτης παρεμβάλλει σε κάποια σημεία της αφήγησής του αποσπάσματα από το ημερολόγιο του Γιώργου Μπιζιούρα, ο οποίος υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία στο ΕΑΤ-ΕΣΑ την ίδια περίοδο που κρατούνταν εκεί ο συγγραφέας. Με το συγκεκριμένο εύρημα ο συγγραφέας συνθέτει ένα μοντάζ της φρίκης, αλλάζει την οπτική γωνία λήψης. Επί παραδείγματι, ο Μπιζιούρας είχε δει κάποια μεταφορά του κρατούμενου Σερεμέτη από το ένα κελί στο άλλο ως ράκος και έγραφε στο ημερολόγιό του: «[...] είδα να πηγαίνουν στο γραφείο 4 έναν αδύνατο κοντόσωμο φοιτητή. [...] Ήταν κουρεμένος. Το μπλουζάκι που φορούσε, ήταν σκισμένο. Είχε παρουσιαστεί το Γενάρη στο στρατό και του δόσαν αναβολή γιατί είχε προβλήματα με την καρδιά του. Φαίνεται, θα τον είχαν χτυπήσει άσχημα χθες. Γιατί είχα ακούσει τον Παπαχαραλάμπους να λέει σε κάνα δυο: “ρε, άμα δεν ξέρετε να χτυπάτε, να μη χτυπάτε, τον άλλο τον καρδιακό, τον σακατέψατε”» (σ. 86).
Καταληκτικά
Το βιβλίο του Σερεμέτη δεν διαβάζεται απνευστί. Απαιτεί κοπιώδη προσπάθεια, είναι οδυνηρό και σκληρό. Κλείνοντας, δυο σύντομες σκέψεις. Αν διαβάσουμε τα Βασανιστήρια στην ΕΣΑ ως μια παραδειγματική «γραφή του τραύματος», συνάγεται ότι χρειάζονται πολλά γραμματικά πρόσωπα για να αρθρωθεί και χρόνος πολύς για να τολμήσει το φως της δημοσιότητας. Οι δύο τροπικότητες που παραπάνω επισημάνθηκαν, η υφολογική και η χρονική, δείχνουν πως όσες δεκαετίες και αν περάσουν, τα πράγματα και τα τραύματα δεν καταλαγιάζουν. Τίποτα δεν αμβλύνεται όσο παραμένει αδικαίωτο.
Δεύτερο και τελευταίο. Στα «γιατί» της τωρινής δημοσιοποίησης της μαρτυρίας του, ο Σερεμέτης δίνει ορισμένες απαντήσεις στην εισαγωγή του. Αιτιολογεί την απόφασή του σημειώνοντας ότι λόγω της παρέλευσης μισού αιώνα από τα γεγονότα, «πιστεύω [...] ότι κι αυτή η σταγόνα (σ.σ.: η μαρτυρία του) αξίζει να μη στεγνώσει στην απόλυτη λήθη. Ο χρόνος φεύγει γρήγορα. Και η συλλογική μνήμη ξεστρατίζει» (σ. 16). Άλλος λόγος που αναφέρει ο συγγραφέας, προσδιορίζεται στη σύγχρονη τάση ορισμένων για ιστορική αναθεώρηση με απώτερο σκοπό είτε τον εξωραϊσμό της δικτατορίας είτε την ιστορικοφανή δικαιολόγηση αυταρχικών πολιτικών στο παρόν (σ. 14). Εκείνο που είναι πολλαπλώς δηλωτικό, και έρχεται να δείξει πώς ο λόγος συνταιριάζεται με την πράξη, βρίσκεται σημειωμένο σε δυο γραμμές, αριστερά από τη σελίδα τίτλου, μαζί με τις λεπτομέρειες της έκδοσης του βιβλίου. Διαβάζουμε εκεί: «Τυχόν έσοδα για πνευματικά δικαιώματα διατίθενται σε ίσα μέρη υπέρ του Μουσείου Αντιδικτατορικού Αγώνα του ΣΦΕΑ 1967-1974 και υπέρ των σκοπών της Διεθνούς Αμνηστίας» (σ. 4). Πιο ξεκάθαρη απάντηση στο «γιατί;» της δημοσιοποίησης δεν υπάρχει. Η διατήρηση της μνήμης της αντίστασης, αφενός, και ο διαρκής αγώνας για παύση των βασανιστηρίων στο παρόν, αφετέρου. Το υπηρετούμενο πρόταγμα του βιβλίου είναι διπλό, ιστορικό και πολιτικό.
- Dominick LaCapra, Writing History, Writing Trauma, John Hopkins University Press, Βαλτιμόρη-Λονδίνο 2001, σσ. 181-220. ↑
- Κίττυ Αρσένη, Μπουμπουλίνας 18, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1975. ↑
- Περικλής Κοροβέσης, Ανθρωποφύλακες, Raben & Sjorgen-Επαναστατικές Εκδόσεις, Στοκχόλμη 1969. ↑
- Γεώργιος-Αλέξανδρος Μαγκάκης, Γράμμα από τη φυλακή για τους Ευρωπαίους, Εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1974. ↑
- Παναγιώτης Κανελλάκης, Μαρτυρία, Εκδόσεις Όμβρος, Αθήνα 1996. ↑
- Γιάννης Σεργόπουλος, Στο ΕΑΤ-ΕΣΑ: Μια μαρτυρία για τα χρόνια της δικτατορίας, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2019. ↑
- Δημήτρης Σερεμέτης, Βασανιστήρια στην ΕΣΑ. Ένα σενάριο (χωρίς πλατεΐτσα στην Κοκκινιά), Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2024, σσ. 216-218. ↑
