Ένας κόσμος σε διαρκή κίνηση
Λουκάς Φρέρης
Κώστας Ιωαννίδης, Έργα τέχνης, άνθρωποι και ιδέες: Ελλάδα-ΗΠΑ και Ψυχρός Πόλεμος, Εκδόσεις Futura, Αθήνα 2025, σελ. 346
«Ένας κόσμος σε διαρκή κίνηση»: Αυτό νιώθω κάθε φορά που μελετώ μια διαφορετική πτυχή του μεταπολεμικού κόσμου. Είτε πρόκειται για την επιστήμη και την τεχνολογία, τους κεντρικούς τομείς εστίασής μου, είτε πρόκειται για άλλους τομείς που παρεμπιπτόντως επισκέπτομαι, μου δημιουργείται μια μικρή –ας μου επιτραπεί– ζαλάδα. Αυτό ένιωσα και τώρα, μελετώντας το βιβλίο του Κώστα Ιωαννίδη, όπου έργα τέχνης, άνθρωποι και ιδέες βρίσκονται σε διαρκή κίνηση. Εκτός από ένας κόσμος σε διαρκή κίνηση, ο μεταπολεμικός κόσμος είναι επίσης ένα πεδίο όπου τα όρια μεταξύ των διαφορετικών τομέων είναι πλέον λιγότερο διακριτά ή, τουλάχιστον, λιγότερο αυστηρά. Έτσι, στον μεταπολεμικό κόσμο, η φυσική και η τέχνη, παραδόξως, μοιράζονται πολλά περισσότερα απ’ όσα θα περίμενε κανείς. Κυρίως μοιράζονται έναν κόσμο όπου οι αποστάσεις δεν αποτελούν πρόβλημα (αλλά ακόμα και προϋπόθεση), ενώ ζητήματα φαινομενικά αυτονόητα, όπως η πατρότητα του καλλιτεχνικού έργου και της επιστημονικής ανακάλυψης, μοιάζουν να τίθενται υπό αμφισβήτηση τόσο σε εργαστήρια όπως το CERN όσο και σε καλλιτεχνικά στούντιο όπως το Factory του Andy Warhol.[1] Σε αυτό το πλαίσιο, θα άξιζε να αναδειχθούν –σε τρία σημεία– οι συγγένειες ανάμεσα στα θέματα που αναλύει η μελέτη του Κώστα Ιωαννίδη και εκείνα που θίγονται στην ιστορία της επιστήμης, εδώ και μερικές δεκαετίες.
Το πρώτο σημείο που θα ήθελα, λοιπόν, να σταθώ είναι το ζήτημα των δικτύων. Η κίνηση δημιουργεί δρόμους και τελικά μεγάλα και περίπλοκα δίκτυα. Μέσω των δικτύων οι άνθρωποι κινούνται και προς τις δύο κατευθύνσεις: αυτό που συχνά αναφέρεται ως πολιτιστικές ή επιστημονικές ανταλλαγές. Αν υποθέσουμε, δηλαδή, ότι ο ένας πόλος του δικτύου είναι οι ΗΠΑ και ο άλλος είναι η Ελλάδα, η κίνηση εντός του δικτύου υπονοεί πολλές και διάφορες διαδρομές, από την Ελλάδα προς τις ΗΠΑ και το αντίστροφο. Και εδώ θα μπορούσε να υπονοηθεί ότι αυτό εγγυάται μια μάλλον ισότιμη πρόσβαση σε ιδέες, πόρους και πληροφορίες, μια οριζόντια, δηλαδή, σχέση ανάμεσα στους κόμβους του δικτύου. Αυτό όμως διαψεύδεται από τη μελέτη του Ιωαννίδη. Μέσα στο βιβλίο γίνεται φανερό ότι από μόνη της η δομή ενός δικτύου δεν εγγυόταν εγγενώς την ισότητα. Η εξουσία να δημιουργήσει αλλά και να θέσει σε λειτουργία αυτό το δίκτυο ανήκε στον ισχυρό πόλο, δηλαδή στις ΗΠΑ, κάτι που υπογραμμίζει τις ασύμμετρες σχέσεις εξουσίας που ενσωματώνονται στο σύστημα.
Για τις ΗΠΑ, η δόμηση τέτοιων δικτύων εξυπηρετούσε την επικοινωνία της αμερικάνικης υπεροχής σε διάφορους τομείς ενώ, ταυτόχρονα, η υπέροχή αυτή ήταν και ο λόγος που τομείς φαινομενικά άσχετοι με τη διπλωματία χρησιμοποιήθηκαν ως μέσα εξωτερικής πολιτικής. Αν στρέφαμε για λίγο την προσοχή μας και πάλι στις επιστήμες, εύκολα θα παραδεχόμασταν ότι, μετά τον πόλεμο, οι ΗΠΑ δεν ήταν απλώς η ισχυρότερη οικονομική και στρατιωτική δύναμη αλλά και η ισχυρότερη επιστημονική (και τεχνολογική) δύναμη. Οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν αυτή τους την ισχύ ως μέσο προώθησης των αμερικανικών αξιών και συμφερόντων στον μεταπολεμικό κόσμο. Για να υποστηρίξουν, δηλαδή, τα δικά τους επιχειρήματα σχετικά με την ανωτερότητα του φιλελεύθερου καπιταλισμού και της δημοκρατίας έναντι του μαρξισμού-λενινισμού. Το πιο αξιοπρόσεκτο παράδειγμα είναι η γρήγορη διάχυση των πυρηνικών τεχνολογιών σε συμμαχικά τους κράτη στα μέσα της δεκαετίας του ’50. Κάπως έτσι, άλλωστε, έφτασε και στη χώρα μας ένας πυρηνικός αντιδραστήρας στον Δημόκριτο. Συνδυάζοντας, λοιπόν, το επιστημονικό πλεονέκτημα με την οικονομική και πολιτική επιρροή, πολιτικοί επιστήμονες, αξιωματούχοι της αμερικανικής κυβέρνησης και αξιωματούχοι οργανισμών όπως τα ιδρύματα Ford και Rockefeller δεν αρκέστηκαν στο να «μοιράζονται» την επιστήμη ή να «προωθούν» τις αμερικανικές αξίες στο εξωτερικό. Προσπάθησαν να αναδιαμορφώσουν το ευρωπαϊκό –και όχι μόνο– επιστημονικό τοπίο και να οικοδομήσουν μια ατλαντική κοινότητα με κοινές πρακτικές και αξίες, υπό την ηγεσία των ΗΠΑ. Αν εδώ τώρα αντικαταστήσουμε τις επιστήμες με την τέχνη, ερχόμαστε, κατά τη γνώμη μου, πολύ κοντά στα ευρήματα του Κώστα Ιωαννίδη. Και εδώ τα ιδρύματα –φορείς οι οποίοι την εποχή εκείνη βρίσκονται πάνω στο σύνορο της εξυπηρέτησης των δημόσιων στόχων των ΗΠΑ και της δικής του ατζέντας– αναδεικνύονται εξαιρετικά. Και αναδεικνύεται εξαιρετικά ο κεντρικός ρόλος τους που, όπως γράφει και ο Ιωαννίδης, ήταν «όχι απλώς να προωθήσουν το όραμα του εκσυγχρονισμού στον κόσμο ως αντίδοτο για την εξάπλωση της κομμουνιστικής προπαγάνδας αλλά και να εκσυγχρονίσουν τον δημόσιο τομέα» των ΗΠΑ (σ. 16).
Το δεύτερο σημείο που θα ήθελα να σταθώ έχει να κάνει με την εφαρμογή όσων ανέφερα. Να εστιάσουμε, δηλαδή, λίγο στην πράξη και να αναρωτηθούμε αν όλα αυτά πετύχαιναν. Αν οι πρακτικές εφαρμογές των ιδεών που δοκιμάζονταν στην «πραγματικότητα», όπως γράφεται στο βιβλίο (σ. 13), έφερναν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Και ως «πραγματικότητα νοείται το πολύπλοκο περιβάλλον με τους παγκόσμιους συσχετισμούς και τις τοπικές ιδιαιτερότητες που συχνά οι κεντρικοί σχεδιασμοί έτειναν να υποτιμούν». Ο κόσμος, δηλαδή, χωρίς λείες νευτώνειες επιφάνειες, αλλά ο κόσμος που έχει δύσβατους δρόμους με τριβές. Κατά τη γνώμη μου, ο Ιωαννίδης αντιμετωπίζει το ζήτημα αυτό και με ειλικρίνεια αλλά και με θάρρος. Διότι, όταν είμαστε βαθιά μέσα σε μια έρευνα, τείνουμε να αναβαθμίζουμε συμβάντα τα οποία μακροπρόθεσμα είχαν μικρή επίδραση, ακριβώς επειδή βρίσκονται στον πυρήνα της έρευνάς μας. Αυτό είναι κάτι που ο συγγραφέας αποφεύγει.
Για παράδειγμα, το βιβλίο καταπιάνεται με την έκθεση φωτογραφίας του ΜΟΜΑ Η οικογένεια του Ανθρώπου, η οποία από το 1955 περιόδευσε σε δεκάδες κράτη, ανάμεσά τους και η Ελλάδα. Και ενώ διεθνώς αυτή είναι μια κομβική έκθεση, στην καρδιά αυτού που λέμε Ψυχρός Πόλεμος, που την παρακολούθησαν εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο, ο Ιωαννίδης παραδέχεται ότι είχε μια μάλλον πλαδαρή υποδοχή από την Ελλάδα. Ωστόσο, αυτό δεν τον αποτρέπει από το να αναλύσει τη σημασία της ελληνικής αντίδρασης, προσπαθώντας να κατανοήσει τι σήμαινε αυτή η υποδοχή για την ίδια την έκθεση, καθώς και για τα δύο κράτη που λειτούργησαν ως πομπός και δέκτης αυτού του πολιτιστικού προϊόντος. Στην ιστορία της τεχνολογίας λέμε συχνά ότι οι δυσλειτουργίες και βλάβες των μηχανών μας λένε –για τις κοινωνίες που τις χρησιμοποιούν– πολύ περισσότερα από την απρόσκοπτη λειτουργία τους.
Οι τοπικές ιδιαιτερότητες οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν την πρόσληψη ενός έργου τέχνης, ενός καλλιτεχνικού ρεύματος ή μιας έκθεσης ίσως να μας φαίνονται δεδομένες. Αυτό διότι η τέχνη θεωρείται ένας τομέας όπου οι βεβαιότητες είναι λίγες και οι –πολλές, συχνά– αντικρουόμενες απόψεις καλοδεχούμενες. Όμως οι αποτυχίες, οι αλλαγές και οι ματαιώσεις σχεδίων ισχυρών κρατών, μεγάλων ιδρυμάτων ή εξαιρετικά δυνατών διεθνών οργανισμών δεν είναι κάτι που αφορά ούτε αποκλειστικά τον χώρο της τέχνης ούτε μόνο την Ελλάδα. Στον επιστημονικό και τεχνολογικό τομέα –εκεί δηλαδή που ο τέλειος σχεδιασμός ανάγεται σε κάτι σαν θρησκεία– περιπτώσεις όπου οι θεωρητικές αναπτυξιακές πολιτικές συγκρούστηκαν με απροσδόκητες υλικές πραγματικότητες δεν ήταν η εξαίρεση αλλά ο κανόνας. Σε παγκόσμιο επίπεδο, οι ειδικοί εμπειρογνώμονες, εκείνοι που, ειδικά μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ενήργησαν ως «φορείς» τεχνολογίας από –αυτό που προβληματικά ίσως αναφέρεται– το κέντρο προς την περιφέρεια, αντιμετώπισαν σημαντικές προκλήσεις. Αυτές συχνά περιλάμβαναν τις απρόβλεπτες τοπικές συνθήκες και την έλλειψη κατάλληλων εγκαταστάσεων και εξοπλισμού για τη διεξαγωγή ακόμη και των πιο βασικών δραστηριοτήτων επιστημονικής κατάρτισης. Για να το πω διαφορετικά, οι τοπικές διανοητικές αλλά και υλικές συνθήκες είχαν καθοριστικό ρόλο σε αυτό που πολλές φορές απροβλημάτιστα αναφέρουμε ως πολιτισμικές ανταλλαγές.
Το ζήτημα της κεντρικής σημασίας της τοπικότητας αναδεικνύεται πολύ απτά στο βιβλίο του Ιωαννίδη στη περίπτωση της Έκθεσης σχεδίων Αμερικανών ζωγράφων του 1962. Ενώ, όπως σε όλες τις περιπτώσεις που αναλύονται στο βιβλίο, την επιμέλεια των εκθέσεων είχαν γενικώς αμερικανικοί φορείς, στην έκθεση του 1962 την εγχώρια οργάνωση και προώθηση είχε το Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο του Κωνσταντίνου Δοξιάδη. Και αυτό ήταν μάλλον που έκανε τη διαφορά. Όπως γράφει ο Ιωαννίδης (σ. 135), «ανεξαρτήτως του κεντρικού σχεδιασμού, ο εκάστοτε φορέας που αναλάμβανε την οργάνωση ήταν ο σημαντικότερος παράγοντας επιτυχίας της». Με άλλα λόγια, βγάζοντας λίγο από το κάδρο την Αμερικανική Υπηρεσία Πληροφοριών που έφερνε τις εκθέσεις αυτές στη χώρα και βάζοντας πιο μπροστά τους ανθρώπους ενός τοπικού φορέα, το Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο γινόταν, όπως γράφει και πάλι ο Ιωαννίδης (σ. 135), «ο πιο αποτελεσματικός πρεσβευτής της αμερικανικής τέχνης στην Ελλάδα» σε ό,τι έχει να κάνει με τις εκθέσεις του ΜΟΜΑ.
Και εδώ φτάνουμε στο τρίτο σημείο που θα ήθελα να θίξω και έχει να κάνει με τους ανθρώπους. Ξεκίνησα λέγοντας πως ο μεταπολεμικός κόσμος είναι ένας κόσμος σε διαρκή κίνηση. Και η κίνηση αυτή, εκτός από δρόμους και δίκτυα όπως τα περιέγραψα, έχει μια βασική προϋπόθεση: τους ανθρώπους. Από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, χιλιάδες άνθρωποι ενθαρρύνθηκαν και χρηματοδοτήθηκαν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, να ταξιδέψουν από χώρα σε χώρα. Και αυτό γιατί είχε γίνει κατανοητό ότι ένα «μήνυμα» μπορεί να μεταδοθεί καλά μόνο από στόμα σε στόμα και να εντυπωθεί στο ίδιο το σώμα μέσω αυτού που λέμε άρρητη γνώση, τη γνώση, δηλαδή, που αποκτάται μόνο μέσω της καθημερινής τριβής και εμπειρίας.
Οι άνθρωποι παίζουν κεντρικό ρόλο στο βιβλίο του Ιωαννίδη. Έργα τέχνης φτιαγμένα από ανθρώπους που προσπαθούν μέσω θεσμών να μεταδώσουν σε άλλους ανθρώπους κάποιο «μήνυμα». Πολλές φορές ξεχνάμε ότι οι πιο καλοκουρδισμένοι προπαγανδιστικοί μηχανισμοί, οι πιο οργανωμένοι θεσμοί και οι πιο δελεαστικές ιδέες δεν έχουν καμία ελπίδα να επιζήσουν και να πετύχουν τον σκοπό τους αν δεν υιοθετηθούν από ανθρώπους. Και, αντίστροφα, ο πιο εύκολος τρόπος –αν όχι και ο μοναδικός– που ένα κράτος μπορούσε να διαδώσει το μήνυμα της υπεροχής του σε ένα τομέα, είτε αυτός ήταν η επιστήμη και η τεχνολογία αιχμής είτε ένα καλλιτεχνικό ρεύμα, ήταν να τυλίξει το μήνυμα αυτό γύρω από ανθρώπους. Παίρνοντας και πάλι αφορμή από την Έκθεση σχεδίων Αμερικανών ζωγράφων του MOMA, νομίζω ότι ο Ιωαννίδης περιγράφει εξαιρετικά αυτό που προσπαθώ να πω, γράφοντας πως το μήνυμα της έκθεσης ήταν το εξής: «αυτά που αισθάνονται τώρα οι Αμερικανοί καλλιτέχνες ως ευαίσθητοι δέκτες του περιβάλλοντός τους θα τα αισθανόμαστε σύντομα όλοι» (σ. 138).
Όλες οι προσπάθειες που γίνονταν στη διάρκεια αυτού που αναφέρουμε ως Πολιτισμικό Ψυχρό Πόλεμο για να διαδοθεί μια ιδέα, είτε καλλιτεχνική είτε επιστημονική, είχαν ένα κοινό παρονομαστή, ένα κοινό μήνυμα, και αυτό ήταν ο άνθρωπος. Όλα έκρυβαν μια υπόσχεση για ένα καλύτερο μέλλον για το ανθρώπινο γένος. Για τους Αμερικανούς που χαράζαν την εξωτερική πολιτική της χώρας εκείνη την εποχή το δικό τους πρότυπο και μοντέλο, το αμερικανικό, ήταν αυτό που μπορούσε να πραγματοποιήσει την υπόσχεση για ένα καλύτερο μέλλον για τον άνθρωπο. Νομίζω πως ο Ιωαννίδης συμπυκνώνει σε πολύ λίγες λέξεις αυτό που προσπαθώ να περιγράψω: «το μήνυμα ήταν οι ίδιοι οι Αμερικάνοι» (σ. 26).
- Peter Galison και Caroline A. Jones, «Τροχιές παραγωγής στα εργαστήρια, τα εργοστάσια και τα καλλιτεχνικά στούντιο», Μαρία Ρεντετζή (επιμ.), Ο χώρος του επιστημονικού εργαστηρίου, 16ος-20ός αιώνας. Αρχιτεκτονικές και κοινωνικές διαστάσεις, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2010, σελ. 345-372. ↑
