Ελληνικές διασπορικές Κοινότητες: Το παράδειγμα της Μελβούρνης

Αλέξανδρος Μπαλάσης

Γεωργία Χαρπαντίδου, Σάρκα και οστά της μακρινής πατρίδας: Η ιστορία της Ελληνικής Ορθόδοξης Κοινότητας Μελβούρνης και Βικτώριας από την ίδρυσή της μέχρι το 1972, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2022, σελ. 296

Η οργάνωση των Ελλήνων της διασποράς γύρω από τον θεσμό των Κοινοτήτων αποτέλεσε ιστορικά κρίσιμο παράγοντα για τη διατήρηση της ελληνικότητάς τους. Από τις ελληνικές Κοινότητες του εξωτερικού όμως, λίγες διέσωσαν και διέθεσαν στο κοινό τα αρχεία που συνδέονται με τη λειτουργία τους. Ανάμεσα σε αυτές που προσφέρουν πρόσβαση στον μελετητή, παρά την απουσία επαγγελματία αρχειονόμου, ξεχωρίζει η Ελληνική Ορθόδοξη Κοινότητα Μελβούρνης και Βικτώριας. Η Γεωργία Χαρπαντίδου, στηριζόμενη κυρίως στα αρχεία της, αλλά και στον Τύπο, αφηγείται την ιστορία της Κοινότητας από την ίδρυσή της το 1897 μέχρι το 1972, διαιρώντας το έργο της σε εννέα κεφάλαια. Το βιβλίο της αποτελεί μια από τις ευάριθμες θεωρήσεις της ιστορικής εξέλιξης μιας ελληνικής Κοινότητας του εξωτερικού.

Η συγγραφέας ξεκινά με δύο κεφάλαια που θέτουν το πλαίσιο της μελέτης. Το πρώτο εξετάζει τη γενεαλογία των κοινοτικών οργανώσεων των Ελλήνων της διασποράς, εντοπίζοντας τις ρίζες τους στις εμπορικές ενώσεις των ορθοδόξων, που αναπτύχθηκαν κατά την πρώιμη καπιταλιστική περίοδο, τόσο στη Δύση όσο και στον Οθωμανικό χώρο. Μέχρι τα μέσα του δέκατου ένατου αιώνα ο θεσμός αποκτά εθνικό χαρακτήρα, με κύριο στόχο την ίδρυση ορθόδοξων εκκλησιών και σχολείων. Το δεύτερο κεφάλαιο επικεντρώνεται στην ανάδειξη της Αυστραλίας ως μεταναστευτικού προορισμού. Οι πρώτοι Έλληνες έφτασαν στη χώρα τη δεκαετία του 1850, στο πλαίσιο του πυρετού του χρυσού, ενώ ο αριθμός τους αυξήθηκε κατά την περίοδο που κυριαρχούσε η φυλετική μεταναστευτική πολιτική της «Λευκής Αυστραλίας». Η αλυσιδωτή μετανάστευση και οι ευκαιρίες στα μεγάλα αστικά κέντρα προσέλκυσαν σταδιακά περισσότερους μετανάστες, παρ’ όλα αυτά, μέχρι το 1947, λιγότεροι από 3.000 Έλληνες ζούσαν στην περιοχή της Βικτώριας.

Το τρίτο και τέταρτο κεφάλαιο περιστρέφονται γύρω από την ίδρυση και τη διοίκηση της πρώτης ελληνορθόδοξης εκκλησίας στη Μελβούρνη. Η συγγραφέας περιγράφει τη δημιουργία της Κοινότητας, η οποία αποτελούνταν αρχικά από περίπου 200 Έλληνες, καθώς και από ορθόδοξους αραβόφωνους, που συμμετείχαν ενεργά στις πρώτες φάσεις της οργάνωσης. Με πρωταγωνιστές μια ομάδα επιχειρηματιών, η Κοινότητα πέτυχε την έλευση στην πόλη ορθόδοξου ιερέα από την Ιερουσαλήμ, καθώς και την ανέγερση της πρώτης εκκλησίας. Οι εσωτερικές διενέξεις που προέκυψαν ήδη από τα πρώτα χρόνια εξετάζονται στο επόμενο κεφάλαιο. Το 1902 η απόφαση της Κοινότητας να υπαχθεί η εκκλησία στη δικαιοδοσία της Εκκλησίας της Ελλάδος δημιούργησε σύγκρουση με τον ιερέα του ναού, ο οποίος θεωρούσε εαυτόν επικεφαλής της εκκλησίας. Ακολούθησαν διαμάχες μεταξύ των υποστηρικτών του και των μελών της Κοινότητας, και η σύγκρουση κατέληξε μέχρι τα δικαστήρια. Τελικά, η εκκλησία υπήχθη στη δικαιοδοσία της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Στο πέμπτο και, κυρίως, στο έκτο κεφάλαιο περιγράφεται μια περίοδος σταθεροποίησης της Κοινότητας. Αρχικά, η συγγραφέας εστιάζει στις μη εκκλησιαστικές δράσεις του οργανισμού, όπως εράνους και φιλανθρωπικές δραστηριότητες, καθώς και στις προσπάθειες συγχώνευσης συλλόγων με την Κοινότητα, με στόχο, μεταξύ άλλων, την κάλυψη των εξόδων. Παράλληλα, δίνεται έμφαση στην ίδρυση της Επισκοπής Αυστραλίας και την υπαγωγή της, το 1924, στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, γεγονός που προκάλεσε νέες συγκρούσεις, που επιβάρυναν την Κοινότητα με σημαντικά δικαστικά έξοδα. Το έκτο κεφάλαιο εστιάζει στο νοικοκύρεμα των οικονομικών της Κοινότητας, η οποία ανέλαβε την ευθύνη λειτουργίας ελληνικών σχολείων που έως τότε βρίσκονταν υπό την αιγίδα άλλων εθνικοθρησκευτικών συλλόγων. Με το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, οι Έλληνες της Μελβούρνης οργάνωσαν εράνους για την υποστήριξη της Ελλάδας, αλλά και για την ενίσχυση της πολεμικής προσπάθειας της Αυστραλίας. Την ίδια περίοδο τίθεται το θέμα της αποδέσμευσης της Κοινότητας από τον εκκλησιαστικό της ρόλο και στο πλαίσιο αυτό ξεκινούν συζητήσεις με άλλες ελληνικές κοινοτικές οργανώσεις της Αυστραλίας.

Τα τελευταία τρία κεφάλαια της μελέτης επικεντρώνονται στη μεταπολεμική περίοδο. Στο έβδομο δίνεται ένα σύντομο πλαίσιο για τη μαζική μετανάστευση Ελλήνων μετά τον εμφύλιο πόλεμο στην Αυστραλία, κυρίως μέσω της Διακυβερνητικής Επιτροπής Μετανάστευσης εξ Ευρώπης. Στο όγδοο κεφάλαιο περιγράφεται πώς η άφιξη των νέων μεταναστών δημιούργησε νέες ανάγκες και δεδομένα. Ο Ψυχρός Πόλεμος έφερε στην επιφάνεια ιδεολογικές αντιπαραθέσεις και η συμμετοχή των αριστερών στη διοίκηση έδωσε την αφορμή να κατηγορηθεί η Κοινότητα για φιλοξενία κομμουνιστών. Επιπλέον, η ανάληψη καθηκόντων από τον Μητροπολίτη Ιεζεκιήλ απεδείχθη καθοριστική, καθώς ο ίδιος, ακολουθώντας μεθόδους που εισήγαγε η Αρχιεπισκοπή Αμερικής, πρωτοστάτησε στην ίδρυση νέων ανεξάρτητων κοινοτήτων, υπό μορφή ενοριών, θεωρώντας πως ένα αποκεντρωμένο σύστημα μικρότερων κοινοτήτων εξυπηρετούσε καλύτερα τις ανάγκες των αποδήμων. Η πολιτική αυτή στερούσε από την Κοινότητα της Μελβούρνης εγγεγραμμένους και εκκλησίασμα και, συνεπώς, οικονομικούς πόρους και επιρροή.

Στο ένατο και τελευταίο κεφάλαιο η συγγραφέας αναλύει τις δύο διαφορετικές αντιλήψεις που κυριαρχούσαν για τον θεσμό της Κοινότητας. Ενώ η μία πλευρά τόνιζε τη δημοκρατική οργάνωση της Κοινότητας και τον εθνικοπατριωτικό της ρόλο, η Αρχιεπισκοπή τη θεωρούσε πρωτίστως εκκλησιαστικό και θρησκευτικό σώμα. Η συνεργασία της Αρχιεπισκοπής με το ελληνικό προξενείο, με στόχο τον περιορισμό της επιρροής των κομμουνιστών στην Κοινότητα, εντάθηκε κατά τη διάρκεια της δικτατορίας. Ταυτόχρονα, σε συνεργασία με άλλες κοινότητες της Αυστραλίας που αντιμετώπισαν παρόμοιες προκλήσεις, σχηματίστηκε ομοσπονδία ελληνικών Κοινοτήτων, η οποία εργάστηκε με στόχο τη δημιουργία μιας Αυτοκέφαλης Ελληνορθόδοξης Εκκλησίας. Παρά τις προσπάθειές τους, η έλλειψη υποστήριξης από τις εκκλησιαστικές αρχές κατέστησε το εγχείρημα ανεπιτυχές. Τελικά, οι αποσχισθείσες εκκλησίες της Κοινότητας υπήχθησαν εκ νέου στο Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Στον σύντομο επίλογο η Χαρπαντίδου τονίζει ότι, παρά τις διαφωνίες και τις συγκρούσεις που σημάδεψαν την ιστορική της πορεία, η σημασία του θρησκευτικού ρόλου του οργανισμού δεν τέθηκε υπό αμφισβήτηση. Ακόμη, αναδεικνύει τη μετάβαση σε μια νέα εποχή για την Κοινότητα, με την εμφάνιση νέων προσώπων από τη δεύτερη γενιά μορφωμένων μεταναστών.

Η μελέτη της Χαρπαντίδου αποτελεί σημαντική συμβολή στην ιστορία της ελληνικής διασποράς. Αυτό γιατί η συγγραφέας καταφέρνει να αποτυπώσει με ακρίβεια και κατανοητά την πολυπλοκότητα της εξέλιξης της Κοινότητας Μελβούρνης, η πορεία της οποίας δεν διαφέρει σε μεγάλο βαθμό από τις υπόλοιπες ελληνικές Κοινότητες της Αυστραλίας αλλά και της Βόρειας Αμερικής. Επιπλέον, η Χαρπαντίδου επιχειρηματολογεί πειστικά για τον τρόπο με τον οποίο η Κοινότητα αντιλαμβανόταν τον εαυτό της ως αντιπρόσωπο των Ελλήνων μεταναστών, αναδεικνύοντας έτσι και τη σημασία της στη διατήρηση της ταυτότητας και της συνοχής τους. Ωστόσο, η αντιπροσώπευση αυτή δεν μελετάται σε όλα της τα επίπεδα. Η επικέντρωση στη συγκρουσιακή σχέση της Κοινότητας με την Εκκλησία, αν και χρήσιμη, φαίνεται να επισκιάζει τις υπόλοιπες εκφάνσεις της δράσης της πρώτης. Ζητήματα όπως η αλληλεπίδραση της Κοινότητας με την αυστραλιανή κοινωνία ή και την κυβέρνηση, καθώς και η στάση της απέναντι στην αναδυόμενη πολυπολιτισμική πραγματικότητα της Αυστραλίας, παραμένουν σε μεγάλο βαθμό ανεξερεύνητα. Ταυτόχρονα, η συγγραφέας, πλην αποσπασματικών εξαιρέσεων, παραλείπει την ένταξη της μελέτης στην εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συζήτηση περί διασποράς που βρίσκεται σε εξέλιξη στην ελληνική ιστοριογραφία τόσο της Αυστραλίας όσο και της Βόρειας Αμερικής. Τέλος, η μελέτη της Κοινότητας σε σχέση με άλλες εθνοτικές ομάδες, όσον αφορά ομοιότητες ή αντιθέσεις με αυτές σε ζητήματα κοινωνικής και πολιτικής φύσεως, παραμένει επίσης ένα αναγκαίο πεδίο έρευνας. Όλα τα παραπάνω ζητήματα υπογραμμίζουν την ανάγκη για μια πιο σφαιρική προσέγγιση της δυναμικής της Κοινότητας, ώστε να κατανοηθεί καλύτερα ο ρόλος της, τόσο μεταξύ των Ελλήνων όσο και στην ευρύτερη αυστραλιανή κοινωνία.

Σε κάθε περίπτωση, η Χαρπαντίδου πετυχαίνει να προσφέρει ένα έργο χρήσιμο για τη μελέτη της ελληνικής διασποράς και απαραίτητο για την κατανόηση της ελληνικής ιστορίας της Αυστραλίας. Παράλληλα, αναδεικνύει την ανάγκη για περαιτέρω έρευνα στην ιστορία των κοινοτήτων των μεταναστών, έρευνα που τα τελευταία χρόνια ενθαρρύνεται από το αυξανόμενο ενδιαφέρον των ντόπιων Ελλήνων, αλλά και από τις έδρες Νεοελληνικών Σπουδών σε πανεπιστήμια του εξωτερικού.