Οι διαιρέσεις και τα εγχειρήματα της υπέρβασης των μετεμφυλιακών αποκλεισμών και της διαχείρισης της ιστορικής μνήμης στη Μεταπολίτευση (1974-1989)

Άκης Παλαιολόγος

Το μεγαλύτερο διάστημα της πρώτης δεκαπενταετίας της Μεταπολίτευσης (1974-1989) χαρακτηρίστηκε από την ευρεία πολιτική και κοινωνική ενεργοποίηση γύρω από τα αιτήματα και τις προσδοκίες για εκδημοκρατισμό. Οι προσδοκίες αυτές, σε συνδυασμό με τη διαχείριση της συλλογικής μνήμης, συγκρότησαν στο παραπάνω διάστημα μια σειρά από διαιρετικές τομές εντός του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Βασικό τμήμα των αιτημάτων για εκδημοκρατισμό και των πολιτικοκοινωνικών διαιρέσεων που διαμορφώθηκαν ήταν το ζήτημα της υπέρβασης των στεγανών και των ανισοτήτων του πρόσφατου μετεμφυλιακού παρελθόντος. Τα ζητήματα του εκδημοκρατισμού, της υπέρβασης των μετεμφυλιακών αποκλεισμών και της διαχείρισης των ιστορικών ταυτοτήτων –στις οποίες η δεκαετία του 1940 είχε κεντρική θέση– αφενός, έτεμναν τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό, αφετέρου, τροφοδοτούσαν τη συλλογική συστράτευση. Τα παραπάνω χαρακτηριστικά έφτασαν στο απόγειό τους στα μέσα της δεκαετίας του 1980, ενώ μετά το 1985 υποχώρησαν και ανασημασιοδοτήθηκαν.

Η τομή της Μεταπολίτευσης

Η τομή που επέφερε η Μεταπολίτευση, σε σχέση με το μετεμφυλιακό παρελθόν, αποτέλεσε σε μεγάλο βαθμό τη μήτρα των εν λόγω προσδοκιών και διαιρέσεων. Η τομή της Μεταπολίτευσης δεν ήταν απόλυτη, μιας και περιείχε συνδέσεις με το πρόσφατο παρελθόν. Καταρχάς, το προδικτατορικό πολιτικό προσωπικό ήταν αυτό που διαχειρίστηκε τη μετάβαση από τη δικτατορία στην Γ' Ελληνική Δημοκρατία και συνέβαλε στη διαμόρφωση των βασικών χαρακτηριστικών της τελευταίας.[1] Επιπρόσθετα, εντοπίζονται συνέχειες σε πεδία όπως οι πολιτικές αναζητήσεις και οι πολιτισμικές και κοινωνικές πρακτικές της νεολαίας. Ειδικότερα, η κουλτούρα της Μεταπολίτευσης, δηλαδή, ο συνδυασμός του πολιτικού ακτιβισμού με τις πολιτισμικές αναζητήσεις, δεν δημιουργήθηκε από το μηδέν μετά την κατάρρευση της δικτατορίας των συνταγματαρχών. Προπομπός της ήταν η σύζευξη της πολιτικής με τον πολιτισμό, η οποία διαμορφώθηκε στην Ελλάδα της δεκαετίας του 1960, αντλώντας επιρροή από τα Long Sixties, όπως αυτά εκδηλώθηκαν στις ΗΠΑ και τη Δυτική Ευρώπη. Η δικτατορία δεν στάθηκε ικανή να ανακόψει ούτε τη συγκεκριμένη σύζευξη ούτε τα ερεθίσματά της από το εξωτερικό.[2]

Ταυτόχρονα, όμως, η Μεταπολίτευση αποτέλεσε μια διαδικασία ρήξης με τους βασικότερους πυλώνες πάνω στους οποίους διαμορφώθηκε ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός από το τέλος του Εμφυλίου έως την κατάρρευση της στρατιωτικής δικτατορίας. Οι συγκεκριμένοι πυλώνες περιλάμβαναν, μεταξύ άλλων, την ιδεολογία της εθνικοφροσύνης, η οποία καθόριζε και τα όρια της νομιμότητας στη μετεμφυλιακή Ελλάδα, «στο πολιτικό και κοινοβουλευτικό επίπεδο, αλλά και στην καθημερινή ζωή».[3] Ακόμη την ύπαρξη του λεγόμενου «παρασυντάγματος», ενός σώματος, δηλαδή, διατάξεων και νόμων που είχαν θεσπιστεί στη διάρκεια του Εμφυλίου, τα οποία –σε συνδυασμό με πρακτικές όπως ο θεσμοθετημένος έλεγχος της νομιμοφροσύνης μέσω των πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων, οι διοικητικές εκτοπίσεις, οι φάκελοι των «εθνικά υπόπτων» και η νομική αντιμετώπιση των στελεχών του παράνομου ΚΚΕ ως κατασκόπων– συνιστούσαν ένα ολόκληρο πλέγμα διακρίσεων και περιορισμών.[4] Επιπλέον, βασικότατα στηρίγματα του μετεμφυλιακού καθεστώτος αποτελούσαν ο στρατός και η μοναρχία. Οι ένοπλες δυνάμεις και το παλάτι λειτουργούσαν ως κέντρα εξουσίας στο εσωτερικό του κράτους, αντίθετα προς τους κοινοβουλευτικούς θεσμούς, έως το 1967 και έξω από κάθε μορφή θεσμικού κοινωνικού ελέγχου. Ιδίως ο στρατός αποτελούσε τον μηχανισμό που μετά τον Εμφύλιο ανέλαβε την εξαναγκαστική επιβολή της κοινωνικής συνοχής.[5] Επιπρόσθετα, το διάστημα 1949-1974 χαρακτηριζόταν από την ύπαρξη ενός υπερτροφικού αντικομμουνισμού, ο οποίος, εκτός από κυρίαρχο στοιχείο της κρατικής ιδεολογίας, διαπότιζε και κάθε στοιχείο της κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής.[6] Η βαθιά αυταρχικότητα του μετεμφυλιακού και του δικτατορικού καθεστώτος αποτυπωνόταν, επίσης, στη λειτουργία της δικαιοσύνης ως κέντρου εξουσίας στο εσωτερικό του κράτους, κάτι που αποσκοπούσε στην αναπαραγωγή του κυρίαρχου συστήματος κοινωνικών σχέσεων, καθώς και στον ασφυκτικό έλεγχο του συνδικαλιστικού κινήματος. Το περίγραμμα των βασικών μετεμφυλιακών πυλώνων συμπλήρωνε η αυστηρή αστυνόμευση των επίσημων δυνάμεων καταστολής, καθώς και η ανεξέλεγκτη δράση των διάφορων παρακρατικών ομάδων.[7]

Με ποιον τρόπο υλοποιήθηκε η συγκεκριμένη τομή; Η Μεταπολίτευση με τη στενή έννοια του όρου, η μετάβαση δηλαδή από τη δικτατορία στην Γ' Ελληνική Δημοκρατία, πραγματοποιήθηκε στο διάστημα 1974-1975, με ένα εντυπωσιακό σε όγκο πλέγμα νομικών και συντακτικών πράξεων και όχι μόνο: η αποκατάσταση θεμελιακών πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών με την Καταστατική Συντακτική Πράξη (Αύγουστος 1974), η αποχώρηση της Ελλάδας, τον ίδιο μήνα, από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, η νομιμοποίηση του ΚΚΕ, καθώς και πλήθους οργανώσεων και κομμάτων αριστερής και μη προέλευσης (Σεπτέμβριος 1974), η κατάργηση των πιστοποιητικών κοινωνικών φρονημάτων, οι ανόθευτες εκλογές του Νοεμβρίου, το πολιτειακό δημοψήφισμα του Δεκεμβρίου που κατήργησε οριστικά τη βασιλεία, το Σύνταγμα του 1975, οι δίκες των πρωταιτίων του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου και της αιματηρής καταστολής της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, το ίδιο έτος,[8] αποτελούσαν τα κύρια σημεία ρήξης με βασικές πλευρές του μετεμφυλιακού αυταρχικού παρελθόντος.[9] Επιπλέον, οι σχετικά εκτεταμένες εκκαθαρίσεις στις ένοπλες δυνάμεις και, κυρίως, η ουσιαστική απόσυρση του στρατού από την πολιτική καθόρισαν την υποταγή του τελευταίου στην πολιτική εξουσία,[10] «θέτοντας τέλος σε μια νοσηρή παράδοση στρατιωτικών επεμβάσεων που ταλάνιζε τη χώρα από τις αρχές του 20ού αιώνα».[11]

Οι παραπάνω βαθύτατες αλλαγές εδράζονταν σε μια εκτίμηση που διέπνεε συνολικά τις πολιτικές δυνάμεις –αστικές και μη– σχετικά με τις διαθέσεις της πλειονότητας του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Κοινή συνισταμένη των διαθέσεων αυτών ήταν η συνολική απόρριψη του μετεμφυλιακού «κράτους των εθνικοφρόνων». Η απόρριψη αυτή εκφράστηκε με τον πιο εύγλωττο τρόπο στο πολιτειακό δημοψήφισμα του Δεκεμβρίου του 1974: Η πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας δεν απέρριπτε μόνο τον θεσμό της μοναρχίας καθαυτό, αλλά το παλάτι ως βασικό πυλώνα του μετεμφυλιακού καθεστώτος.[12] Άλλωστε, η ίδια η κατάρρευση του στρατιωτικού καθεστώτος είχε δημιουργήσει μια μαζική ψυχολογική ατμόσφαιρα τέτοια, που καθιστούσε αδιανόητες τις απαγορεύσεις της μετεμφυλιακής και δικτατορικής περιόδου.[13]

Η κάλυψη του κενού που άφηνε η αποσάθρωση του μετεμφυλιακού κράτους αποτέλεσε τη βασικότερη, ίσως, πολιτική και κοινωνική επιδίωξη των πρώτων μεταπολιτευτικών ετών. Σε επίπεδο πολιτικής εκφράστηκε με τις προσπάθειες δημιουργίας μιας νέας κοινωνικής συναίνεσης και ενός νομιμοποιητικού λόγου, καθώς και με τη γεφύρωση των κοινωνικών χασμάτων και ανισοτήτων και την εδραίωση των δημοκρατικών κανόνων και πρακτικών. Σε επίπεδο κοινωνίας, με την πρόταξη πληθώρας αιτημάτων, με πολιτικές και πολιτιστικές αναζητήσεις και με την ταχεία ανάδυση κοινωνικών κινημάτων που πίεζαν για μια ριζική καθεστωτική αλλαγή και έναν ολοκληρωμένο εκδημοκρατισμό.[14]

Επί της ουσίας, οι πολιτικές ελευθερίες που εγκαινίασε η Μεταπολίτευση συνέβαλαν στην απελευθέρωση των κοινωνικών διεκδικήσεων και προσδοκιών. Αυτή η έκρηξη των προσδοκιών, που επηρέαζε το σύνολο του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, δεν είχε «μόνο κοινωνικό, αλλά και ιστορικοπολιτικό χαρακτήρα. Αυτή την κοινωνική πραγματικότητα καλούνταν να αντιπροσωπεύσει το νέο ελληνικό πολιτικό σύστημα».[15]

Η εν λόγω κοινωνική πραγματικότητα συμβάδιζε με μια συνολικότερη αλλαγή νοοτροπιών και αντιλήψεων που επέφερε η Μεταπολίτευση. Η αλλαγή των νοοτροπιών δεν έγινε μηχανιστικά. Απεναντίας, αποτέλεσε απότοκο μιας διαδικασίας και διάθεσης ρήξης με το μετεμφυλιακό και δικτατορικό παρελθόν, κάτι που αποτυπώθηκε στα ευρύτατης κοινωνικής απήχησης αιτήματα και προσδοκίες για ουσιαστικές πολιτικές ελευθερίες και εκδημοκρατισμό, παύση του αυταρχισμού, της αστυνόμευσης των φρονημάτων και του ασφυκτικού κοινωνικού ελέγχου, ενσωμάτωση μεγάλων μερίδων του πληθυσμού που προηγουμένως ανήκαν στον κόσμο των «μη εθνικοφρόνων», καθώς και μια πιο δίκαιη ανακατανομή του πλούτου.

Οι διαιρετικές τομές της πρώιμης Μεταπολίτευσης, 1974-1981

Η προαναφερθείσα δραστική αλλαγή των αντιλήψεων αποτυπώθηκε και στο πολιτικό επίπεδο. Το πρώτο που μπορεί να ειπωθεί αφορά τις πολιτικές διαιρέσεις. Πρακτικά, η διαιρετική τομή «εθνικόφρονες-μη εθνικόφρονες», που επιβλήθηκε από τους νικητές του Εμφυλίου και δέσποσε έως την πτώση της δικτατορίας, κατέρρευσε. Στον αντίποδά της αναδύθηκε ένα νέο διαιρετικό σχήμα. Σε αδρές γραμμές, το σχήμα αυτό είχε από τη μια έναν δεξιό πόλο και από την άλλη έναν πόλο με αντιδεξιό και δημοκρατικό/προοδευτικό πρόσημο. Οι δύο πόλοι συγκροτήθηκαν σε ένα περιβάλλον κοινωνικής πίεσης, με κυρίαρχα αιτήματα τον ουσιαστικό εκδημοκρατισμό και τη μείωση των ανισοτήτων.

Από την πλευρά του, αυτό που περιείχε με σαφήνεια ο αντιδεξιός πόλος ήταν η απόρριψη του μετεμφυλιακού τρόπου κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης. Πέραν αυτού, δεν ήταν πλήρως διαμορφωμένος, κι αυτό λόγω του πλουραλισμού των μνημών και των στόχων που τον συναποτελούσαν. Στην υπό διαμόρφωση διαίρεση, συνυπήρχαν οι μνήμες της εαμικής παράδοσης, τα αιτήματα των ηττημένων του Εμφυλίου για ισότιμη συμμετοχή στην πολιτική, κοινωνική και οικονομική ζωή, ο αντιαμερικανισμός και ο αντιιμπεριαλισμός,[16] οι προσδοκίες για ουσιαστική εδραίωση της δημοκρατίας και η συλλογική πεποίθηση ότι το άμεσο μέλλον μπορούσε να είναι πολύ καλύτερο.[17]

Ο αντιδεξιός πόλος της συγκεκριμένης διαιρετικής τομής αφορούσε τρεις γενιές. Πρώτον, τα στρώματα που –έχοντας σε μεγάλο βαθμό επηρεαστεί από την εαμική τομή– βίωσαν τους αποκλεισμούς και τις πιέσεις της «καχεκτικής δημοκρατίας» που συγκροτήθηκε μετά το τέλος του Εμφυλίου. Δεύτερον, τα κοινωνικά στρώματα που αναδύθηκαν τη δεκαετία του 1960, υπό τον ασαφή όρο «δημοκρατικές δυνάμεις»,[18] και διακατέχονταν από μια αντιδεξιά κουλτούρα, όπως φάνηκε από τη μαζική στήριξή τους στην Ένωση Κέντρου.[19] Τρίτον, ανθρώπους νεότερης ηλικίας, που είχαν βιώσει τον κοινωνικοπολιτικό «γύψο» της στρατιωτικής δικτατορίας. Σημαντικότατα τμήματα της κατηγορίας αυτής ήταν κομμάτια της σπουδάζουσας και της εργαζόμενης νεολαίας που είχαν ριζοσπαστικοποιηθεί στη διάρκεια του αντιδικτατορικού αγώνα.[20] Στην ουσία, στον αντιδεξιό πόλο συναθροίζονταν τρεις διαφορετικές επιμέρους ταυτότητες· της εαμικής εμπειρίας, των κοινωνικών αγώνων της δεκαετίας του ’60 (η γενιά, δηλαδή, του 114 και των Ιουλιανών) και του αντιδικτατορικού αγώνα. Το συγκεκριμένο αμάλγαμα αποτέλεσε, κατά τον Γ. Βούλγαρη, τη νέα νομιμοποιητική βάση της ελληνικής πολιτείας, στην οποία κυριαρχούσε η κουλτούρα των αντιπάλων του «κράτους της Δεξιάς».[21]

Στην πορεία, και έως τις βουλευτικές εκλογές του 1977, η προαναφερθείσα διαιρετική τομή απέκτησε πιο σαφή χαρακτηριστικά και σχηματοποιήθηκε γύρω από το δίπολο «Δεξιά-Αλλαγή». Αυτό οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι επηρέαζε άμεσα τον λόγο, τη διάταξη και τις επιδιώξεις του συνόλου σχεδόν του πολιτικού φάσματος της Γ' Ελληνικής Δημοκρατίας.[22]

Γύρω από την προαναφερθείσα νέα διαιρετική τομή συγκροτήθηκαν δύο αντιπαραθετικοί κοινωνικοπολιτικοί συνασπισμοί. Ο πρώτος σχηματικά θα λέγαμε ότι περιστρεφόταν γύρω από τη συντηρητική παράταξη, με κομματικό εκπρόσωπο τη Ν.Δ. Ο δεύτερος, αντίστοιχα σχηματικά, γύρω από το αίτημα της «Αλλαγής». Κύριο συνεκτικό στοιχείο του πόλου της «Αλλαγής» –στον οποίο είχε αρχίσει να γίνεται καταφανής η ηγεμονία του ΠΑΣΟΚ– ήταν η αντίθεσή του προς τη Ν.Δ.[23] Οι επιμέρους συνιστώσες του αποτελούσαν έναν «αστερισμό ανταγωνιζόμενων κομμάτων». Χρησιμοποιούσαν δηλαδή το αντιδεξιό επιχείρημα ως εργαλείο πολιτικής οριοθέτησης και αντιπαράθεσης, τόσο μεταξύ τους όσο και απέναντι στη Ν.Δ.[24] Τα επόμενα χρόνια, αυτός ο πολιτικοκοινωνικός συνασπισμός συνέχισε να ενισχύεται, έως τη νίκη του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 1981.

Ένας από τους παράγοντες ενίσχυσης του πόλου της «Αλλαγής» ήταν η αδυναμία της Ν.Δ. στα πεδία του ιδεολογικού λόγου και της διαχείρισης της ιστορικής μνήμης. Απέναντι στις μνήμες, τα σύμβολα και τα ακυρωμένα αιτήματα των γενιών της εαμικής αντίστασης και του «114», απέναντι στη ριζοσπαστικοποιημένη νεολαία του Πολυτεχνείου, απέναντι στην έκρηξη των κοινωνικών διεκδικήσεων και προσδοκιών, η Ν.Δ., παρά την ανανέωση και τις προσπάθειες αποκοπής από τη μετεμφυλιακή Δεξιά, δεν είχε, πρακτικά, τίποτα θετικό να αντιπροτάξει σε επίπεδο ιδεολογικού λόγου και συμβολισμών.[25] Κοντολογίς, δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει επαρκώς ούτε τη δυναμική της νέας, αντιδεξιάς διαιρετικής τομής, ούτε την ισχύ των νωπών συλλογικών μνημών, ούτε τον κοινωνικό δυναμισμό του αιτήματος για «Αλλαγή».

Από την άλλη πλευρά, το ΠΑΣΟΚ κατάφερε να επικρατήσει στο πεδίο της πλειοψηφικής έκφρασης του κοινωνικοπολιτικού μπλοκ της «Αλλαγής». Ένας από τους λόγους της επικράτησής του ήταν ότι, παρουσιαζόμενο ως νέο πολιτικό κόμμα στα αριστερά του πολιτικού φάσματος, το ΠΑΣΟΚ δεν χρεώθηκε τα λάθη του Εμφυλίου, ούτε αντιμετώπισε τις ενδοαριστερές διαμάχες που βίωναν το ΚΚΕ και το ΚΚΕ Εσωτερικού. Αυτό του έδινε δύο πλεονεκτήματα: Καταρχάς, του επέτρεπε να εμφανίζεται ως εκφραστής των αιτημάτων και των προσδοκιών που ηλικιακού εκείνου τμήματος του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού που συμμετείχε στην εαμική εμπειρία. Κατά δεύτερον, του έδινε τη δυνατότητα να προτάσσει ένα λόγο ο οποίος ξεπερνούσε τα μετεμφυλιακά παραταξιακά στεγανά.[26]

Μια ακόμη κίνηση του ΠΑΣΟΚ, στην προσπάθεια να αναδειχθεί ηγεμονική δύναμη στο πλαίσιο των δυνάμεων που αναφέρονταν στην «Αλλαγή», ήταν οι αναφορές στο προδικτατορικό παρελθόν. Η ίδια η χρήση της πρόσφατης ιστορίας είχε για το ΠΑΣΟΚ ιδιαίτερη σημασία, όπως επισημαίνει ο Ηλίας Νικολακόπουλος:

Η διαδικασία αυτή αποκτούσε ιδιαίτερη βαρύτητα για το ΠΑΣΟΚ, αφού ήταν το μόνο από τα τρία μεγάλα κόμματα το οποίο εκαλείτο να ενοποιήσει μια εξαιρετικά ανομοιογενή, ως προς την ιστορική και πολιτική της προέλευση, εκλογική βάση (εξού και το ιδεολογικό σχήμα της συγχώνευσης των τριών γενεών, της Αντίστασης, του Ανένδοτου και του Αντιδικτατορικού Αγώνα).[27]

Στην πορεία προς τις εκλογές του 1981, η διαιρετική τομή «Δεξιά-Αλλαγή» μετασχηματίστηκε, σε μεγάλο βαθμό, στο δίπολο «προνομιούχοι» και «μη προνομιούχοι». Προσδιορίζοντας ο Ανδρέας Παπανδρέου τους «προνομιούχους» σαν μια χούφτα ισχυρών οικογενειών που συγκροτούσαν την οικονομική και χρηματιστική ολιγαρχία,[28] έδινε στο κόμμα του τη δυνατότητα να περιλάβει στους «μη προνομιούχους» ένα ολόκληρο νεφέλωμα διαφορετικών ιστορικών εμπειριών, κοινωνικών προσδοκιών και πολιτικών αιτημάτων. Εντός αυτού του πλαισίου, το ΠΑΣΟΚ υποσχόταν στους ανθρώπους που είχαν βιώσει το πρόσφατο αυταρχικό παρελθόν την αποκατάσταση των ιστορικών, κοινωνικών και πολιτικών αδικιών του μετεμφυλιακού καθεστώτος.[29] Αν επίσης, συμπεριλάβουμε στην οπτική μας ένα κυρίαρχο διακύβευμα των πρώτων μεταπολιτευτικών ετών, αυτό της αποκατάστασης του κράτους δικαίου, τότε μπορούμε να κατανοήσουμε την ανάδειξη των «μη προνομιούχων» ως μια στρατηγική από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ να εκπροσωπήσει και να φέρει στο πολιτικό προσκήνιο τα τμήματα αυτά του πληθυσμού που είχαν αποκλειστεί από το μετεμφυλιακό κράτος και είχαν ταυτόχρονα υποστεί το κοινωνικό κόστος της μεταπολεμικής οικονομικής μεγέθυνσης.[30]

Οι διαιρέσεις της δεκαετίας του 1980: 1981-1989

Στις εκλογές της 18ης Οκτωβρίου 1981 το ΠΑΣΟΚ επικράτησε με ποσοστό 48%. Για πρώτη φορά στην Ελλάδα του 20ού αιώνα ένα κόμμα σοσιαλιστικών αναφορών ανέλαβε τη διακυβέρνηση της χώρας. Η απρόσκοπτη εναλλαγή στην εξουσία –παρότι έδωσε τέλος στη μακρόχρονη παρουσία συντηρητικών κυβερνήσεων– αποτέλεσε ένα σημαντικό παράγοντα σταθεροποίησης του πολιτικού συστήματος, καθώς σηματοδότησε την ολοκλήρωση της μετάβασης προς ένα εδραιωμένο δημοκρατικό κοινοβουλευτικό καθεστώς, το πρώτο στη σύγχρονη ελληνική ιστορία.[31]

Η πρώτη κυβερνητική θητεία του ΠΑΣΟΚ (1981-1985) χαρακτηρίζεται από τον μετασχηματισμό των παραπάνω διαιρέσεων και τη συμπύκνωσή τους σε ένα νέο οξύτατο διαιρετικό σχήμα, αυτό της «Δεξιάς-Αντιδεξιάς».[32] Η διαίρεση αυτή σταθεροποίησε το ελληνικό κομματικό σύστημα με τη μορφή ενός διπολικού τρικομματισμού. Οι τρεις κύριοι κομματικοί σχηματισμοί δηλαδή (Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ) οργανώθηκαν σε δύο πόλους, τον δεξιό (Ν.Δ.) και τον αντιδεξιό (ΠΑΣΟΚ/ΚΚΕ).[33]

Από εκεί και πέρα, σε μεγάλο βαθμό, η πολιτική ατζέντα της τετραετίας διαμορφώθηκε πάνω σε ζητήματα που αφορούσαν τη δημοκρατική ολοκλήρωση της Γ' Ελληνικής Δημοκρατίας. Ως εκ τούτου, ένας από τους κεντρικούς άξονες της κυβερνητικής πολιτικής της περιόδου 1981-1985 αφορούσε προσπάθειες υπέρβασης των διαιρέσεων του παρελθόντος μέσα από τον εκδημοκρατισμό του κράτους.[34] Εξάλλου, η υπέρβαση των μετεμφυλιακών διαιρέσεων αποτελούσε βασικότατο αίτημα του πόλου της «Αντιδεξιάς».

Τα βήματα υπέρβασης των μετεμφυλιακών διαιρέσεων

Στην προαναφερθείσα κατεύθυνση, με τον νόμο 1285/82, αναγνωρίστηκε το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΑΜ) ως οργάνωση της Εθνικής Αντίστασης, προβλέφθηκε η καταβολή συντάξεων σε αγωνιστές της Αντίστασης και επιτράπηκε η επιστροφή του μεγαλύτερου μέρους των πολιτικών προσφύγων του Εμφυλίου. Με τους νόμους 1288/82 και 1289/82 καταργήθηκαν αναγκαστικά διατάγματα της μεταξικής δικτατορίας και του Εμφυλίου, οι επίσημα οργανωμένες αντικομμουνιστικές γιορτές και τα Τάγματα Εθνοφυλακής Αμύνης.[35] Το 1983, καταργήθηκαν οι «ατομικοί φάκελοι» των δημοσίων υπαλλήλων και απαγορεύθηκε η συμπερίληψη στοιχείων που αφορούσαν τις πολιτικές τους πεποιθήσεις.[36] Το 1984, ενοποιήθηκαν τα Σώματα Ασφαλείας (Χωροφυλακή και Αστυνομία Πόλεων) και από τη συγχώνευσή τους δημιουργήθηκε η σημερινή Ελληνική Αστυνομία. Παράλληλα, καταργήθηκε η Υπηρεσία Εθνικής Ασφαλείας, η οποία ήταν ο κύριος μηχανισμός παρακολούθησης και συλλογής πληροφοριών. Ιδιαίτερα η κατάργηση της Χωροφυλακής έμεινε στη συλλογική μνήμη ως διάλυση του «φόβου του χωροφύλακα», μιας και το εν λόγω σώμα είχε ταυτιστεί με τις αυταρχικές πρακτικές του μετεμφυλιακού κράτους και τη διαίρεση των πολιτών με βάση τα πολιτικά τους φρονήματα, ιδίως στην επαρχία.[37] Αλλά και για την Αστυνομία Πόλεων υπήρχαν νωπές τραυματικές εμπειρίες. Καταρχάς, στην αυγή της Μεταπολίτευσης η αστυνομία και εν γένει οι δυνάμεις ασφαλείας αντιμετωπίζονταν με δυσπιστία και απαξίωση από την κοινή γνώμη, λόγω του ρόλου τους στην παραβίαση των δικαιωμάτων και τον περιορισμό κάθε ελευθερίας έκφρασης την περίοδο της δικτατορίας.[38] Στην πρώιμη Μεταπολίτευση η αστυνομική βία ξεδιπλώθηκε σε πολλές περιπτώσεις, από την καταστολή κινητοποιήσεων και διαδηλώσεων έως τη δολοφονία των διαδηλωτών Ιάκωβου Κουμή και Σταματίνας Κανελλοπούλου, στην επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου το 1980.[39] Ο εκδημοκρατισμός, λοιπόν, των σωμάτων ασφαλείας παρέμενε ζητούμενο στην πρώιμη Μεταπολίτευση.

Οι συγκεκριμένες κινήσεις δεν αφορούσαν μόνο την άρση των αδικιών που είχε υποστεί τις προηγούμενες δεκαετίες το «μη εθνικόφρον» τμήμα του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Αφορούσαν και μια πολύ πραγματική κατάσταση που βίωναν οι πολίτες αριστερών πεποιθήσεων στην πρώιμη Μεταπολίτευση. Η νομιμοποίηση της Αριστεράς το 1974, όπως έχει επισημανθεί,

κάθε άλλο παρά ισοδυναμούσε, ωστόσο, με αποδοχή της Αριστεράς ως πολιτικής συνιστώσας με ίσα δικαιώματα στη νεοσύστατη Δημοκρατία. Για μιαν ακόμη επταετία διατηρήθηκε, απεναντίας, ο θεσμικός διαχωρισμός της από τους πολίτες πρώτης κατηγορίας, έστω κι αν αυτός ο αποκλεισμός περιοριζόταν σταδιακά κάτω από την πίεση του μαζικού δημοκρατικού κινήματος.[40]

Οι διαχωρισμοί αυτοί αποτυπώνονταν στις δυσκολίες που εξακολουθούσαν να αντιμετωπίζουν για να προσληφθούν στο δημόσιο οι «χαρακτηρισμένοι» αριστεροί, ενώ οι μυστικές υπηρεσίες συνέχισαν να παρακολουθούν τόσο τα δύο κομμουνιστικά κόμματα[41] όσο και οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς.[42] Όπως έχει εξηγήσει ο Βαγγέλης Καραμανωλάκης, στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης για τις αρχές ασφαλείας οι κομμουνιστές παρέμεναν οι εσωτερικοί εχθροί. Η συγκεκριμένη στάση ήταν απόρροια της πολύ περιορισμένης αποχουντοποίησης στα σώματα ασφαλείας, με συνέπεια να διατηρηθούν τα προϋπάρχοντα δίκτυα πληροφοριοδοτών και ιδιαίτερα η νοοτροπία της αντιμετώπισης του κομμουνισμού ως του κυρίαρχου εχθρού της πατρίδας.[43]

Επομένως, τα προαναφερθέντα βήματα υπέρβασης των μετεμφυλιακών διαιρέσεων και αδικιών ήταν κομβικής σημασίας για τον εκδημοκρατισμό του κράτους. Ουσιαστικά, οι μεταρρυθμίσεις του 1983-1984 παρήγαγαν ένα διπλό αποτέλεσμα: πρώτον, τη de facto αχρήστευση των μηχανισμών παρακολούθησης και επιτήρησης· δεύτερον, την παύση της διάκρισης των πολιτών με βάση τα πολιτικά τους φρονήματα και της αντιμετώπισής τους από το κράτος ως πολίτες πρώτης και δεύτερης κατηγορίας. Συνολικά, συνιστούσαν την «ορατή κορυφή μιας βαθύτερης και μαζικότερης αλλαγής που γινόταν στο επίπεδο της κοινωνίας ή, καλύτερα, της μικροκοινωνίας. Οι πολίτες ξεπερνούσαν έμπρακτα τον “φόβο του χωροφύλακα”».[44] Εξάλλου, η παύση των διακρίσεων και η ομογενοποίηση του σώματος των πολιτών ήταν βασικές προϋποθέσεις για τη θεμελίωση των κοινοβουλευτικών θεσμών, οι οποίοι αποδείχθηκαν οι μακροβιότεροι και με την πιο ομαλή λειτουργία στον βίο της σύγχρονης Ελλάδας.[45]

Η διαχείριση της ιστορικής μνήμης

Η αποκατάσταση των ηττημένων του Εμφυλίου, μέσα από την αναγνώριση της εαμικής αντίστασης στο ευρύτερο πλαίσιο της Εθνικής Αντίστασης, είχε ιστορικό βάθος. Σύμφωνα με τον Μενέλαο Χαραλαμπίδη, «αποτέλεσε ένα γεγονός τομή στον τρόπο με τον οποίο θυμόμαστε την περίοδο της Κατοχής», αφού «συνέβαλε καθοριστικά στην επούλωση των τραυμάτων που προκάλεσε ο βαθύς διχασμός της ελληνικής κοινωνίας, ενσωματώνοντας το ΕΑΜ και τους ανθρώπους του στο εθνικό αφήγημα».[46] Παράλληλα, αντανακλούσε τις ευρείας εμβέλειας συζητήσεις που είχαν ξεκινήσει από την πρώιμη Μεταπολίτευση για τα γεγονότα της δεκαετίας του ’40 και αποτύπωνε το αίτημα αποκατάστασης της ιστορίας της Κατοχής και της Αντίστασης σε ένα περιβάλλον όπου η διαχείριση της μνήμης του πρόσφατου παρελθόντος είχε σημαντικό ρόλο, μιας και συνδεόταν με τη διαμόρφωση πολιτικών ταυτοτήτων. Ιδίως για τις κοινωνικές δυνάμεις που στήριζαν το αίτημα της «Αλλαγής» και τον εκδημοκρατισμό ήταν ένα κρίσιμο ζήτημα, καθώς αυτές απαρτίζονταν από γενιές που είχαν συνδεθεί με στιγμές-ορόσημα της ανόδου του λαϊκού παράγοντα. Έτσι, η διαχείριση της συλλογικής μνήμης και των ιστορικών ταυτοτήτων αποτέλεσε ένα συνολικότερο πεδίο αντιπαράθεσης στη Μεταπολίτευση, το οποίο, ιδίως την τετραετία 1981-1985, τροφοδότησε με περαιτέρω ιδεολογικά, ιστορικά και μνημονικά καύσιμα, την αντιπαράθεση της τομής «Δεξιά-Αντιδεξιά». Όπως έχει επισημάνει η Μάγδα Φυτιλή,

η μνήμη της δεκαετίας του ’40 άσκησε καθοριστική επίδραση στη συγκρότηση της ελληνικής κοινωνίας κατά τη Μεταπολίτευση, αποτελώντας προνομιακό χώρο [...] συγκρότησης της συλλογικής μνήμης μέσω της σύγκρουσης αντίπαλων αφηγήσεων [...] που [...] αντανακλούσαν δύο εντελώς διαφορετικούς κόσμους, των οποίων οι βάσεις δημιουργίας είχαν τεθεί ήδη από τον Εμφύλιο. Υπό αυτή την έννοια, η πόλωση της δεκαετίας του ’80 δεν προήλθε αποκλειστικά από τις επιμέρους διαφορές στην πολιτική, αλλά ως αποτέλεσμα ξεχωριστών ιστορικών ταυτοτήτων, που αποκωδικοποιούσαν διαφοροποιημένα συστήματα αντιλήψεων, τα οποία ιστορικά σηματοδότησαν διαφορετικές προσεγγίσεις αναφορικά με ζητήματα δημοκρατίας και κοινωνικής δικαιοσύνης.[47]

Τα προαναφερθέντα διαφοροποιημένα συστήματα αντιλήψεων ενισχύθηκαν υπέρ του πόλου της «Αντιδεξιάς» το διάστημα 1981-1985, καθώς στοιχεία της αριστερής αφήγησης, που «αναφέρονταν στην ιστορική δικαίωση των αγώνων και στην αποκαθήλωση των μεταπολεμικών κοινωνικών ιεραρχήσεων», ενσωματώθηκαν στον κυβερνητικό λόγο του ΠΑΣΟΚ και συνολικότερα στη νέα κυρίαρχη κρατική ιδεολογία.[48] Η ήπια αντιπολίτευση και η κριτική στήριξη της παραδοσιακής Αριστεράς σε μεταρρυθμίσεις της «Αλλαγής», που υποσχόταν να υλοποιήσει το ΠΑΣΟΚ στην πρώτη κυβερνητική του τετραετία, ισχυροποιούσε ακόμη περισσότερο τον ιδεολογικό και πολιτικό λόγο του αντιδεξιού άξονα.[49]

Η σύμμειξη των πολιτικοκοινωνικών διακυβευμάτων με τις ιστορικές ταυτότητες έθεσε τις βάσεις μιας ακραία πολωτικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στα μπλοκ της Δεξιάς και της Αντιδεξιάς στο πρώτο μισό της δεκαετίας του ‘80. Η διαρκής ανατροφοδότηση της πόλωσης ανάμεσα στη Δεξιά και την Αντιδεξιά αποτελούσε στρατηγική επιλογή του ΠΑΣΟΚ, μιας και καθόριζε αποφασιστικά την ένταξη των υποκειμένων στο πολιτικό σύστημα.[50] Ειδικότερα, το ΠΑΣΟΚ οργάνωσε συστηματικά και μεθοδικά την πολιτική του στρατηγική γύρω από τη διαίρεση «Δεξιά-Αντιδεξιά», αναδεικνύοντάς την –μέσω της συγχώνευσης των μετεμφυλιακών συγκρούσεων σε ένα απλοποιητικό σχήμα– ως κεντρική διαιρετική τομή στο εσωτερικό του κομματικού συστήματος, αποκτώντας έτσι εκλογικά οφέλη.[51] Η εν λόγω στρατηγική, όπως αναφέρθηκε, ξεκίνησε να αναπτύσσεται από το 1977 και συνεχίστηκε την τετραετία 1981-1985, λόγω ακριβώς των πλεονεκτημάτων και των εκλογικών επιτυχιών που προσέφερε στο ΠΑΣΟΚ, μια δύναμη που είχε «προσαρμόσει όλες τις πτυχές της πράξης και του λόγου της, μέσα από ένα χρόνιο και επίμονο εθισμό, σε αυτό το πρότυπο διχοτομικής προσέγγισης του πολιτικού πεδίου».[52]

Το 1984, η ανάληψη της ηγεσίας της Ν.Δ. από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη[53] σηματοδότησε την άνοδο της πολιτικής κινητοποίησης του κόμματος, μέσα από την ένταση της παρέμβασης των δυνάμεών της στους συλλογικούς θεσμούς και τις κοινωνικές οργανώσεις, κάτι που συνεισέφερε στη μεγάλη μαζικοποίησή της.[54] Η προαναφερθείσα ενίσχυση της διαίρεσης «Δεξιά-Αντιδεξιά», σε συνδυασμό με την οργανωτική και κοινωνική άνοδο της Ν.Δ., οδήγησαν στην περαιτέρω ανατροφοδότηση της πόλωσης, η οποία είχε ήδη λάβει χαρακτηριστικά μετωπικής πολιτικής σύγκρουσης στις ευρωεκλογές που πραγματοποιήθηκαν την ίδια χρονιά.[55] Ειδικότερα, στις ευρωεκλογές του 1984 το ΠΑΣΟΚ άρθρωσε, για πρώτη φορά με τόσο έντονο τρόπο στη δεκαετία του ’80, το «αντιδεξιό επιχείρημα» (τον κίνδυνο, δηλαδή, επιστροφής της Δεξιάς).[56] Οι αναφορές στις πολιτικές μνήμες της δεκαετίας του ’40 και στην αποστασία του 1965 προσέδωσαν στον πολιτικό ανταγωνισμό στοιχεία αναμέτρησης με όρους ιστορικής δικαίωσης.[57] Κι αυτό παρότι η Ν.Δ., υπό την ηγεσία Μητσοτάκη, εξαιτίας και των πολιτικών πιστεύω του τελευταίου, προσανατολίστηκε περισσότερο προς το Κέντρο, δίνοντας ταυτόχρονα έμφαση στην εγκατάλειψη των διχασμών του παρελθόντος.[58] Οι προαναφερθείσες επικλήσεις έδιναν έντονα παρελθοντική όψη στον κομματικό ανταγωνισμό, με τις εκλογές του 1985 να αποτελούν το κορυφαίο σημείο της συγκεκριμένης διαδικασίας.[59] Στις εκλογές του 1985 η πόλωση, υποβοηθούμενη από την ένταση που προκλήθηκε από τους ελιγμούς του Ανδρέα Παπανδρέου στην επιλογή του Χρήστου Σαρτζετάκη για Πρόεδρο της Δημοκρατίας, έφτασε στο απόγειό της.[60] Η προεκλογική περίοδος χαρακτηρίστηκε από φανατισμό που, «σε επίπεδο πολιτικής επικοινωνίας, χαρακτηρίστηκε από την αποθέωση της σημασίας των προεκλογικών συγκεντρώσεων των δύο μεγάλων κομμάτων, με τις χιλιάδες πλαστικές σημαίες, τις σκηνοθετικές παρεμβάσεις και τη σχεδόν πολεμική κάλυψη από τον τύπο της εποχής».[61] Σε αυτό το περιβάλλον, η ακραία ρητορική του ΠΑΣΟΚ για μια Δεξιά που θα αναβίωνε την μετεμφυλιακή καταπίεση έφτασε σε τέτοιο βαθμό υπερβολής που ανάγκασε ακόμα και το ΚΚΕ να δηλώσει ότι η Δεξιά του ’80 ήταν κάτι διαφορετικό από τη Δεξιά του ’50.[62] Με αυτό τον τρόπο, ο αντιδεξιός πόλος εμφάνισε τις πρώτες ρωγμές. Βασική συνέπεια της πόλωσης του 1985 ήταν το περιεχόμενο του αντιδεξιού επιχειρήματος να χάσει τα μετασχηματιστικά χαρακτηριστικά που είχε κατά την πρώιμη Μεταπολίτευση και να καταστεί εργαλείο κινητοποίησης για την παραμονή του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία.[63]

Η υποχώρηση των διαιρέσεων

Παράλληλα, από το 1985 η Ν.Δ. και η κομμουνιστική Αριστερά άρχισαν να συνειδητοποιούν πως «η ιδεολογική χρήση της ιστορίας ως σταθεροποιητικού παράγοντα των εκλογικών επιλογών λειτουργούσε πλέον ευνοϊκά μόνο για το ΠΑΣΟΚ, το οποίο είχε κατορθώσει να επιβάλει, ως κυρίαρχη εκδοχή, την περισσότερο επικερδή γι’ αυτό σύνθεση των αντιθέσεων του παρελθόντος στο απλουστευτικό σχήμα «Δεξιά-Αντιδεξιά».[64] Στην κατεύθυνση αυτή, επιχείρησαν να υποβαθμίσουν την ένταση και τη σημασία των διαχωριστικών γραμμών που γεννήθηκαν τη δεκαετία του 1940, προβάλλοντας το αίτημα της «εθνικής συμφιλίωσης». Η υποβάθμιση των συγκεκριμένων διαιρέσεων από την πλευρά του ΚΚΕ εντάσσεται στην προσπάθειά του να χειραφετηθεί από την εκλογική ηγεμονία του ΠΑΣΟΚ.[65] Η Ν.Δ., από την πλευρά της, ως φορέας του δεξιού πόλου, ζημιωνόταν από τον συσχετισμό δυνάμεων, όπως αυτός είχε διαμορφωθεί έως το 1985, τόσο εκλογικά όσο και συμβολικά και ιδεολογικά.[66] Το 1985 ήταν το τελευταίο έτος που η Ν.Δ. κατέφυγε στον διχαστικό λόγο της «εθνικοφροσύνης». Από το 1986 ο λόγος και οι πρακτικές της, σε ό,τι αφορά τις διαιρετικές τομές της δεκαετίας του 1940, εξομαλύνθηκαν σε μεγάλο βαθμό.[67]

Η σύγκλιση των βασικών πολιτικών φορέων της Δεξιάς και της Αριστεράς διευκολύνθηκε από τις πολιτικές επιλογές της δεύτερης τετραετίας του ΠΑΣΟΚ και την εκτεταμένη κρίση αξιοπιστίας που τις χαρακτήριζε, με αποκορύφωμα τα πολλαπλά σκάνδαλα προς το τέλος της κυβερνητικής του θητείας.[68] Τα παραπάνω συνέβαλλαν στην εντυπωσιακή αποδυνάμωση της επικοινωνίας ανάμεσα στις εκλογικές βάσεις της κοινοβουλευτικής Αριστεράς και του ΠΑΣΟΚ.[69] Η αποδυνάμωση αυτή σχετιζόταν με την ευρύτερη εξασθένηση του φόβου της «ταύτισης με τη Δεξιά», του αντιδεξιού δηλαδή συνδρόμου, το οποίο αποτέλεσε βασικό εργαλείο της μέχρι τότε κυριαρχίας του ΠΑΣΟΚ.[70] Απότοκο της προαναφερθείσας αποδυνάμωσης ήταν η σύγκλιση Δεξιάς και Αριστεράς στην ηθική βάση της κάθαρσης από τα κυβερνητικά σκάνδαλα. Το αποτέλεσμα ήταν η διαίρεση «Δεξιά-Αντιδεξιά» να αποδυναμωθεί και να μετασχηματιστεί σε ένα νέο διαιρετικό σχήμα, αυτό της «διαφθοράς-κάθαρσης».[71]

Συνολικά, το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’80 είδε τις ιστορικά διαμορφωμένες ταυτότητες που μπόλιασαν την πολιτική και κοινωνική ένταση των προηγούμενων ετών να περνούν σε δεύτερη μοίρα και τις διαιρέσεις του 1974-1985 να μετασχηματίζονται και να εξαντλούνται. Η εν λόγω εξάντληση γίνεται καλύτερα αντιληπτή αν ενταχθεί στη συνολικότερη μείωση της πολιτικής ενεργοποίησης που είχε αρχίσει να εκδηλώνεται από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 και η οποία αποτυπώθηκε στην πτώση της συμμετοχής στα κόμματα και τις μαζικές οργανώσεις και στην ευρύτερη υποχώρηση των ιδεολογικών και συλλογικών συναισθημάτων. Στη συγκεκριμένη υποχώρηση σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η στροφή προς τον καταναλωτισμό, την ιδιώτευση και τον ατομικισμό. Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας το ότι στην πρώτη δεκαετία της Μεταπολίτευσης, και ιδιαίτερα την τετραετία 1981-1985, σημειώθηκε μια αποφασιστική διεύρυνση της κοινωνικής βάσης της ευμάρειας, ενώ παράλληλα επεκτάθηκε η κοινωνία του ελεύθερου χρόνου και της διασκέδασης. Αυτό το πλαίσιο τροφοδότησε τις πρώτες μορφές εξατομίκευσης, οι οποίες, εντέλει, μεταφράστηκαν σε κυνισμό απέναντι στην υπερπολιτικοποίηση του διαστήματος 1974-1985.[72] Ουσιαστικά, το τέλος της δεκαετίας του 1980 σηματοδότησε μια ευρύτερη διαδικασία αλλαγής της ιδεολογίας, της πολιτικής κουλτούρας και των συλλογικών νοοτροπιών. Μια διαδικασία η οποία είχε αρχίσει να σχηματοποιείται από τα μέσα της δεκαετίας.

Επίλογος

Επί της ουσίας, η κοινωνική πίεση και οι πολιτικές αναζητήσεις των ετών 1974-1985 είχαν ένα κύριο κοινό επίδικο· τον ουσιαστικό εκδημοκρατισμό των κοινωνικών και πολιτικών θεσμών. Το συγκεκριμένο επίδικο είχε στον πυρήνα του την εξάλειψη των αυταρχικών μετεμφυλιακών δομών και ιεραρχήσεων και προϋπέθετε μια διαδικασία ολοκλήρωσης της κοινωνικής ενοποίησης, απαλλαγμένης από τον μετεμφυλιακό αυταρχισμό.

Η διάχυτη άρνηση της επιστροφής στην «καχεκτική δημοκρατία» της μετεμφυλιακής περιόδου ήταν, επομένως, ένα βασικό συστατικό των διαιρετικών τομών που αναδύθηκαν στη Μεταπολίτευση. Οι διαιρέσεις του διαστήματος 1974-1985 αφορούσαν, από τη μια, πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις που επεδίωκαν τον δημοκρατικό μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας σε όλα τα επίπεδά της και, από την άλλη, δυνάμεις που είτε δεν είχαν την ιδεολογική νομιμοποίηση είτε δεν συμφωνούσαν με έναν τέτοιας έντασης και διαστάσεων εκδημοκρατισμό. Η διαφορά στη διαιρετική τομή του 1981-1985, σε σχέση με τα προηγούμενα μεταπολιτευτικά χρόνια, είναι ότι, πρώτον, αποτέλεσε μέρος της κυβερνητικής πρακτικής και ρητορείας και, δεύτερον, ότι η διαχείριση της μνήμης των δεκαετιών του ’40 και του ’60 προσέδωσε στη διαίρεση «Δεξιά-Αντιδεξιά» βαθιά ιδεολογικά χαρακτηριστικά, με όρους αναμέτρησης διαφορετικών ιστορικών ταυτοτήτων.

Από την πλευρά του γράφοντος δίνεται έμφαση στην εξέταση της Μεταπολίτευσης μέσα από το πρίσμα των διαιρετικών τομών, λόγω της επιρροής που αυτές είχαν στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Ο όρος κοινωνική πολιτική διαίρεση δηλώνει μια ανθεκτική στον χρόνο πολιτική αντιπαλότητα, στην οποία εμπλέκονται μεγάλα τμήματα του πληθυσμού μιας χώρας. Στο πλαίσιο αυτό, οι κοινωνικές διαφοροποιήσεις και συγκρούσεις που μπορούν να προκύψουν από μια μεγάλη ποικιλία σχέσεων προσλαμβάνουν τη μορφή διαιρετικής τομής όταν, λόγω της έκτασης, της έντασης και της διάρκειάς τους, επενεργούν ουσιαστικά στη διαμόρφωση πεποιθήσεων και συλλογικών συμπεριφορών.[73] Οι διαιρετικές τομές που βίωσε η ελληνική κοινωνία έως τα μέσα της δεκαετίας του 1980 αντλούσαν δυναμική και νομιμοποίηση από τις μνήμες του μετεμφυλιακού παρελθόντος, αλλά δεν εξαντλούνταν σε αυτό. Αντίθετα, λειτουργούσαν ως «μνημονευτές εμπειριών» και συνεπώς ως παραγωγοί σύγχρονων ταυτοτήτων,[74] διαμέσου της ιστορίας, αλλά βασιζόμενες στα κύρια επίδικα της εποχής τους. Κατ’ αυτό τον τρόπο, νοηματοδοτούσαν με σύγχρονο περιεχόμενο και καθόριζαν τις πολιτικοκοινωνικές αντιπαλότητες.

Στην ουσία επρόκειτο για μια αμφίδρομη σχέση, καθώς η πολιτική ενεργοποίηση και η συλλογική συστράτευση τροφοδοτούνταν από τις διαιρετικές τομές του διαστήματος 1974-1985, οι οποίες είχαν στο επίκεντρό τους τον εκδημοκρατισμό. Το κοινό στοιχείο των ετών 1974-1985, το οποίο επιτρέπει τη θέασή τους ως μια αυτοτελή υποπερίοδο της Μεταπολίτευσης, ήταν ότι ο ελληνικός κοινωνικός σχηματισμός επιχειρούσε να συζητήσει με συλλογικούς όρους την πορεία και το μέλλον του, αλλά με γνώμονα τις εμπειρίες του παρελθόντος. Αυτό μπορεί να εξηγήσει τόσο τη μαζική πολιτική και κοινωνική συμμετοχή όσο και το βάθος της επιρροής των διαιρετικών τομών, αλλά και την έκταση της πόλωσης. Τα στοιχεία αυτά –για μια σειρά από λόγους– υποχώρησαν από το 1985, καθώς οι συλλογικές διεργασίες για το ζήτημα του εκδημοκρατισμού έφθασαν στα όριά τους.

Παρά ταύτα, πραγματοποιήθηκαν ορισμένα καίρια βήματα υπέρβασης στεγανών και ανισοτήτων του παρελθόντος. Μακροσκοπικά, η κατάρρευση των διακρίσεων μπορεί να θεωρηθεί ως κεφαλαιώδης τομή στην ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα: για πρώτη φορά από τη δεκαετία του 1920, το κράτος και οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του δεν είχαν αντικομμουνιστικό χαρακτήρα. Η αντιμετώπιση των μετεμφυλιακών διαιρέσεων ανταποκρινόταν σε κοινωνικά αιτήματα και προσδοκίες, που είχαν εκφραστεί με σαφήνεια ως δείγματα της αλλαγής αντιλήψεων από την πρώιμη Μεταπολίτευση. Η αλλαγή αντιλήψεων οδήγησε σε μια αναδιάταξη των πολιτικών και κοινωνικών ισορροπιών και σε μια συνολικότερη αλλαγή της κοινωνίας και της πολιτικής. Υπό αυτή την έννοια, η πρώτη μεταπολιτευτική δεκαετία αποτέλεσε ένα κρίσιμο και καθοριστικό διάστημα για μεγάλα τμήματα του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού.

 

  1. Βαγγέλης Καραμανωλάκης – Ηλίας Νικολακόπουλος – Τάσος Σακελλαρόπουλος, «Εισαγωγή», Β. Καραμανωλάκης – Η. Νικολακόπουλος – Τ. Σακελλαρόπουλος (επιμ.), Η Μεταπολίτευση ’74-’75. Στιγμές μιας μετάβασης, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2016, σσ. 24, 30-31.
  2. Αναλυτικά για το συγκεκριμένο ζήτημα, Κωστής Κορνέτης, Τα παιδιά της δικτατορίας. Φοιτητική αντίσταση, πολιτισμικές πολιτικές και η μακρά δεκαετία του εξήντα στην Ελλάδα, μτφρ. Π. Μαρκέτου, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2015. Βλ. επίσης, Nikolaos Papadogiannis, Militant around the Clock? Left-Wing Youth Politics, Leisure, and Sexuality in Post-Dictatorship Greece, 1974-1981, Berghahn, Νέα Υόρκη – Οξφόρδη 2015, σσ. 27-64.
  3. Ηλίας Νικολακόπουλος, Η καχεκτική δημοκρατία. Κόμματα και εκλογές, 1946-1967, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2001, σσ. 30-31.
  4. Νίκος Αλιβιζάτος, Οι πολιτικοί θεσμοί σε κρίση, 1922-1974. Όψεις της ελληνικής εμπειρίας, μτφρ. Β. Σταυροπούλου, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1995, σσ. 451-600· Χριστόφορος Βερναρδάκης – Γιάννης Μαυρής, Κόμματα και κοινωνικές συμμαχίες στην προδικτατορική Ελλάδα. Οι προϋποθέσεις της μεταπολίτευσης, Εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1991, σσ. 168-173· Γιάννης Γιανουλόπουλος, Ο μεταπολεμικός κόσμος: Ελληνική και ευρωπαϊκή ιστορία (1945-1963), Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 1992, σσ. 278-279.
  5. Δημήτρης Χαραλάμπης, Πελατειακές σχέσεις και λαϊκισμός. Η εξωθεσμική συναίνεση στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, Εκδόσεις Εξάντας, Αθήνα 1989, σσ. 172-174, 180-182.
  6. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Η ελληνική τραγωδία. Από την απελευθέρωση ως τους συνταγματάρχες, μτφρ. Κ. Ιορδανίδης, Εκδόσεις Ολκός, Αθήνα 1974, σσ. 89-90.
  7. Σπύρος Σακελλαρόπουλος, Τα αίτια του απριλιανού πραξικοπήματος. 1949-1967: Το κοινωνικό πλαίσιο της πορείας προς τη δικτατορία, Εκδόσεις Λιβάνης, Αθήνα 1998, σσ. 164-167, 206.
  8. Για τα συγκεκριμένα ζητήματα, βλ. ενδεικτικά, Γιώργος Κασιμάτης, «Η μετάβαση στη Δημοκρατία και το Σύνταγμα του 1975», Ευρυδίκη Αμπατζή – Τριαντάφυλλος Σκλαβενίτης (επιμ.), 30 χρόνια από το Σύνταγμα του 1975: Τα ελληνικά συντάγματα από τον Ρήγα έως σήμερα, Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα 2004, σσ. 173-174, 190-232· Αντώνης Κλάψης, 1974 Μεταπολίτευση, Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2021, σσ. 176-179, 224-240· Kostis Karpozilos, “Transition to Stability: The Greek Left in 1974”, Maria Elena Cavallaro – Kostis Kornetis (επιμ.), Rethinking Democratisation in Spain, Greece and Portugal, Palgrave Macmillan, Σαμ 2019, σσ. 179-180, 187.
  9. Στην πραγματικότητα, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για «αποκατάσταση» της δημοκρατίας. Είναι κοινή η παραδοχή στο σύνολο της σχετικής επιστημονικής βιβλιογραφίας, ότι η πειθαρχημένη δημοκρατία του 1949-1967 επένδυε με κοινοβουλευτικό μανδύα ένα βαθιά διαιρετικό και αυταρχικό καθεστώς. Για το ζήτημα της «αποκατάστασης» της δημοκρατίας και την αμφισημία μεταξύ ρήξης και συνέχειας στην ελληνική μετάβαση, βλ. Ηλίας Νικολακόπουλος, «Τα διλήμματα της Μεταπολίτευσης. Μεταξύ συνέχειας και ρήξης», Αρχειοτάξιο, 15 (Σεπτέμβριος 2013), 6-13· του ιδίου, «Συνέχειες και ρήξη: Ο αμφίσημος όρος Μεταπολίτευση»|, Μάνος Αυγερίδης – Έφη Γαζή – Κωστής Κορνέτης (επιμ.), Μεταπολίτευση. Η Ελλάδα στο μεταίχμιο δύο αιώνων, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2015, σσ. 429-431.
  10. Τάσος Σακελλαρόπουλος, «Η Μεταπολίτευση στον στρατό, Ιούλιος 1974 – Φεβρουάριος 1975», Αρχειοτάξιο, 15 (Σεπτέμβριος 2013), 14-23.
  11. Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, Δικτατορία και Μεταπολίτευση, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2017, σ. 278.
  12. Richard Clogg, Parties and Elections in Greece. The search for legitimacy, Duke University Press, Ντάραμ 1987, σσ. 208-209· Thomas Gallant, Νεότερη Ελλάδα. Από τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας μέχρι τις μέρες μας, μτφρ. Γ. Σκαρβέλη, Εκδόσεις Πεδίο, Αθήνα 2017, σ. 425.
  13. Αντώνης Λιάκος, Ο ελληνικός 20ός αιώνας, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2019, σ. 415.
  14. Κωστής Κορνέτης, «Μεταβάσεις, συλλογική μνήμη και δημόσια ιστορία», Μ. Αυγερίδης – Έ. Γαζή – Κ. Κορνέτης (επιμ.), Μεταπολίτευση, ό.π., σσ. 394, 397.
  15. Γιάννης Βούλγαρης, Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, 1974-1990, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2008, σ. 127.
  16. Ο αντιαμερικανισμός πήγαζε από τις σχέσεις εξάρτησης της μεταπολεμικής Ελλάδας από τις ΗΠΑ, τη δυσαρέσκεια για τη στήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών στη στρατιωτική δικτατορία και τη στάση τους στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο· Gallant, ό.π., σσ. 427-428.
  17. Βούλγαρης, Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, ό.π., σσ. 29, 31, 127.
  18. Σύμφωνα με τον Ηλία Νικολακόπουλο, ο όρος «δημοκρατικές δυνάμεις», εκτός του κόσμου των «μη εθνικοφρόνων», περιλάμβανε «και όλους εκείνους που, για διάφορους λόγους, βρέθηκαν σε αντίθεση με τον συγκεκριμένο τρόπο δόμησης του κράτους των νικητών του Εμφυλίου, κατά τη δεκαετία του ’50, ανεξαρτήτως της συγκεκριμένης θέσης που είχαν πάρει (οι ίδιοι ή οι οικογένειές τους) στις εμφύλιες συγκρούσεις της δεκαετίας του ’40. Με την έννοια αυτή, οι (εσκεμμένα ασαφώς οριζόμενες) “δημοκρατικές δυνάμεις” είχαν αναμφισβήτητη πλειοψηφική δυναμική, την οποία με κανένα τρόπο δεν διέθετε ο περιθωριοποιημένος κόσμος των “μη εθνικοφρόνων”». Βλ. Ηλίας Νικολακόπουλος, «Η εκλογική επιρροή των πολιτικών δυνάμεων», Χρήστος Λυριντζής – Ηλίας Νικολακόπουλος (επιμ.), Εκλογές και κόμματα στη δεκαετία του ’80: Εξελίξεις και προοπτικές του πολιτικού συστήματος, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 1990, σσ. 204-205.
  19. Βερναρδάκης – Μαυρής, ό.π., σσ. 224-226· Νικολακόπουλος, Η καχεκτική δημοκρατία, ό.π., σ. 50· Σακελλαρόπουλος, Τα αίτια του απριλιανού πραξικοπήματος, ό.π., σσ. 258-259.
  20. Βούλγαρης, Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, ό.π., σ. 30.
  21. Γιάννης Βούλγαρης, Η μεταπολιτευτική Ελλάδα, 1974-2009, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2020, σ. 89.
  22. Χριστόφορος Βερναρδάκης, «Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, 1974-1985. Σχέσεις εκπροσώπησης και σχέσεις νομιμοποίησης στο φως του πολιτικού και κοινωνικού ανταγωνισμού», ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης, ΕΚΠΑ, Αθήνα 1995, σ. 59.
  23. Σπύρος Σακελλαρόπουλος, Η Ελλάδα στη Μεταπολίτευση. Πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις, 1974-1988, Εκδόσεις Λιβάνης, Αθήνα 2001, σσ. 104-105.
  24. Βερναρδάκης, ό.π., σ. 87· Γεράσιμος Μοσχονάς, «Η διαιρετική τομή Δεξιάς-Αντιδεξιάς στη Mεταπολίτευση (1974-1990): Tο περιεχόμενο της τομής και όψεις της στρατηγικής των κομμάτων του “αντιδεξιού υποσυστήματος”», Νίκος Δεμερτζής (επιμ.), Η ελληνική πολιτική κουλτούρα σήμερα, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 1994, σσ. 187-188.
  25. Άγγελος Ελεφάντης, Στον αστερισμό του λαϊκισμού, Εκδόσεις O Πολίτης, Αθήνα 1991, σ. 287. Βλ. επίσης, Βούλγαρης, Η μεταπολιτευτική Ελλάδα, ό.π., σ. 37· Σακελλαρόπουλος, Η Ελλάδα στη Μεταπολίτευση, ό.π., σ. 109.
  26. Λιάκος, ό.π., σ. 424.
  27. Νικολακόπουλος, «Η εκλογική επιρροή», ό.π., σσ. 205-206.
  28. Clogg, ό.π., σ. 181.
  29. Κέντρο Μελετών Διαφώτισης του ΠΑΣΟΚ (έκδ.), Διακήρυξη κυβερνητικής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ. Συμβόλαιο με το λαό, Αθήνα 1981, σσ. 101-103.
  30. Διονύσης Γράβαρης, «Το “χτίσιμο” του κοινωνικού κράτους: Από τον κομματικό λόγο στις κρατικές πολιτικές», Μιχάλης Σπουρδαλάκης (επιμ.), ΠΑΣΟΚ: Κόμμα – κράτος – κοινωνία, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 1998, σσ. 104-105.
  31. Ηλίας Νικολακόπουλος, «Εκλογές 1981. Οι εκλογές της “Αλλαγής”», Βασίλης Βαμβακάς – Παναγής Παναγιωτόπουλος (επιμ.), Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80. Κοινωνικό και πολιτισμικό λεξικό, Εκδόσεις Επίκεντρο, Θεσσαλονίκη 2014, σ. 150· Gallant, ό.π., σ. 432.
  32. Μοσχονάς, ό.π., σσ. 193-194.
  33. Γιάννης Τσίρμπας, «Εκλογές 1985. Πλαστικές σημαίες και η κορύφωση της δεξιάς-αντιδεξιάς διαίρεσης», Βαμβακάς – Παναγιωτόπουλος (επιμ.), ό.π, σ. 150. Επίσης, βλ. Βερναρδάκης, ό.π., σσ. 63-64.
  34. Βαγγέλης Καραμανωλάκης, Ανεπιθύμητο παρελθόν. Οι φάκελοι κοινωνικών φρονημάτων στον 20ό αι. και η καταστροφή τους, Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα 2019, σ. 175.
  35. Βερναρδάκης, ό.π., σ. 68. Για τα Τάγματα Εθνοφυλακής Αμύνης, βλ. αναλυτικά, Παναγιώτης Κουσουλίνης, «Η Χωροφυλακή, η Εθνοφυλακή και η Εθνοφρουρά στη μετακατοχική Ελλάδα, 1944 – 1949», ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2016, σσ. 144-249.
  36. Καραμανωλάκης, ό.π., σσ. 175-177· Βαγγέλης Τζούκας, «Η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης», Βαμβακάς – Παναγιωτόπουλος (επιμ.), ό.π., σ. 135· Ελευθεροτυπία, 8 Ιουνίου 2003.
  37. Καραμανωλάκης, ό.π., σσ. 186, 189. Ο «φόβος του χωροφύλακα» δεν περιοριζόταν στην επαρχία, καθώς υπήρχαν κρούσματα αστυνομικής αυθαιρεσίας και στις πόλεις και μετά το 1974. Είναι ενδεικτικό ότι ο Ριζοσπάστης, σε όλο το διάστημα της πρώιμης Μεταπολίτευσης, βρίθει καταγγελιών για αστυνομική βία εις βάρος αριστερών νεολαίων, ιδίως σε περιπτώσεις διαδηλώσεων και αφισοκολλήσεων. Ενδεικτικά, Ριζοσπάστης, 26 Μαΐου 1976, 1 Σεπτεμβρίου 1976, 5 Απριλίου 1978, 6 Ιουνίου 1979, 10 Αυγούστου 1979, 25 Νοεμβρίου 1980.
  38. Leonidas Cheliotis – Sappho Xenakis, “Punishment and political systems: State punitiveness in post-dictatorial Greece”, Punishment and Society, 18.3 (Ιούλιος 2016), 282-283.
  39. Ελευθεροτυπία, 1 Αυγούστου 2004· Τάσος Κωστόπουλος, «Από τα τανκς στα ΜΑΤ: ο εκσυγχρονισμός της καταστολής του “πεζοδρομίου”», Αρχειοτάξιο, 15 (Σεπτέμβριος 2013), 29-36. Βλ. ακόμη, Κορνέτης, Τα παιδιά της δικτατορίας, ό.π., σσ. 595-596· Cheliotis – Xenakis, ό.π., 284.
  40. Εφημερίδα των Συντακτών, 27 Ιουλίου 2014.
  41. Καραμανωλάκης, ό.π., σσ. 168-169.
  42. Ελευθεροτυπία, 29 Σεπτεμβρίου 2002. Βλ. επίσης, Τάσος Κωστόπουλος, Αστυνομία και «άκρα» στη Μεταπολίτευση. Η έκθεση Γκίκα (1976) και άλλα ντοκουμέντα, Η Εφημερίδα των Συντακτών, Αθήνα 2017.
  43. Καραμανωλάκης, ό.π., σσ. 169-170.
  44. Βούλγαρης, Η μεταπολιτευτική Ελλάδα, ό.π., σ. 104.
  45. Λιάκος, ό.π., σ. 420.
  46. Μενέλαος Χαραλαμπίδης, Οι δωσίλογοι. Ένοπλη, πολιτική και οικονομική συνεργασία στα χρόνια της Κατοχής, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2024, σ. 27.
  47. Μάγδα Φυτιλή, «Λωτοφάγοι και Ηρόστρατοι: μνήμες του ’40 στον πολιτικό λόγο των κομμάτων κατά τη δεκαετία του ’80», Αυγερίδης – Γαζή – Κορνέτης (επιμ.), Μεταπολίτευση, ό.π., σ. 29.
  48. Βασίλης Βαμβακάς – Παναγής Παναγιωτόπουλος, «Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80. Κοινωνικός εκσυγχρονισμός, πολιτικός αρχαϊσμός, πολιτισμικός πλουραλισμός», Βαμβακάς – Παναγιωτόπουλος (επιμ.), ό.π., σσ. LIV-LV.
  49. Κώστας Ελευθερίου, «Η στρατηγική του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας στην ύστερη Μεταπολίτευση: μεταξύ δύο μοντέλων κινητοποίησης», ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης, ΕΚΠΑ, Αθήνα 2017, σσ. 129-131· Καραμανωλάκης, ό.π., σ. 214. Βλ. ακόμη, Γιάννης Κουρής, «ΚΚΕ Εσωτερικού. Η περιορισμένη εκλογική απήχηση, η σημαντική κοινωνική επιρροή και η διάσπαση της Ανανεωτικής Αριστεράς», Βαμβακάς – Παναγιωτόπουλος (επιμ.), ό.π., σ. 275.
  50. Βαμβακάς – Παναγιωτόπουλος, «Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80», ό.π., σ. LII. Για την πρόσληψη και την αναπαραγωγή της πόλωσης από την πλευρά της Ν.Δ., βλ. Εμμανουήλ Αλεξάκης, Η ελληνική δεξιά: Δομή και ιδεολογία της Νέας Δημοκρατίας, 1974-1993, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Κομοτηνή 2001, σσ. 304-306· Ευθύμιος Παπαβλασόπουλος, «Η ανασυγκρότηση του ελληνικού συντηρητισμού: η οργάνωση της Νέας Δημοκρατίας, 1974-1993», ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Τμήμα Νομικής, ΑΠΘ, Θεσσαλονίκη 2004, σσ. 102-114.
  51. Τσίρμπας, ό.π., σ. 150.
  52. Μοσχονάς, ό.π., σ. 179.
  53. Το Βήμα, 26 Σεπτεμβρίου 1999.
  54. Παπαβλασόπουλος, ό.π., σσ. 117-118, 465-467. Βλ. επίσης, Βερναρδάκης, ό.π., σσ. 73-74, 93-94.
  55. Δημήτρης Κατσορίδας, ΠΑΣΟΚ: Από την αλλαγή στη μετάλλαξη, Εκδόσεις ΚΨΜ, Αθήνα 2006, σ. 18.
  56. Κώστας Ελευθερίου – Χρύσανθος Τάσης, ΠΑΣΟΚ: Η άνοδος και η πτώση (;) ενός ηγεμονικού κόμματος, Εκδόσεις Σαββάλας, Αθήνα 2013, σ. 138.
  57. Βαμβακάς – Παναγιωτόπουλος, «Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80», ό.π., σ. LV.
  58. Καραμανωλάκης, ό.π., σ. 203.
  59. Νικολακόπουλος, «Η εκλογική επιρροή», ό.π., σ. 206. Επ’ αυτού ένα πολύ χαρακτηριστικό στιγμιότυπο αποτελεί η προεκλογική συγκέντρωση του ΠΑΣΟΚ στην Πάτρα. Στην πρώτη αναφορά του Α. Παπανδρέου στο όνομα του Κ. Μητσοτάκη, κυριάρχησαν τα συνθήματα «Απόψε πεθαίνει ο αποστάτης» και «Απόψε πεθαίνει ο φίλος των SS»· βλ. χαρακτηριστικά στην ιστοσελίδα https://www.youtube.com/watch?v=2tRt4w56Q1k [ανακτήθηκε 12.3.2025].
  60. Τζένη Λαλιούτη, «Σαρτζετάκης Χρήστος. Από το “Ζ” στο “ανάδελφον έθνος”», Βαμβακάς – Παναγιωτόπουλος (επιμ.), ό.π., σ. 534. Πιο αναλυτικά για την επιρροή του ζητήματος στο ευρύτερο πολιτικό κλίμα και την ανατροφοδότηση της πόλωσης, βλ. Βερναρδάκης, ό.π., σσ. 76 -80· Βούλγαρης, Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης, ό.π. σσ. 260-270.
  61. Τσίρμπας, ό.π., σ. 150.
  62. Clogg, ό.π., σ. 196.
  63. Κώστας Ελευθερίου, «ΠΑΣΟΚ και Α(α)ριστερά; Στοιχεία για μια πολυσήμαντη σχέση (1974-2009)», Βασίλης Ασημακόπουλος – Χρύσανθος Δ. Τάσσης (επιμ.), ΠΑΣΟΚ 1974-2018. Πολιτική οργάνωση – Ιδεολογικές μετατοπίσεις – Κυβερνητικές πολιτικές, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 2018, σ. 255.
  64. Νικολακόπουλος, «Η εκλογική επιρροή», ό.π., σ. 211.
  65. Φυτιλή, ό.π., σσ. 35-36.
  66. Βαμβακάς – Παναγιωτόπουλος, «Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80», ό.π., σ. LII.
  67. Νικολακόπουλος, «Η εκλογική επιρροή», ό.π., σσ. 211-212· Φυτιλή, ό.π., σ. 32-33.
  68. David Close, Ελλάδα 1945-2004. Πολιτική, κοινωνία, οικονομία, μτφρ. Γ. Μερτίκας, Εκδόσεις Θύραθεν, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 245· Gallant, ό.π., σσ. 436-438.
  69. Μοσχονάς, ό.π., σ. 180· Νικολακόπουλος, «Η εκλογική επιρροή», ό.π., σσ. 212-213.
  70. Μοσχονάς, ό.π., σ. 210.
  71. . Βαμβακάς – Παναγιωτόπουλος, «Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80», ό.π., σσ. LII-LIII· Καραμανωλάκης, ό.π., σ. 21· Φυτιλή, ό.π., σσ. 38-39.
  72. Βαμβακάς – Παναγιωτόπουλος, «Η Ελλάδα στη δεκαετία του ’80», ό.π., σσ. XXXVII, XLVI· Λιάκος, ό.π., σσ. 457-461. Βλ. επίσης, Κατερίνα Λαμπρινού, «Η “Γενιά του Πολυτεχνείου”», Αυγερίδης – Γαζή – Κορνέτης (επιμ.), Μεταπολίτευση, ό.π., σ. 158.
  73. Seymour Martin Lipset – Stein Rokkan, “Cleavage Structures, Party Systems, and Voter Alignments”, S. M. Lipset – S. Rokkan (επιμ.), Party Systems and Voter Alignments: Cross-National Perspectives, Free Press, Νέα Υόρκη 1967, σ. 2· Stefano Bartolini – Peter Mair, Identity, Competition, and Electoral Availability. The Stabilisation of European Electorates, 1885-1985, Cambridge University Press, Κέμπριτζ 1990, σσ. 214-215.
  74. Μοσχονάς, ό.π., σσ. 190, 211.