«...εκ της τέφρας ανεπήδησεν μια νέα τελείως πόλις...»:
Διαμόρφωση του δημόσιου χώρου στον Πειραιά και αντιλήψεις περί εκσυγχρονισμού, 1967-1973[1]
Σμαράγδα Ευαγγέλου
1. Εισαγωγή
Η έκρηξη των μνημονικών σπουδών τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα σηματοδότησε μια στροφή στην ιστοριογραφία, που ανέδειξε την ιστορικότητα των αναμνήσεων και αναπαραστάσεων του παρελθόντος και οδήγησε στην επανεξέταση της έννοιας του χώρου. Πρόκειται για τη «χωρική στροφή», η οποία αντιμετωπίζει τον χώρο όχι ως πλαίσιο της ανθρώπινης δράσης, ως «μαυροπίνακα», αλλά ως μία ερευνητική παράμετρο ισοδύναμη του χρόνου και της κοινωνικής συγκρότησης, μια δυναμική διαδικασία νοηματοδότησης, συγκρότησης και αναπαραγωγής ταυτοτήτων και σχέσεων εξουσίας. Ειδικότερα, οι σύγχρονες πόλεις αντιμετωπίζονται πλέον ως χώροι που παράγονται κοινωνικά, με ποικίλα «σύνορα», ορατά και υλικά ή αόρατα και φαντασιακά.[2] Παράδειγμα τέτοιων ορατών «συνόρων» αποτελεί και η καθ’ ύψος ανάπτυξή τους μέσω των ουρανοξυστών, κτιρίων που προκαλούν ευφορία και δέος απέναντι στα ανθρώπινα επιτεύγματα.[3]
Εντασσόμενο σε αυτό το πλαίσιο, το παρόν άρθρο επιχειρεί να φωτίσει μια χρονική στιγμή που αποτέλεσε τομή για τον πραγματικό αλλά και τον συμβολικό μετασχηματισμό της σύγχρονης πόλης του Πειραιά, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του 1967: τη στιγμή –κυριολεκτικά, αφού τα δύο γεγονότα συνέβησαν μέσα σε μια διετία– κατά την οποία το δικτατορικό δημοτικό συμβούλιο της πόλης αποφάσισε την κατεδάφιση της Κεντρικής Αγοράς, στη θέση της οποίας ακολούθησε η ανέγερση του Εμπορικού Κέντρου, καθώς και την κατεδάφιση του Παλαιού Δημαρχείου (Εικόνες 1 και 2). Η διττή σημασία του μετασχηματισμού αυτού θα αναδειχθεί μέσα από τον επίσημο λόγο, όπως αυτός εκφέρεται στις συνεδριάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου, και τον ανεπίσημο λόγο πολιτών του Πειραιά, όπως αυτός αποτυπώνεται σε συνεντεύξεις που πραγματοποιήθηκαν. Για τον λόγο αυτό μελετήθηκαν τα πρακτικά από 65 συνεδριάσεις και 6 αποφάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου, για το διάστημα 1967-1973, που φυλάσσονται στο Ιστορικό Αρχείο του Δήμου Πειραιά.[4] Επίσης, πραγματοποιήθηκαν επτά συνεντεύξεις, στις οποίες η επιλογή των πληροφορητών βασίστηκε σε κριτήρια φύλου, ηλικίας και επαγγελματικής απασχόλησης, με στόχο την καλύτερη κοινωνική αντιπροσώπευση.

Εικ. 1: Επιστολικό δελτίο με το Δημαρχείο/Ρολόι και την Κεντρική Αγορά (Αρχείο Παρασκευά Ευαγγέλου).

Εικ. 2: Επιστολικό δελτίο που εικονίζει το κτίριο του Εμπορικού Κέντρου και την προέκταση του Τινάνειου Κήπου στη θέση του παλαιού Δημαρχείου (Αρχείο Ηλία Παπαγεωργίου)
2. Η διαμόρφωση του δημόσιου χώρου στον Πειραιά
2.1 1833-1967
Το 1834 εγκρίθηκε, μετά από περιορισμένης κλίμακας τροποποιήσεις του Leo von Klenze, το σχέδιο της πόλης των Σταμάτη Κλεάνθη και Gustav Eduard Schaubert και το 1835 ο Πειραιάς ανακηρύχθηκε σε δήμο. Ο πληθυσμός της πόλης αυξήθηκε και ανεγέρθηκαν, σύμφωνα με τα αθηναϊκά πρότυπα, δημόσια κτίρια, σπίτια και μέγαρα νεοκλασικού ρυθμού, όλα στραμμένα προς το λιμάνι, θεμελιώνοντας, έτσι, και τη μελλοντική ναυτιλιακή του ταυτότητα.[5]
Η Μικρασιατική Καταστροφή προκάλεσε αιφνίδιες και βεβιασμένες μεταβολές. Ο πληθυσμός του Πειραιά, μεταξύ 1920 και 1928, όχι μόνο αυξήθηκε κατά 85% αλλά διαφοροποιήθηκε και από κοινωνικής, οικονομικής και πολιτισμικής πλευράς. Έτσι, «[ως πληθυσμός] ανατολίζει, ενώ ως πόλη και λιμάνι αμερικανίζει».[6] Απέκτησε την εικόνα μιας μεγαλούπολης, ενός εμπορικού, ναυτιλιακού και βιομηχανικού κέντρου με πολυεθνικό πληθυσμό. Παρ’ όλα αυτά, δεν μπόρεσε να αποφύγει την κρίση αποβιομηχάνισης κατά τη δεκαετία του 1930, που οδήγησε όχι μόνο επιχειρήσεις αλλά και τη μεγαλοαστική τάξη και τους πνευματικούς δημιουργούς να τον εγκαταλείψουν προς όφελος της Αθήνας. Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου 1936 επιφύλαξε για τον Πειραιά ένα πλούσιο πρόγραμμα τεχνικών έργων, μεταξύ των οποίων ήταν η ανέγερση νέου μνημειώδους δημαρχείου δίπλα στο Μέγαρο των Τραπεζών και οι κατεδαφίσεις της Δημοτικής Αγοράς και του Δημαρχείου, οι οποίες τελικώς πραγματοποιήθηκαν από τη δικτατορία του 1967.[7] Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου η πόλη καταστράφηκε από γερμανικούς και συμμαχικούς βομβαρδισμούς, με αποτέλεσμα να θεωρείται η περισσότερο πληγείσα πόλη της Ελλάδας.[8]
Οι δεκαετίες του 1950 και του 1960 σηματοδότησαν για τον Πειραιά την εποχή της διαμόρφωσης της σύγχρονης πολεοδομικής και αρχιτεκτονικής του φυσιογνωμίας. Το 1952 κτίστηκε η πρώτη πολυκατοικία στη Ζέα. Ήδη κατά τη διάρκεια της δημαρχιακής θητείας του Παύλου Γ. Ντεντιδάκη (1959-1964) είχαν τροποποιηθεί οι σχετικές διατάξεις για τον καθορισμό του ύψους των οικοδομών στον κεντρικό Πειραιά, που άνοιξαν τον δρόμο για την οικοδόμηση πολυώροφων κτιρίων. Ωστόσο, η βιομηχανική και η συνακόλουθη δημογραφική στασιμότητα των δεκαετιών αυτών, καθώς και η έκταση του νεοκλασικού και λαϊκού ιστού του, συνετέλεσαν σε μια πιο σταδιακή ανοικοδόμηση, σε σχέση με τις άλλες ελληνικές πόλεις. Το 1964 ανακηρύχθηκε και σε νομό, κατακτώντας έτσι τη διοικητική του ανεξαρτησία από την Αθήνα και ενδυναμώνοντας μια ελπίδα αναγέννησης, που βασιζόταν και στη μεταφορά της Ανωτάτης Βιομηχανικής Σχολής και στη δημιουργία Αρχαιολογικού Μουσείου, που είχαν δρομολογηθεί από τα τέλη της δεκαετίας του 1950. Παράλληλα, ο Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς προχώρησε σε ένα ευρύ πρόγραμμα λιμενικού εκσυγχρονισμού, μέρος του οποίου αποτελεί ο Σταθμός Επιβατών Αγίου Νικολάου (1962-1969).[9]
2.2 1967-1973: Ο λόγος περί εκσυγχρονισμού: «O ωραίος, ο νέος και επίζηλος καταστάς Πειραιάς μας»[10]
Η περίοδος της δικτατορίας του 1967 αποτέλεσε μέρος της ελληνικής μεταπολεμικής νεωτερικότητας, μιας σύνθετης διαδικασίας, παράμετροι της οποίας υπήρξαν το μεταπολεμικό-μετεμφυλιακό κράτος, η κρίση των πολιτειακών θεσμών και ο ρόλος του στρατού. Η πολυπλοκότητα αυτή οδηγεί στην υπέρβαση διπολικών ερμηνευτικών σχημάτων, όπως δημοκρατία και εκσυγχρονισμός έναντι δικτατορίας και οπισθοδρόμησης. Έτσι, στα χρόνια αυτά αναζητούνται τα στοιχεία που συνδέουν τη δικτατορία με το κοινωνικό και οικονομικό παρελθόν, στοιχεία τα οποία εκφράστηκαν μέσα από ένα ιδεολογικό νεφέλωμα περί αντικομμουνισμού, εθνικοφροσύνης, ελληνοχριστιανικού πεπρωμένου, αλλά και εκσυγχρονισμού, οικονομικής ανάπτυξης και τεχνικής προόδου, και εφαρμόστηκαν με τον αυταρχισμό της απαγόρευσης των πολιτικών ελευθεριών.[11]
Σε οικονομικό επίπεδο, βασικοί πυλώνες της αναπτυξιακής πολιτικής της δικτατορίας υπήρξαν η εξαρτημένη από το ξένο κεφάλαιο εκβιομηχάνιση, η ανάπτυξη με μετατόπιση του κέντρου βάρους από το κράτος στην ελεύθερη αγορά και την ιδιωτική πρωτοβουλία, η στήριξη του ελληνικού εφοπλιστικού κεφαλαίου και η διαχείριση των κρατικών επιχειρήσεων με ιδιωτικο-οικονομικά κριτήρια. Οι στόχοι του καθεστώτος ήταν η κατά το δυνατόν ταχύτερη εξασφάλιση υψηλού βιοτικού επιπέδου και κοινωνικής προόδου για το σύνολο του πληθυσμού, με κύρια οχήματα, μεταξύ άλλων, την οικοδομική και τουριστική ανάπτυξη.[12]
Όσον αφορά την οικοδομική ανάπτυξη, η δικτατορία άφησε έκτυπο το αποτύπωμά της στον χώρο και, ειδικότερα, στον πολεοδομικό και αρχιτεκτονικό μετασχηματισμό των πόλεων. Χωρίς να υπάρχει μια καθαρά δικτατορική αρχιτεκτονική και πολεοδομία, η εποχή αυτή σημαδεύτηκε από τη συνέχιση της μεταπολεμικής οικοδόμησης και ενέτεινε την «πολυκατοικιοποίηση». Μέσω της αλλαγής των όρων δόμησης και της συνακόλουθης αύξησης του ύψους, ενθάρρυνε την ανέγερση ουρανοξυστών ως αποδείξεων του εκσυγχρονισμού και εξευρωπαϊσμού του κράτους.[13] Δεν είναι τυχαία, λοιπόν, η εικόνα του Στυλιανού Παττακού να θεμελιώνει κτίρια με ένα μυστρί, αναγνωρίζοντας με αυτόν τον τρόπο την προτεραιότητα της οικοδομικής δραστηριότητας για την οικονομία, την κοινωνία και τον εν γένει «νέο πολιτισμό» που θα δημιουργούσε το καθεστώς, μακριά από την τυχόν γοητεία που ασκούσε ο κομμουνισμός στους κακώς στεγασμένους πολίτες.[14]
Με την εγκαθίδρυση της δικτατορίας και την ευνοϊκή σχετική νομοθεσία, ο Πειραιάς έγινε πόλος έλξης μεγάλου αριθμού ναυτιλιακών εταιρειών. Ταυτόχρονα, εξερράγη η αστική ανοικοδόμηση, η οποία χαρακτηριζόταν από την πλήρη απουσία σεβασμού της έως τότε σωζόμενης ιστορικής του φυσιογνωμίας.[15] Χαρακτηριστική της ταχύτητας των αλλαγών της πόλης είναι η εικόνα που αποδίδεται μέσα από τα λόγια μιας πληροφορήτριας:
Θυμάμαι τα νεοκλασικά σπίτια που υπήρχαν γύρω μας, απέναντί μας και στη γωνία και γενικά η Πραξιτέλους είχε πολλά τέτοια σπίτια. Και θυμάμαι, βέβαια, και την περίοδο που γκρεμίστηκαν αυτά τα σπίτια και έγιναν πολυκατοικίες. Δηλαδή το ένα μετά το άλλο, φύτρωναν οι πολυκατοικίες σαν μανιτάρια [...]. Μέσα σε 5-6 χρόνια είχε γίνει αγνώριστη η οδός Πραξιτέλους.[16]
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, το ιστορικό παρελθόν εμφανιζόταν στα Πρακτικά του Δημοτικού Συμβουλίου ως ένδοξο πρότυπο πόλης, αντάξιο της οποίας θα έπρεπε να γίνει και η σύγχρονη πόλη, «μοναδική σε ομορφιά, καθαριότητα, σε Ευρωπαϊκή εμφάνιση» μέσω της «ανακαινίσεως και της ριζικής αναμορφώσεώς» της.[17] Βασική προσδοκία ήταν πως ο Πειραιάς «έπρεπε να γίνει μια πολιτισμένη πόλις», να πετύχει την «απόλυτη εξομοίωσή» του με τις πλέον σύγχρονες πόλεις της Ευρώπης –όπως το Λονδίνο και η Ζυρίχη– της Αμερικής και όλου του κόσμου και να απομακρυνθεί από την εικόνα λιμανιών όπως το Χονγκ Κονγκ.[18]
2.3 Ο Πειραιάς υπό τον Αριστείδη Στεφάνου Σκυλίτση
Εύχομαι ολοψύχως τα τέκνα και τα τέκνα των τέκνων μας να ενθυμώνται τα χρόνια αυτά και να ευλογούν το όνομα του Δημιουργού του «Νέου Πειραιώς», Δημάρχου μας κ. Αριστείδη Στεφάνου Σκυλίτση.[19]
Με την κήρυξη της δικτατορίας του 1967 και με απόφαση του Στρατιωτικού Διοικητή Πειραιώς απολύθηκε ο εκλεγμένος δήμαρχος Γεώργιος Κυριακάκος, και στη θέση του τοποθετήθηκε ο Αριστείδης Στεφάνου Σκυλίτσης. Ο Σκυλίτσης ήταν γόνος παλιάς πειραϊκής οικογένειας, με σημαντική πολιτική παρουσία και διατηρούσε σχέσεις με τα ανώτατα κλιμάκια του καθεστώτος: σχεδιαστής του εμβλήματος της δικτατορίας, πρόεδρος του ταμείου για το «Τάμα του Σωτήρος του Έθνους», προσωρινός πρόεδρος του αθλητικού συλλόγου «Ολυμπιακός» και ιδιοκτήτης της μεγάλης διαφημιστικής εταιρείας «Γκρέκα». Η επιχειρηματική του αυτή ιδιότητα τον οδήγησε, πιθανότατα, και στην ιδέα της ίδρυσης ασφαλιστικής εταιρείας από τη δημοτική αρχή. Εξέφραζε, λοιπόν, το πνεύμα του ευρύτερου μεταρρυθμιστικού οράματος της δικτατορίας περί λειτουργίας των κρατικών φορέων με τα επιχειρηματικά κριτήρια του ιδιωτικού τομέα. Παράλληλα, η παρουσία του συνέδεσε το παρελθόν με το παρόν της πόλης και δημιούργησε ελπίδες για υλοποίηση των προσδοκιών των Πειραιωτών σχετικά με την ανάκαμψη της πόλης τους.[20]
Ένας από τους πληροφορητές θυμάται:
Ο Σκυλίτσης ήταν άνθρωπος της εποχής, κυκλοφορούσε με Ρολς-Ρόυς, οι άνθρωποι εντυπωσιάζονταν, δεν ήταν κλεισμένος στο γραφείο του, τριγυρνούσε, ήλεγχε τους εργάτες. Υποστήριζε, όμως, μια ισοπεδωτική ανάπτυξη με έμφαση στην οικονομία. Γενικώς τον ενδιέφερε το λιμάνι για τη ναυτιλία και το παραλιακό μέτωπο για τον τουρισμό.[21]
Σε κάποιες περιπτώσεις, οι Πειραιώτες που ήταν σε μεγαλύτερη ηλικία διαφοροποιούσαν, στη συνείδησή τους, το καθεστώς της δικτατορίας από την προσωπικότητα του Σκυλίτση, με χαρακτηριστική την άποψη μιας πληροφορήτριας: «Ε, η δικτατορία ήταν κακό πράγμα. Ο Σκυλίτσης όμως ήταν άλλο. Στην αρχή ήταν καλός, έκανε γιορτές, έντυσε τους σκουπιδιάρηδες στα λευκά. Μετά, δεν ξέρω».[22]
Το Δημοτικό Συμβούλιο του Πειραιά –αναμενόμενο, βέβαια, αφού ορίστηκε επίσης άνωθεν–εκθείαζε την προσωπικότητα και το έργο του δημάρχου. Έτσι, συχνές ήταν οι αναφορές, στα Πρακτικά, σχετικά με έναν άνθρωπο «άξιο[] συγχαρητηρίων και επαίνων», «ακάματο[]» και «εξαίρετο[]» που ενίοτε έφθαναν και στην προσωπολατρία: «Μόνο ένας Σκυλίτσης μπορεί να λύση αυτό το πρόβλημα». Αλλά και ο ίδιος δεν φειδόταν αυτοπροβολής, η οποία μπορεί να ερμηνευτεί είτε ιδιοσυγκρασιακά –όπως η μετακίνησή του με ακριβά αυτοκίνητα– είτε ως μέρος του λαϊκιστικού δικτατορικού πολιτικού λόγου. Χαρακτηριστικά, αναφερόταν στο «δημιουργικόν έργον υπέρ της πόλεώς μας», το οποίο περιλάμβανε και προσωπικές πρωτοβουλίες, όπως τη δωρεά του ιδιωτικού αυτοκινήτου του, τη διενέργεια εράνου για την εικονογράφηση της Μητρόπολης του Πειραιά και τη δωρεά περίπου 1.400.000 δρχ. από την προσωπική του περιουσία για έργα και εκδηλώσεις του Δήμου.[23]
Η συγγένεια του λόγου του Σκυλίτση με τον δικτατορικό πολιτικό λόγο αναδεικνύεται και όταν αναφέρεται στην ταχύτητα με την οποία πρέπει να λειτουργήσει η κρατική «μηχανή» για διάφορα θέματα, έστω και χωρίς συζητήσεις –ακόμα και με την ανάθεση μελετών για την επίσπευση των εργασιών και όχι τη διενέργεια διαγωνισμών– καθώς και στις προσωπικές του σχέσεις με τον αντιπρόεδρο της τότε κυβέρνησης Στυλιανό Παττακό. Τέλος, συχνή ήταν η απόκρυψη των σχεδίων του εν είδει εκπλήξεων ή με το αιτιολογικό ότι «δεν συνηθίζω να ανακοινώνω το πρόγραμμα του νέου έτους» πριν είναι βέβαιο και «όχι απλώς να θέλουμε να βαυκαλιζώμαστε ότι θα κάνουμε πολλά έργα τα οποία ποτέ να μην βλέπουν το φως της ημέρας»,[24] σαν να επρόκειτο για προσωπικές αποφάσεις, που μόνο κατ’ επίφαση παρουσιάζονταν στο Δημοτικό Συμβούλιο της πόλης.
Παρά το δικτατορικό καθεστώς, βέβαια, ο ίδιος έκανε συχνά αναφορές σε «άνευ προηγουμένου» αντιδράσεις υπαλλήλων του Δήμου, οι οποίες ήλπιζε να απουσιάσουν στο μέλλον,[25] και σε αντιδράσεις πολιτών οι οποίοι, για να εξυπηρετήσουν το ατομικό τους συμφέρον με την προηγούμενη «φαυλοκρατία», είχαν γεμίσει την πόλη με αυθαίρετα κτίσματα.[26] Απέναντι σε αυτά τα προβλήματα, ο ίδιος αντιπαρέθετε τη θέληση και τη μαχητικότητα, τις οποίες ανήγαγε σε φυλετικό γνώρισμα και σε πεπρωμένο που έχει καθοριστεί από το ηρωικό ιστορικό παρελθόν, ιδέες προσφιλείς τόσο στο μεταξικό όσο και στο παρόν καθεστώς: «Είμαστε μαχηταί [...] Και σαν γνήσιοι Έλληνες μαχηταί δεν θα λιποτακτήσωμεν».[27]
2.4 Από τη Δημοτική Αγορά στο Εμπορικό Κέντρο
Μέχρι το 1850 δεν είχε λειτουργήσει κάποια από τις αγορές που προβλέπονταν από το πρώτο σχέδιο πόλης. Επί δημαρχίας Λουκά Ράλλη, το 1861, ελήφθη η απόφαση να κτιστεί η Δημοτική Αγορά,[28] σε σχέδια των Ιωάννη Τριγγέτα και Ιωάννη Λαζαρίμου.[29]
Ήδη από το 1945 είχε διαπιστωθεί η ανάγκη επέκτασης «της ασφυκτιώσης Δημοτικής αγοράς», πράγμα αδύνατο μετά την εκποίηση τμήματος της όμορης πλατείας.[30] Έτσι, προγραμματιζόταν η κατεδάφισή της από την τελευταία προδικτατορική δημοτική αρχή, από την οποία είχε εγκριθεί «Τροποποίησις διά την Ανέγερσιν Πολιορόφου Εμπορικού Κέντρου εις θέσιν ένθα ο χώρος της σημερινής Κεντρικής Αγοράς».[31] Μάλιστα, είχε κατασκευαστεί και μακέτα του δωδεκαώροφου κτηρίου του Εμπορικού Κέντρου που θα ανεγειρόταν στη θέση της.[32]
Τις αναμνήσεις από την καθημερινή ζωή της Αγοράς ανακαλεί μια πληροφορήτρια: «Μέσα στη στοά ήταν μπακάλικα. Εκεί ήταν και του Καλόξιδου, που πρωτοφάγαμε γύρο σουβλάκι με έναν ξάδελφό μου μεγαλύτερο».[33]
Οι λόγοι που κατέστησαν απαραίτητη την κατεδάφιση της παλιάς Δημοτικής Αγοράς το 1969 αναφέρθηκαν σε ομιλία του Σκυλίτση, στην οποία επισημάνθηκε ότι η κατεδάφιση της παλιάς Δημοτικής Αγοράς και η ανέγερση του Μεγάρου του Εμπορικού Κέντρου εντάσσονταν στο πρόγραμμα της δημοτικής αρχής «περί ανακαινίσεως και ριζικής αναμορφώσεως της πόλεώς μας, ώστε να καταστή αύτη ανταξία του ονόματός της, της ιστορίας και της θέσεώς της». Παράλληλα, επικαλέστηκε λόγους «πολεοδομικής, κοινωνικής και υγιεινής φύσεως και τουριστικής βεβαίως». Κατά συνέπεια, όπως ο ίδιος επισημαίνει σε μια επίδειξη φιλολαϊκού προσώπου, το έργο θα εξυπηρετούσε όχι μόνο τις ανάγκες της πόλης ως πρώτου λιμανιού της χώρας αλλά και το συμφέρον του εμπορικού και εργατικού κόσμου του Πειραιά.[34]
Για την κατεδάφιση της παλιάς Δημοτικής Αγοράς, ειδικά για τους λόγους υγιεινής, οι απόψεις των πληροφορητών διίστανται. Η νεότερη πληροφορήτρια καταθέτει:
Στην κεντρική αγορά πήγαινα πολύ συχνά με τον πατέρα μου για ψώνια. Με κέρναγε μια πορτοκαλάδα σε ένα μικρό καφενεδάκι που υπήρχε μέσα στην αγορά. Και το περίμενα με πολλή χαρά, δηλαδή όταν κάναμε τα ψώνια και μετά πίναμε και κάτι και γυρίζαμε στο σπίτι [...]. Όχι, εγώ δεν την θυμάμαι ως βρώμικη περιοχή, θυμάμαι μια κανονική αγορά.[35]
Από την άλλη: «Ήταν βρώμικη. Έλεγαν ότι τον καθαρισμό της αναλάμβανε η Πυροσβεστική με τις μάνικες. Όμως, δεν κόβουμε ό,τι ενοχλεί, το βελτιώνουμε».[36]
Παρά τις αντιδράσεις, βέβαια, που είχαν διατυπωθεί για το «έγκλημα των πύργων» από σημαντικά γραφεία μελετών και συλλογικούς φορείς της Αθήνας,[37] στη θέση της παλιάς αγοράς του Πειραιά προγραμματίστηκε η ανέγερση του Εμπορικού Κέντρου, το οποίο πλέον απασχολούσε το Δημοτικό Συμβούλιο μόνο σε ό,τι αφορούσε τις επιμέρους μελέτες και τις καθυστερήσεις που παρατηρούνταν. Όταν, για παράδειγμα, ετέθη θέμα αναβολής μιας ψηφοφορίας, ο Σκυλίτσης απάντησε με έντονο ύφος: «Όχι, δεν υπάρχει καμμία αναβολή, σας παρακαλώ πολύ. Ή το δέχεσθε ή δεν το δέχεσθε. Ή δέχεσθε την εισήγηση του Δημάρχου ή δεν την δέχεσθε κύριοι. Το θέτω θέμα τιμής».[38]
Η θεμελίωση του Εμπορικού Κέντρου έγινε με την προσήκουσα επισημότητα από τον Στυλιανό Παττακό. Οι επίσημοι προσκεκλημένοι έλαβαν αναμνηστική κλειδοθήκη 14 καρατίων και μετέβησαν στην πλαζ «Βοτσαλάκια», την οποία και εγκαινίασαν.[39] Το κτίριο αυτό, των 25, τελικά, ορόφων, με το πρωτοφανές για τον Πειραιά ύψος των 84 μέτρων, σχεδίασαν οι Ιωάννης Βικέλας, Γεράσιμος Μολφέσης και Αλέξανδρος Λοΐζος∙ πρότυπη, δε, θεωρήθηκε η θεμελίωσή του λόγω του εδάφους του λιμανιού.[40]
Ένας πληροφορητής θυμάται χαρακτηριστικά: «Είχαμε εντυπωσιαστεί, δεν είχαμε ξαναδεί κάτι τέτοιο. Ιδιαίτερα με το σκάμμα για τα θεμέλια, πώς στεγανοποιούσαν με διπλή σειρά από λαμαρίνες που στο ενδιάμεσο είχαν τσιμέντο. Πώς αντλούσαν το θαλασσινό νερό που γέμιζε τον λάκκο».[41]
Οι αρχικές προσδοκίες, όμως, για κάτι καλύτερο διαψεύσθηκαν τα επόμενα χρόνια, καθώς: «Ε, χαιρόμασταν, λέγαμε ότι θα γίνει ωραίο πράγμα. Αλλά στο τέλος έχει μείνει τόσα χρόνια, τίποτα. Εγκαταλελειμμένο, [...] νεκροταφείο».[42]
Το κτίριο παραδόθηκε σε μορφή σκελετού το 1974 και έκτοτε παρέμεινε ημιτελές, λόγω των οικονομικών προβλημάτων του Δήμου. Το 1983 καλύφθηκε από γυάλινα και μεταλλικά πετάσματα. Κατά τη διάρκεια των επόμενων ετών στέγασε στους πρώτους ορόφους του καταστήματα, δημοτικές υπηρεσίες, τράπεζες[43] και τη Ράλλειο Σχολή:
Ήμασταν ψηλά, όχι στους πρώτους ορόφους, πιο ψηλά ήμασταν, δεν θυμάμαι σε ποιον όροφο ακριβώς, αλλά ήτανε χάλια. Δηλαδή και μέσα ήτανε παρατημένο, από πάνω μερικές φορές είχανε φύγει αυτές οι ψευδοροφές και βλέπαμε τα καλώδια, δεν είχε παράθυρα, δηλαδή δεν ανοίγανε, δεν αεριζόταν το κτίριο, το γραφείο των καθηγητών ήτανε κλειστό, δεν υπήρχε παράθυρο πουθενά, εγώ ένιωθα ασφυκτικά και θυμάμαι ότι φυσικά δεν υπήρχε προαύλιο.[44]
Από την ανέγερσή του μέχρι σήμερα έχουν γίνει πολλές μελέτες για την αξιοποίηση αυτού του «κοιμώμενου γίγαντα»,[45] κάτι που τελικά έλαβε σάρκα και οστά μόλις το 2020.[46]
2.5 Παλαιό Δημαρχείο (Ωρολόγιο): Από τον λόγο των Πρακτικών στον λόγο των πολιτών
Από το πρώτο σχέδιο της πόλης που εκπόνησαν οι Κλεάνθης, Schaubert και von Klenze (1834) προβλεπόταν κτίριο Χρηματιστηρίου Εμπορευμάτων, η «Βύρσα», στοιχείο πρωτοποριακό για τη δεκαετία του 1830 στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου.[47] Βέβαια, μόλις το 1869 εγκρίθηκε με Βασιλικό Διάταγμα η ανέγερση Χρηματιστηρίου, το οποίο εγκαινιάστηκε το 1875.[48] Η αρχιτεκτονική μελέτη ήταν του Γεράσιμου Μεταξά και η εσωτερική του διακόσμηση του Κωνσταντίνου Πρινόπουλου.[49] Από το 1881 στους χώρους του ισογείου λειτούργησαν εμπορικά καταστήματα, ενώ από το 1885 μεταφέρθηκαν στο κτίριο οι δημοτικές υπηρεσίες, μετά από απόφαση του Αριστείδη Σκυλίτση του πρεσβύτερου.[50]
2.5.1 Η προϊστορία της κατεδάφισης του Παλαιού Δημαρχείου
Ήδη από το 1923 –στο πλαίσιο των αλλαγών του μεσοπολεμικού αστικού τοπίου του κέντρου της πόλης– είχαν ξεκινήσει οι συζητήσεις για την κατασκευή νέου δημαρχείου στη θέση του Παρθεναγωγείου της Ραλλείου, καθώς η θέση του υπάρχοντος, στο μεγαλύτερο σταυροδρόμι της πόλης, θεωρούνταν προβληματική.[51] Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά διατυπώθηκαν σκέψεις για την κατεδάφισή του, «διά να καταστή περίβλεπτον το εύγραμμον Μέγαρον της Εθνικής Τραπέζης της Ελλάδος».[52] Οι σκέψεις περί κατεδάφισης επαναλήφθηκαν και το 1958, εξαιτίας της εγκατάλειψής του λόγω των καταστροφών που υπέστη κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και «διότι ο Πειραιεύς έχει ανάγκην επιβλητικού δημαρχείου και προ παντός αναμορφώσεως του χώρου που είναι η βιτρίνα του λιμένος, της πόλεως και της Ελλάδος». Επίσης, δεν τελεσφόρησαν προδικτατορικές προτάσεις για την εκχώρησή του στο Ναυτικό Μουσείο ή για την αγορά του από τον Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς.[53]
2.5.2 Η κατεδάφιση του Παλαιού Δημαρχείου μέσα από τον λόγο των Πρακτικών του Δημοτικού Συμβουλίου
Το ζήτημα του Παλαιού Δημαρχείου απασχόλησε το Δημοτικό Συμβούλιο από τις πρώτες συνεδριάσεις της δημαρχίας Σκυλίτση. Ενώ, όμως, αρχικά προβλεπόταν η επισκευή του και η χρησιμοποίησή του ως μουσείου της πόλης, στην 16η συνεδρίαση[54] ελήφθη η απόφαση για την κατεδάφιση του Παλαιού Δημαρχείου (Ωρολογίου), η οποία εγκρίθηκε και από τη Νομαρχία.[55] Όπως ανέφερε στην ομιλία του στο Δημοτικό Συμβούλιο ο δήμαρχος, παρά το συναισθηματικό δέσιμο του ιδίου –καθώς τέσσερις πρόγονοί του είχαν περάσει από τη δημαρχιακή θέση– αλλά και των Πειραιωτών με το κτίριο αυτό, «νεωτέρα σκέψις και [...] βαθυτάτη μελέτη» οδήγησαν στην απόφαση της «απαλλαγής» της πόλης από αυτό. Την απόφαση αυτή επέβαλλαν λόγοι ρυμοτομικοί, αφού «η απάλειψις του κτιρίου εκ της θέσεως αυτής θα επιτρέπη από τον λιμένα μεν πανοραμικώς να παρουσιασθούν όλα τα νέα κτίρια τα οποία έχουν κτισθή εις την παραλίαν». Παράλληλα, θα αναδεικνύονταν ο Τινάνειος κήπος, το κτίριο της Εθνικής Τράπεζας και «εν συνεχεία [...] το νέο μας κτίριο του Εμπορικού Κέντρου το οποίον θα κτισθή εις την παλαιάν αγοράν, εν συνεχεία το Ξενοδοχείον». Για το σημείο αυτό της πόλης, λοιπόν, το κτίριο του Παλαιού Δημαρχείου αποτελεί «οπτικόν και αισθητικόν εμπόδιον της προβολής αυτών».[56] Μετά, μάλιστα, από τη σύμφωνη γνώμη του Ιωάννη Μελετόπουλου, «ο οποίος έχει ασχοληθεί τόσο πολύ με τα θέματα του Πειραιώς», πιστοποιήθηκε και η απουσία οποιασδήποτε μορφολογικής και αρχιτεκτονικής αξίας του.[57]
Χωρίς περαιτέρω συζήτηση, το θέμα τέθηκε σε ψηφοφορία και αποφασίστηκε η κατεδάφισή του με 15 ψήφους υπέρ και 2 κατά, αυτές των Αθηνάς Κρίτωνος Δηλαβέρη και Ιωάννη Λέντζου, οι οποίοι επικαλέστηκαν «λόγους ιστορικούς», που δεν διευκρινίστηκαν. Δόθηκε, έτσι, η δυνατότητα στη δημοτική αρχή:
[...] εντός των πλαισίων του γενικού προγραμματισμού της δια τον εξωραϊσμόν και συγχρονισμόν της πόλεως, να διαμορφώσει καταλλήλως τον χώρον τούτον ώστε να αποδοθή επί το ευπρεπέστερον εις το Πειραϊκόν κοινόν, αλλά και γενικώτερον αξιοποιηθή αισθητικώς και τουριστικώς η πόλις και προβληθή εις πάντα εισερχόμενον εις τον λιμένα του Πειραιώς.[58]
2.5.3 Αντιδράσεις
Παρά το γεγονός ότι με βάση τον νόμο 1469/1950 (ΦΕΚ 169/Α) «Περί ειδικής κατηγορίας οικοδομημάτων και έργων τέχνης μεταγενεστέρων του 1830» είχε ήδη θεσμοθετηθεί η προστασία και των νεότερων μνημείων,[59] δεν αναφέρθηκε πουθενά στα πρακτικά αν το Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων γνωμοδότησε σχετικά με την ανάγκη προστασίας του κτιρίου.
Όπως καταγράφεται στη βιβλιογραφία, «χλιαρές» ήταν οι αντιδράσεις στον Τύπο της εποχής. Συγκεκριμένα, υπήρξαν λίγα αντίθετα προς την κατεδάφιση δημοσιεύματα επώνυμων Πειραιωτών, όπως του Κρίτωνος Δηλαβέρη, και πνευματικών φορέων, όπως της Φιλολογικής Στέγης Πειραιώς.[60] Παράλληλα, δημοσιεύτηκαν και οι απόψεις των συγκοινωνιολόγων σχετικά με το σημείο αυτό και τις προοπτικές του.[61] Το σύνολο, όμως, της πειραϊκής κοινωνίας δέχτηκε με ανακούφιση τις αλλαγές αυτές.[62]
2.5.4 Ο λόγος των πολιτών
Το Ρολόι αποτέλεσε για τους Πειραιώτες ένα «σήμα κατατεθέν» της πόλης. Εκτός από τοπωνύμιο, εμφανίστηκε σε προεκλογικό ψηφοδέλτιο, σε εξώφυλλο βιβλίων, σε γραμματόσημο, σε πλήθος επιστολικών δελταρίων, σε επιτοίχια διακόσμηση καταστημάτων και γραφείων[63] και στη ζωγραφική. Κυρίως, όμως, ήταν τόπος συνάντησης των κατοίκων της πόλης, ανεξαρτήτως κοινωνικής ή τοπικής προέλευσης, φύλου και ηλικίας. Παρά, μάλιστα, την αναφορά στη βιβλιογραφία περί εγκατάλειψης και απουσίας συντήρησής του ήδη από τη δεκαετία του 1950,[64] από τις συνεντεύξεις δεν προκύπτει τέτοια εικόνα. Είναι, λογικό, λοιπόν, οι προφορικές και γραπτές μαρτυρίες να αποδίδουν τη θλίψη για την απώλειά του και τη νοσταλγική ανάμνησή του:
Το Ρολόι ήταν στο μέσον μιας πλατείας. Γύρω οι δρόμοι ήταν πλακόστρωτοι. Ήταν πάρα πολύ ωραίο. Πολλές λεπτομέρειες δεν θυμάμαι. Όταν γκρεμίστηκε χάσαμε ένα κόσμημα του Πειραιά. Μας άρεσε πάρα πολύ. Το είχαμε αγαπήσει όλοι οι παλιοί Πειραιώτες. Δίναμε τα ραντεβού μας.[65]
Πού θα συναντηθούμε; Στο Ρολόι. Εκεί συναντούσαμε τους ναυτικούς μας να αφηγούνται ιστορίες από τα μακρινά ταξίδια τους, πίνοντας ουζάκι στο καφενείο και αγναντεύοντας τη θάλασσα. Τους ντελάληδες να αναγγέλλουν τα βαπόρια. [...]. Και τους πιτσιρικάδες, τα Παιδιά του Ρολογιού, λουστράκια, χαμαλάκια να τρέχουν και να φωνάζουν από τραπέζι σε τραπέζι.[66]
Η μητέρα μου παραπονιόταν πάντα, γιατί έλεγε πως της είχε κακοφανεί πάρα πολύ, γιατί το θεωρούσε πολύ ωραίο κτίσμα και στεναχωριόταν πάρα πολύ που γκρεμίστηκε.[67]
Το Ρολόι ήταν ένα σύμβολο για την πόλη. Εκεί έδιναν ραντεβουδάκια, αντάλλασσαν τα πρώτα φιλιά.[68]
Οι παραπάνω μαρτυρίες αναδεικνύουν όχι μόνο τις προσωπικές μνήμες των πληροφορητών, ασχέτως ηλικίας και φύλου, αλλά κυρίως το κοινωνικό αποτύπωμα αυτού του κτιρίου. Με την κατεδάφισή του οι κάτοικοι φαίνεται να βίωσαν ένα είδος χωρικού αποπροσανατολισμού: από τόπος κοινωνικής συνάντησης και ανταλλαγής προσωπικών στιγμών μετατράπηκε σε μια απρόσωπη πλατεία περαστικών ανθρώπων.
Το Παλιό Δημαρχείο-Ρολόι στοίχειωσε τη μνήμη των Πειραιωτών. Από το 1994 και μετά ανακινήθηκε το θέμα της ανοικοδόμησής του, ανοίχθηκε σχετικός τραπεζικός λογαριασμός για τη συγκέντρωση δωρεών, αλλά η όλη προσπάθεια δεν τελεσφόρησε. Με την κατεδάφιση του κτιρίου καταστράφηκε και το αρχείο των σχεδίων του.[69] Ο μηχανισμός τού ρολογιού βρίσκεται σε παλαιοπωλείο της Σαλαμίνας.[70] Τα δε θεμέλιά του εντοπίστηκαν το 2016, κατά τη διάρκεια των ανασκαφών για το έργο του σύγχρονου τραμ.[71]
3. Συμπεράσματα
Από τη μελέτη των Πρακτικών και Αποφάσεων του Δημοτικού Συμβούλιου Πειραιά της περιόδου 1967-1973 επιβεβαιώνεται ότι ο σύγχρονος Πειραιάς είναι αποτέλεσμα των τελευταίων προδικτατορικών και δικτατορικών χρόνων. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων, μάλιστα, τα κριτήρια του χωρικού μετασχηματισμού υπήρξαν, αφενός, η «αναγέννηση» και ο εξευγενισμός της πόλης, μέσα από την «απάλειψη» του παλιού και την αντικατάστασή του από το «μοδέρνο», και, αφετέρου, ο εκσυγχρονισμός και η τουριστική ανάδειξή της. Όπως αναφέρεται: «[...] εκ της τέφρας ανεπήδησεν μια νέα τελείως πόλις [...]».[72]
Με την αναδιαμόρφωση του κεντρικού λιμένα του Πειραιά αναδείχθηκε το πρώτο λιμάνι της χώρας ως πόλος ανάπτυξής της∙ ένα λιμάνι το οποίο είχε ήδη αλλάξει μορφή από την εποχή του Μεσοπολέμου, με την ανέγερση υψηλότερων κτιρίων σε σχέση με το παρελθόν.[73] Η μελέτη του επίσημου λόγου των Πρακτικών και του ανεπίσημου των συνεντεύξεων των πολιτών ανέδειξε τον διαφορετικό τρόπο της φαντασιακής πρόσληψης του κεντρικού λιμενικού μετώπου της πόλης: επισήμως πρόκειται για ένα εκσυγχρονιστικό άλμα, ανεπισήμως για έναν εκσυγχρονισμό που κόστισε πολύ σε επίπεδο προσωπικού βιώματος.[74]
Με την κατεδάφιση του Παλαιού Δημαρχείου και της Κεντρικής Αγοράς, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας, ο δήμαρχος της πόλης επιχείρησε και πέτυχε την ανασημασιοδότηση του κεντρικού λιμενικού μετώπου. Με την ανέγερση του Εμπορικού Κέντρου στον Πειραιά, μετά την κατασκευή του Πύργου των Αθηνών,[75] έδωσε όχι μόνο το προσωπικό του στίγμα αλλά και την πολιτική, οικονομική και ταυτοτική απάντηση του Πειραιά έναντι τόσο της Αθήνας, η σύγκριση με την οποία είναι συνεχής στον επίσημο λόγο των Πρακτικών, όσο και των μεγάλων λιμανιών του κόσμου. Καθώς η πόλη υψωνόταν, το κτίριο που δέσποζε επί δημαρχίας του προγόνου του αντικαταστάθηκε από ένα μεγαλοπρεπέστερο, το οποίο μάλιστα επικοινωνούσε οπτικά με το Δημοτικό Θέατρο,[76] έργο επίσης του προγόνου του. Έτσι, επιτελέστηκε και ο στόχος της κατάπληξης και του δέους μπροστά στην αρχιτεκτονική πρόοδο, όπως συνέβαινε κατά την ανέγερση των νεοκλασικών δημόσιων κτιρίων του 19ου αιώνα.[77] Με τον συμβολικό αυτό τρόπο ο Σκυλίτσης αποκατέστησε, παράλληλα, την παλιά αίγλη του Πειραιά, την «υπερηφάνεια» των Πειραιωτών για τη σύγχρονη πόλη τους και την ισοτιμία της έναντι της Αθήνας. Τα στοιχεία αυτά προσέφεραν στον Σκυλίτση την εκτίμηση των Πειραιωτών, η οποία εξαργυρώθηκε στις δημοτικές εκλογές του 1978, στις οποίες έλαβε ποσοστό 48,70% (54.730 ψήφους).[78]
Τέλος, μέσα από την παρούσα έρευνα αποδεικνύεται ότι η χωρική προσέγγιση αποτελεί μια μέθοδο διερεύνησης των κοινωνικών σχέσεων και της συγκρότησης της εξουσίας. Μέσα από τον λόγο της εξουσίας –κατεξοχήν θετικό για τις συγκεκριμένες ενέργειες– και τον λόγο των πολιτών –με έμφαση στο συναισθηματικό τραύμα που βίωσαν– επιβεβαιώνεται ότι «το χωρικό κατασκευάζεται κοινωνικά, αλλά και το κοινωνικό συγκροτείται επίσης χωρικά.[79]
- Το παρόν άρθρο βασίζεται σε διπλωματική εργασία που εκπονήθηκε το 2021 από τη συγγραφέα, στο πλαίσιο του Μεταπτυχιακού Προγράμματος Σπουδών «Δημόσια Ιστορία» του ΕΑΠ, και είναι αναρτημένη στην ιστοσελίδα https://apothesis.eap.gr/archive/item/6502 [ανακτήθηκε: 14.3.2025]. ↑
- Αντώνης Λιάκος, Πώς το παρελθόν γίνεται ιστορία;, Εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2007, σ. 102· Κώστας Γιαννακόπουλος – Γιάννης Γιαννιτσιώτης, «Εισαγωγή. Εξουσία, αντίσταση και χωρικές υλικότητες», Κ. Γιαννακόπουλος – Γ. Γιαννιτσιώτης (επιμ.), Αμφισβητούμενοι χώροι στην πόλη. Χωρικές προσεγγίσεις του πολιτισμού, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2010, σσ. 11-16. ↑
- Deborah Stevenson, Πόλεις και αστικοί πολιτισμοί, Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα 2007, σσ. 21-25. ↑
- Στα αντίστοιχα αποσπάσματα διατηρείται η ορθογραφία των πρωτοτύπων. ↑
- Ματίνα Γ. Μαλικούτη, «Η εξέλιξη του αστικού Πειραιά, 1834-1922, μέσα από την οργάνωση του χώρου και την αρχιτεκτονική των ιδιωτικών κτιρίων», Γιώργος Α. Σταϊνχάουερ – Ματίνα Γ. Μαλικούτη – Βάσιας Τσοκόπουλος (επιμ.), Πειραιάς: Κέντρο ναυτιλίας και πολιτισμού, Εκδόσεις Έφεσος, Αθήνα χ.χ.έ., σσ. 126, 136-140· Νίκος Μπελαβίλας, Ιστορία της πόλης του Πειραιά (19ος και 20ός αιώνας), Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2021, σσ. 41-42, 66. ↑
- Μαλικούτη, «Η εξέλιξη του αστικού Πειραιά», ό.π., σ. 229. ↑
- Μπελαβίλας, ό.π., 368· Βάσιας Τσοκόπουλος, «Ο Πειραιάς στον 20ό αιώνα», Σταϊνχάουερ – Μαλικούτη – Τσοκόπουλος (επιμ.), ό.π., σσ. 281-282. ↑
- Τσοκόπουλος, ό.π., σσ. 295-299· Μπελαβίλας, ό.π., σσ. 399-406, 409, 413-415. ↑
- Τσοκόπουλος, «Ο Πειραιάς στον 20ό αιώνα», σσ. 300-311· Μπελαβίλας, ό.π., σσ. 496-497. ↑
- Ιστορικό Αρχείο Δήμου Πειραιά [στο εξής ΙΑΔΠ], Πρακτικά Δημοτικού Συμβουλίου [στο εξής ΠΔΣ], 5η Συνεδρίαση της 7ης Μαρτίου 1969, σ. 4. ↑
- Πασχάλης Σαμαρίνης, «Χωρικές πολιτικές και λόγος για την πόλη την περίοδο της δικτατορίας (1967-1974): τομές και συνέχειες στη διαδικασία συγκρότησης του ελληνικού αστικού χώρου», ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Τομέας Πολεοδομίας, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, ΕΜΠ, Αθήνα 2014, σσ. 8-12. ↑
- Μελέτης Η. Μελετόπουλος, Η δικτατορία των συνταγματαρχών. Κοινωνία, ιδεολογία, οικονομία, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα 2008, σσ. 385-408· Σαμαρίνης, ό.π., σσ. 13-16, 19-20. ↑
- Σαμαρίνης, ό.π., σσ. 24-26. ↑
- Στο ίδιο, σσ. 121-126, 158, σημ. 381, 218, 239-240· Μπελαβίλας, ό.π., σσ. 429-440. ↑
- Τσοκόπουλος, ό.π., σσ. 312-318, 328· Μπελαβίλας, ό.π., σσ. 422, 423, 429. ↑
- Συνέντευξη της Ε.Γ. στη Σμαράγδα Ευαγγέλου, Πειραιάς, 25 Απριλίου 2021. ↑
- ΙΑΔΠ, ΠΔΣ, 21η Συνεδρίαση της 7ης Αυγούστου 1968, σ. 4 και 7η Συνεδρίαση της 21ης Μαρτίου 1969, σ. 3. ↑
- Στο ίδιο, 1η Συνεδρίαση της 19ης Ιανουαρίου 1968, σ. 6, 27η Συνεδρίαση της 5ης Σεπτεμβρίου 1968, σσ. 16-17, 35η Συνεδρίαση της 23ης Δεκεμβρίου 1969, σσ. 4-5, 7η Συνεδρίαση της 20ής Φεβρουαρίου 1970, σ. 5, 1η Συνεδρίαση της 18ης Ιανουαρίου 1971, σ. 438, 4η Συνεδρίαση της 27ης Ιανουαρίου 1972, σ. 58 και 17η Συνεδρίαση της 19ης Μαΐου 1972, σ. 109. ↑
- Στο ίδιο, 23η Συνεδρίαση της 9ης Αυγούστου 1971, σ. 540. ↑
- Στο ίδιο, 7η Συνεδρίαση της 20ής Φεβρουαρίου 1970, σσ. 295-296, 8η Συνεδρίαση της 2ας Απριλίου 1971, σσ. 470-471, 17η Συνεδρίαση της 8ης Ιουνίου 1971, σσ. 513-514 και 2η Συνεδρίαση της 21ης Ιανουαρίου 1972, σ. 51· Γιάννης Ε. Χατζημανωλάκης, Οι δήμαρχοι του νεότερου Πειραιά (Συμβολή στην τοπική ιστορία), χ.ε., Πειραιάς 1999, σ. 244. ↑
- Συνέντευξη του Ι.Σ. στη Σμαράγδα Ευαγγέλου, Πειραιάς, 24 Μαΐου 2021. ↑
- Συνέντευξη της Α.Ζ. στη Σμαράγδα Ευαγγέλου, Πειραιάς, 5 Μαΐου 2021. ↑
- ΙΑΔΠ, ΠΔΣ, 13η Συνεδρίαση της 17ης Μαΐου 1968, σ. 7, 6η Συνεδρίαση της 16ης Μαρτίου 1971, σ. 464, 11η Συνεδρίαση της 25ης Απριλίου 1969, σ. 3, 1η Συνεδρίαση της 19ης Ιανουαρίου 1968, σσ. 3-7, 16η Συνεδρίαση της 5ης Ιουνίου 1969, σσ. 10-11 και 37η Συνεδρίαση της 19ης Νοεμβρίου 1971, σ. 9. ↑
- Στο ίδιο, 12η Συνεδρίαση της 30ής Μαρτίου 1970, σσ. 6-7, 5η Συνεδρίαση της 7ης Μαρτίου 1969, σσ. 13-17, 25η Συνεδρίαση της 5ης Σεπτεμβρίου 1969, σ. 226, 27η Συνεδρίαση της 3ης Οκτωβρίου 1969, σ. 2, 31η Συνεδρίαση της 25ης Σεπτεμβρίου 1970, σ. 390 και 35η Συνεδρίαση της 23ης Δεκεμβρίου 1969, σ. 5. ↑
- Στο ίδιο, 21η Συνεδρίαση της 7ης Αυγούστου 1968, σ. 4 και 7η Συνεδρίαση της 20ής Φεβρουαρίου 1970, σ. 4. ↑
- Στο ίδιο, 17η Συνεδρίαση της 15ης Ιουλίου 1968, σ. 3 και 35η Συνεδρίαση της 23ης Δεκεμβρίου 1969, σ. 6. ↑
- Στο ίδιο, 37η Συνεδρίαση της 30ής Δεκεμβρίου 1968, σ. 3. ↑
- Ιωάννης Α. Μελετόπουλος, Πειραϊκά, Αθήνα, 1945, σσ. 90, 102, 104. ↑
- Μαλικούτη, «Η εξέλιξη του αστικού Πειραιά», ό.π., σ. 151. ↑
- Ι. Μελετόπουλος, ό.π., σ. 54. ↑
- Φύλλον Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, τχ. Δ', αριθ. 133, «Περί τροποποιήσεως του ρυμοτομικού σχεδίου Πειραιώς και επιβολής στοών», Αθήνα, 25 Αυγούστου 1966, στην ιστοσελίδα https://search.et.gr/el/fek/?fekId=672455 [ανακτήθηκε 14.3.2025]. ↑
- Μπελαβίλας, ό.π., σ. 93· Χατζημανωλάκης, ό.π., σσ. 246-247· ΙΑΔΠ, ΠΔΣ, 6η Συνεδρίαση της 9ης Μαρτίου 1968, σ. 10. ↑
- Συνέντευξη της Α.Μ. στη Σμαράγδα Ευαγγέλου, Πειραιάς, 12 Μαΐου 2021. ↑
- ΙΑΔΠ, ΠΔΣ, 7η Συνεδρίαση της 21ης Μαρτίου 1969, σσ. 3-4 και 9η Συνεδρίαση της 8ης Απριλίου 1969, σ. 2. ↑
- Συνέντευξη της Ε.Γ. στη Σμαράγδα Ευαγγέλου, Πειραιάς, 25 Απριλίου 2021. ↑
- Συνέντευξη του Ι.Σ. στη Σμαράγδα Ευαγγέλου, Πειραιάς, 24 Μαΐου 2021. ↑
- Σαμαρίνης, «Χωρικές πολιτικές και λόγος», σσ. 284, 294-295, 297-298, 318-321. ↑
- ΙΑΔΠ, ΠΔΣ, 1η Συνεδρίαση της 19ης Ιανουαρίου 1968, σ. 5, 12η Συνεδρίαση της 30ής Μαρτίου 1970, σσ. 2-7 και 31η Συνεδρίαση της 19ης Σεπτεμβρίου 1973, σσ. 3-5. ↑
- Στο ίδιο, 29η Συνεδρίαση της 15ης Σεπτεμβρίου 1972, σ. 170. ↑
- Μπελαβίλας, ό.π., σ. 495. ↑
- Συνέντευξη του Χ.Λ. στη Σμαράγδα Ευαγγέλου, Πειραιάς, 19 Μαΐου 2021. ↑
- Συνέντευξη της Α.Ζ. στη Σμαράγδα Ευαγγέλου, Πειραιάς, 5 Μαΐου 2021. ↑
- Μπελαβίλας, ό.π., σσ. 495-496. ↑
- Συνέντευξη της Ε.Γ. στη Σμαράγδα Ευαγγέλου, Πειραιάς, 25 Απριλίου 2021. ↑
- Βαπτιστής-Ιωάννης Ευριπιώτης, «Βιοκλιματικός σχεδιασμός ψηλών κτιρίων. Μελέτη περίπτωσης: Ο Πύργος του Πειραιά», ανέκδοτη διπλωματική εργασία, Σχολή Θετικών Επιστημών και Τεχνολογίας, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα 2017. ↑
- «Πύργος Πειραιά: Πώς θα αξιοποιηθεί ο “κοιμώμενος γίγαντας” – Το σχέδιο», Το Βήμα, 7 Ιουλίου 2020, στην ιστοσελίδα https://www.tovima.gr/2020/07/07/society/pyrgos-peiraia-pos-tha-aksiopoiithei-o-koimomenos-gigantas-to-sxedio/ [ανακτήθηκε 21.6.2021]. ↑
- Μαλικούτη, «Η εξέλιξη του αστικού Πειραιά», σσ. 139-140· Μπελαβίλας, ό.π., σ. 92. ↑
- Ελένη Αναγνωστοπούλου – Λίτσα Μπαφούνη (επιμ.), Συλλογή Ιωάννου Αλεξ. Μελετόπουλου, Ιστορικό Αρχείο Δήμου Πειραιά, Πειραιάς 1992, σσ. 38, 72-73. ↑
- Σταματίνα Μαλικούτη, Πειραιάς 1834-1912. Λειτουργική συγκρότηση και πολεοδομική εξέλιξη, Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς, Αθήνα 2004, σ. 257. ↑
- Μπελαβίλας, ό.π., σσ. 92-93· Ι. Μελετόπουλος, ό.π., σσ. 54, 112-113, 134· Μαλικούτη, «Πειραιάς 1834-1912», σσ. 122-123, 257-259· Βασίλης Πισιμίσης, Το Ρολόι του Πειραιά. Το παλιό Δημαρχείο, Εκδόσεις Συλλογές, Αθήνα 2003, σσ. 9-11. ↑
- Μπελαβίλας, ό.π., σσ. 93, 148. ↑
- Σήμερα στεγάζει το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο. ↑
- Πισιμίσης, ό.π., σσ. 11-12. ↑
- ΙΑΔΠ, ΠΔΣ, 16η Συνεδρίαση της 1ης Ιουλίου 1968, σσ. 6-7, θέμα 10, απόφαση 251. ↑
- ΙΑΔΠ, Αποφάσεις Δημοτικού Συμβουλίου [στο εξής ΑΔΣ]: Αριθμός έγκρισης Νομαρχίας 22651/21 Αυγούστου 1968, σσ. 257-258. ↑
- Στο ίδιο, Απόφαση 251/1968, σ. 257. ↑
- Ι. Μελετόπουλος, ό.π., σσ. 54-55. ↑
- ΙΑΔΠ, ΑΔΣ, Απόφαση 251/1968, σσ. 257-258. ↑
- Φανή Μαλλούχου-Tufano, Προστασία και διαχείριση μνημείων. Ιστορικές και θεωρητικές προσεγγίσεις, ΣΕΑΒ, Αθήνα 2015, σ. 249, στην ιστοσελίδα https://repository.kallipos.gr/handle/11419/6466 [ανακτήθηκε 21.6.2021]. ↑
- Χατζημανωλάκης, ό.π., σ. 246, σημ. 6. ↑
- Παναγιώτα Μπελεγρή, «Αστικά τοπόσημα: Το παλιό Δημαρχείο του Πειραιά (1885-1968)», ανέκδοτη διπλωματική εργασία, Τμήμα Κοινωνιολογίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών, Αθήνα 2017, σσ. 38-39. ↑
- Μπελαβίλας, ό.π.,σσ. 484-485. ↑
- Πισιμίσης, ό.π., σσ. 9, 12-13. ↑
- Στο ίδιο, σ. 11. ↑
- Συνέντευξη της Α.Μ. στη Σμαράγδα Ευαγγέλου, Πειραιάς, 12 Μαΐου 2021. ↑
- Πισιμίσης, ό.π., σ. 7. ↑
- Συνέντευξη της Ε.Γ. στη Σμαράγδα Ευαγγέλου, Πειραιάς, 25 Απριλίου 2021. ↑
- Συνέντευξη του Χ.Λ. στη Σμαράγδα Ευαγγέλου, Πειραιάς, 19 Μαΐου 2021. ↑
- Μαλικούτη, «Πειραιάς 1834-1912», σ. 259. ↑
- Πισιμίσης, ό.π., σσ. 13, 14-83. ↑
- Μπελαβίλας, ό.π., σ. 93. ↑
- ΙΑΔΠ, ΠΔΣ, 21η Συνεδρίαση της 7ης Αυγούστου 1968, σ. 5. ↑
- Μπελαβίλας, ό.π., σσ. 479-480, 498-499, 509. ↑
- Stevenson, ό.π., σσ. 210-211. ↑
- Ευριπιώτης, ό.π., σ. 153. ↑
- Γιάννης Γιαννέλος, «Φωτογραφίζοντας το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά», Γιάννης Π. Μώραλης κ.ά., Το εμβληματικό Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά, Εκδόσεις Μίλητος, Αθήνα 2018, σσ. 171, 184, 187. ↑
- Δημήτρης Φιλιππίδης, Νεοελληνική αρχιτεκτονική. Αρχιτεκτονική θεωρία και πράξη (1830-1980) σαν αντανάκλαση των ιδεολογικών επιλογών της νεοελληνικής κουλτούρας, Εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα 1984, σ. 101. ↑
- Χατζημανωλάκης, ό.π., σσ. 255-257. ↑
- Γιαννακόπουλος – Γιαννιτσιώτης, «Εισαγωγή», ό.π., σσ. 11-16. ↑
