Οι σημασιοδοτήσεις της Κατοχής και του Εμφυλίου στη συλλογική μνήμη της Ναυπάκτου

Ζέτα Παπανδρέου

Στα περισσότερα βιβλία με μαρτυρίες για την περίοδο της Κατοχής στη Ναυπακτία, οι αναλύσεις εστιάζουν στην αντιπαλότητα μεταξύ των αντιστασιακών ομάδων, με αποτέλεσμα να υποβαθμίζονται οι αντιστασιακές πράξεις που σημειώθηκαν κατά του κατακτητή.[1] Υπό το πρίσμα της Δημόσιας Ιστορίας, σύμφωνα με τον Ulrich Moennig, η ίδια τάση αποτυπώνεται σε λογοτεχνικά βιβλία στα οποία τα βιώματα της γερμανικής Κατοχής γίνονται αντικείμενο μυθοπλαστικής αφήγησης που αφορά την περίοδο 1941-1944/45: «Πολύ μεγαλύτερη έκταση δίνεται στην περιγραφή της πόλωσης της κοινωνίας, ιδιαίτερα στην περιγραφή της βίας ανάμεσα στις αντιμαχόμενες ομάδες ή της βίας των ομάδων Αντίστασης κατά των δωσίλογων», σε αντίθεση με τον ναζιστικό κατοχικό στρατό, που καταλαμβάνει περιορισμένο χώρο.[2] Στο παρόν, συχνά σε συζητήσεις ή αφηγήσεις τονίζεται ο αγώνας του ΕΔΕΣ και της ΕΚΚΑ κατά του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Η συζήτηση περί αντίστασης διαστρεβλώνεται, καθώς βρίσκεται μεταξύ σφύρας και άκμονος: αφενός, της κομμουνιστικής δαιμονοποίησης, που συνέδεε το ΕΑΜ με τη «διά της βίας κατάληψιν της αρχής» και την «ανακήρυξιν της δικτατορίας του προλεταριάτου»[3] και, αφετέρου, του κομματικού μηχανισμού του ΚΚΕ, για τον οποίο ήταν αυτονόητος ο αποκλεισμός των άλλων ένοπλων αντιστασιακών ομάδων, τότε που με ολέθριες πρακτικές «ακόμη και ο πρώην σύμμαχος Δημήτριος Ψαρρός δεν μπορούσε να συνυπάρξει στρατιωτικά με τον ΕΛΑΣ».[4]

Επιχειρώντας ένα σύντομο χρονικό των τελευταίων μηνών της γερμανικής κατοχής, έχει σημασία να αναφερθούν τα ακόλουθα: Την άνοιξη του 1944, στη Ναυπακτία, όπως σε όλη την Ελλάδα, μαίνονταν οι εμφύλιες συγκρούσεις και ήδη ακουγόταν έντονα η πρόθεση άφιξης Ταγμάτων Ασφαλείας στην πόλη. Ο Γερμανός διοικητής Hans Wagner είχε διαμηνύσει ότι η οποιαδήποτε περαιτέρω πρωτοβουλία του ΕΛΑΣ θα είχε ως αντίποινα τον βομβαρδισμό της πόλης και τη σύλληψη 50 πολιτών ως ομήρων. Ο ΕΛΑΣ, από την πλευρά του, είχε διαμηνύσει ότι έπρεπε «να φύγουν οι χωροφύλακες και πως εάν έρθει Τάγμα Ασφαλείας θα επιτεθεί».[5] Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο στρατηγός Λάμπρος Τζαβέλλας[6] ενήργησε για την αναβολή της άφιξης Τάγματος Ασφαλείας στη Ναύπακτο και, ταυτόχρονα, επιχείρησε να αμβλύνει τη στάση του ΕΛΑΣ σχετικά με την αξίωσή του να εγκαταλείψουν την περιοχή οι χωροφύλακες.

Μετά τη διάλυση της ομάδας του Ψαρρού, ο ΕΛΑΣ κατέλαβε το φρούριο της Ναυπάκτου και έφτασε μέχρι το κέντρο της πόλης. Το γεγονός ότι ο ΕΛΑΣ προχώρησε στη δολοφονία του Ψαρρού και μελών του 5/42 ενδυνάμωσε το αντικομμουνιστικό μένος στη Δωρίδα, τη Ναυπακτία και τη Φωκίδα. Οι ιδεολογικές αντιθέσεις μεταξύ των κατοίκων της Ναυπάκτου ήταν πλέον έντονες.

Από τις κατοχικές δυνάμεις αποφασίστηκε ο αποκλεισμός της Ναυπάκτου (21 Μαΐου 1944). Στα τέλη του Ιουνίου 1944 εγκαταστάθηκε στη Ναύπακτο το Τάγμα Ασφαλείας Αγρινίου, το οποίο αποτελούνταν από στρατολογημένους αξιωματικούς και υπαξιωματικούς, αλλά και από πολλούς εθελοντές κατοίκους.

Ο αντικομμουνισμός είναι η προφανής συνθήκη επάνδρωσης των Ταγμάτων και στο πλαίσιο αυτό στρατολογήθηκαν ή κατετάγησαν εθελοντικά πολλοί πολίτες. Ήταν όμως, σύμφωνα με τον Χάγκεν Φλάισερ, πολύ μικρό το ποσοστό που μπήκε στα Τάγματα Ασφαλείας επειδή συντάχθηκε με τη ναζιστική ιδεολογία.[7] Ιδεολογικά κάποιοι ταυτίστηκαν με τα διατάγματα περί των Ταγμάτων Ασφαλείας της κατοχικής κυβέρνησης του Ι. Ράλλη.[8] Η κατάσταση αποτυπώνεται στο ημερολόγιο του Τζαβέλλα: «Επιστράτευση στα Τάγματα Ασφαλείας κατοίκων μέχρι 50 ετών. Παρελάσεις των Ταγμάτων Ασφαλείας μπροστά από τον Γερμανό Διοικητή και παρέλαση μαζί με Γερμανούς στρατιώτες τραγουδώντας τον ύμνο “είμεθα δικοί σου”. Το Τάγμα ετροφοδοτήθη - οπλίσθη υπό των Γερμανών».[9]

Ενδυναμωμένος πλέον, ο κατοχικός στρατός έκανε εφόδους ανατολικά της Ναυπάκτου, προκειμένου να αποδυναμώσει τους αντάρτες του ΕΛΑΣ και να αποφύγει το ενδεχόμενο εισόδου τους στην πόλη. Σημειώθηκαν συγκρούσεις σε μάχες στη Ναύπακτο κοντά στον ποταμό Μόρνο. Ο διοικητής του ΙΙ/36 Τάγματος του ΕΛΑΣ, Αλέκος Μυλωνάς, αναφέρει ότι, με βάση πληροφορίες που είχαν, «το εχθρικό επιτελείο έδειχνε πως θ’ αναλάβαινε αποφασιστικές επιχειρήσεις» εναντίον τους.[10] Από τον ΕΛΑΣ οργανώθηκε και πραγματοποιήθηκε κατάληψη της πόλης της Ναυπάκτου (1 Ιουλίου 1944). Έχει ενδιαφέρον η αντιπαράσταση των γεγονότων από τον Μυλωνά και από το μέλος των Ταγμάτων Ασφαλείας Ναυπάκτου Μπάμπη Κοτίνη:

Ώρα δύο παρά ένα λεπτό τη νύχτα. Όλα μαζί τα τμήματα ήταν κατανεμημένα σ’ ένα υψομετρικό «ημιστέφανο» γύρω από την πόλη. Σάλπιγγες, πολυβόλα, οπλοπολυβόλα, τουφέκια, όλμοι, όλα ταυτόχρονα. «Αέρα» στην είσοδο της πόλης, «αέρα» στον Άη Γιώργη, «αέρα» στη Δεξαμενή, στην πλατεία της πόλης, παντού. Οι «καλοί Έλληνες», βοηθοί του κατακτητή, τρύπωσαν στο κτίριο του Γυμνασίου. Οι Γερμανοί ταμπουρώθηκαν στα δικά τους κτίρια και από εκεί έριχναν συνεχώς ριπές. Αυτές οι δύο αντιστάσεις είχαν μείνει ακόμα ακυρίευτες στην πόλη.[11]

Οι τσολιάδες είχαν πιάσει τον περιμετρικό μαντρότοιχο του Γυμνασίου, τα παράθυρα και την ταράτσα του. Πανδαιμόνιο τουφεκιών, οπλοπολυβόλων και όλμων. [12] Οι αντάρτες έφθασαν ώς την πλατεία του λιμανιού. Οι τσολιάδες του Τάγματος Ασφαλείας Αγρινίου παράτησαν δίπλα στο βορεινό πλατάνι της ένα ιταλικό τεθωρακισμένο αυτοκίνητο που δεν έπαιρνε μπροστά.[13] Ζητούσαμε από τους Γερμανούς να μας ανοίξουν το υπόγειο του Τσώνη για να πάρουμε όπλα και να πάμε μπροστά.[14]

Οι αντάρτες του ΕΛΑΣ αναχαιτίστηκαν από τους Γερμανούς, από τα Τάγματα Ασφαλείας που είχαν έρθει στην πόλη, από κάποιους που τους πυροβολούσαν μέσα από σπίτια, καθώς και από την επίθεση εναντίον τους με πυροβόλα όπλα από γερμανικό πολεμικό πλοίο «χελώνα», που έπλεε στον Κορινθιακό, ανοιχτά του λιμανιού της Ναυπάκτου.

Στα τέλη του Ιουλίου 1944, στη Ναύπακτο με τους 5.000 κατοίκους είχε σχηματιστεί ένα Τάγμα Ασφαλείας με 700 μέλη.[15] Εκτός, όμως, από την πολυπληθή στρατολόγηση πολιτών στο Τάγμα Ασφαλείας, υπάρχει και η προσέλευση εθελοντών, που με σκοπιές και την κατασκευή οδοφραγμάτων αποκρούουν τις επιθέσεις των ανταρτών στην υπό γερμανική κατοχή Ναύπακτο. Έχει ενδιαφέρον η αναφορά στις λεπτές αποχρώσεις που οδήγησαν ορισμένους στη στρατολόγηση ή στην εθελοντική στήριξη των Ταγμάτων Ασφαλείας.[16] Στην πολυπρισματική μελέτη του, ο Φλάισερ αναφέρει ότι μερικοί «εντάχθηκαν στα προδοτικά τμήματα γιατί μόνο σ’ αυτά μπορούσαν να βρουν όπλα για να φυλαχτούν από τις εαμικές “πιέσεις” και “αυθαιρεσίες”, ή να “εκδικηθούν” για κάποια ζημία ή ταπείνωση που δοκίμασαν οι ίδιοι ή κάποιοι από τους δικούς τους».[17] Το γεγονός της εκτέλεσης του Ψαρρού και στρατιωτών του και της οριστικής διάλυσης του 5/42 προκάλεσε τον εύλογο αποτροπιασμό των κατοίκων της Ναυπακτίας και της Δωρίδας για τον ΕΛΑΣ και προφανώς δημιούργησε συσπείρωση που συνηγορούσε για την ένταξη στο Τάγμα. Επιπλέον, το ενδεχόμενο της αδυσώπητης πείνας[18] οδήγησε κάποιους στα Τάγματα Ασφαλείας.[19]

Τον Αύγουστο του 1944 έλαβαν χώρα εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Γερμανών στη Ναυπακτία. Στις 9 Σεπτεμβρίου 1944 το απόγευμα διαδόθηκε η είδηση της απελευθέρωσης. Οι Ναυπάκτιοι που είχαν στρατολογηθεί στο Τάγμα Ασφαλείας έφευγαν βιαστικά. Οι αντάρτες του ΕΛΑΣ μπήκαν στην πόλη και στις 29 Οκτωβρίου έγιναν εκλογές για την ανάδειξη εκπροσώπων της τοπικής αυτοδιοίκησης. Ζητήθηκε από τον Τζαβέλλα να γίνει έπαρχος. Στον λόγο που εκφώνησε όταν ανέλαβε τα καθήκοντά του και σε ένα πνεύμα εθνικής συμφιλίωσης και άμβλυνσης της ιδεολογικής πόλωσης, μεταξύ άλλων, ανέφερε: «δεν απέβλεψα, ούτε αποβλέπω εις την πολιτικήν. Απέβλεψα εις το καλόν και τη σωτηρίαν της Ναυπάκτου και όλων υμών. Δεν παρεκάλεσα κανένα. Με παρεκάλεσαν και εδέχθην την θέσιν του Επάρχου, κατόπιν γενομένης εκλογής. Ζητώ την βοήθειάν σας».[20] Στο πλαίσιο του έντονου κοινωνικοπολιτικού διχασμού που κυριάρχησε στην πόλη, διατυπώθηκε η πρόθεση για τη σύλληψη 100 ενεργών μελών του Τάγματος Ασφαλείας και της «Επιτροπής Ασφαλείας». Η προγραφή τους ματαιώθηκε υπό την απειλή παραίτησης του Τζαβέλλα.[21] Η κατοχή της πόλης από τον ΕΛΑΣ διήρκεσε έως τον Ιανουάριο του 1945. Όταν, μετά τα Δεκεμβριανά, οι Βρετανοί ήρθαν στη Ναύπακτο, οι αντάρτες την εγκατέλειψαν αμαχητί.

Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου, εθνικιστικές οργανώσεις, όπως ο ΕΔΕΣ, η Εθνική Οργάνωσις Βασιλοφρόνων (ΕΟΒΑ) και η ομάδα «Χ», που είχε ιδρυθεί στις αρχές του 1945, συνασπίστηκαν προκειμένου να συνεχίσουν τη δράση τους. Η δράση της ομάδας «Χ» περιλάμβανε περιπολίες, ένοπλες έρευνες στα χωριά, εντοπισμό και σύλληψη «αναρχοκομμουνιστών», στενή παρακολούθηση ηγετών του κομμουνιστικού κινήματος, εξόντωση «κομμουνιστικών συμμοριών».[22]

Το 1947, στην κεντρική πλατεία της Ναυπάκτου ανεγέρθηκε μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη.[23]

Εικ. 1. Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη, κεντρική πλατεία Ναυπάκτου (φωτ. Ζέτα Παπανδρέου)

Απεικονίζει έναν στρατιώτη με φουστανέλα, κράνος, συμμαχικό όπλο και τσαρούχια. Η φορεσιά και τα τσαρούχια ενδεχομένως έχουν έναν δίσημο συμβολισμό. Οι αντιστασιακοί παρουσιάζονται ως συνεχιστές/στριες των ηρώων του 1821[24] ή, σε μια άλλη πιο πιθανή ανάγνωση, ο στρατιώτης παραπέμπει στα Τάγματα Ασφαλείας και στους ευζώνους που στήριξαν τις κατοχικές κυβερνήσεις και τον κατακτητή προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο κομμουνιστικός κίνδυνος.

Στα σκοτεινά χρόνια της δικτατορίας του 1967, ο Κοτίνης, πρόεδρος της Οργάνωσης «Χ» Ναυπάκτου, με την πεποίθηση ότι προσέφερε υπηρεσίες στο έθνος κατά την περίοδο του εμφυλίου πολέμου, έκανε αίτηση στο Γραφείο Αγωνιστών - Πολεμιστών προκειμένου να λάβει αντιστασιακή σύνταξη.[25]

Το 2010 ο Δήμος Ναυπάκτου αποδέχθηκε τη δωρεά του γλύπτη Γρηγορίου Βαρελλά για την ανέγερση Μνημείου Εθνικής Αντίστασης στην πλατεία Ησιόδου. Η ανέγερση δεν μπορεί να αναχθεί σε πρόθεση του Δήμου Ναυπάκτου για την ανάδειξη της Εθνικής Αντίστασης, η αναγνώρισή της άλλωστε είχε γίνει δύο δεκαετίες πριν. Η ενέργεια μάλλον καθρεφτίζει μια αισθητική τάση για τον πολιτιστικό εμπλουτισμό της πόλης με προτομές, μνημεία και αγάλματα τα οποία παραπέμπουν τόσο στα αρχαία χρόνια όσο και στη νεότερη και σύγχρονη ελληνική ιστορία.

Σε συζητήσεις με κατοίκους της πόλης έχω διαμορφώσει την εντύπωση ότι εξακολουθούν να υπάρχουν ιδεολογικές αντιπαραθέσεις που έχουν ως βάση τους το δίπολο «εθνικός στρατός» και «κατσαπλιάδες - συμμορίτες». Η δεξιά εξακολουθητικά διατηρεί το αρνητικό πρόσημο το οποίο συνδέεται με τους τόπους εξορίας και τα βασανιστήρια, ενώ η αριστερά εκείνο που ταυτίζεται με την ένοπλη διεκδίκηση της εξουσίας, με αποτέλεσμα εκατέρωθεν να εμφανίζεται αποδυναμωμένη ή να αποτυπώνεται μονομερώς η έμπρακτη εναντίωση των αντιστασιακών ομάδων στους Ιταλούς και Γερμανούς κατακτητές.

Στο πλαίσιο των παραπάνω ιδεολογικών αντιθέσεων κρίνουμε ότι εντάσσεται και η αμφιθυμική στάση με την οποία η Ναύπακτος αντιμετώπισε τον Τζαβέλλα. Μετά την απελευθέρωση, το γεγονός ότι κατά την κατοχή της πόλης από τον ΕΛΑΣ έγινε έπαρχος «διέγραψε» από τη μνήμη τους ότι στην Κατοχή, λόγω της θέσης του, αλλά και της γνώσης του της ιταλικής, της γερμανικής και της γαλλικής γλώσσας, μεσολάβησε πολλές φορές για την απελευθέρωση συμπατριωτών του που διώκονταν από τους κατακτητές. Υπάρχουν πηγές που αποδεικνύουν ότι χάρη στη διαμεσολάβησή του ελευθερώθηκαν Ναυπάκτιοι και Ναυπάκτιες διαφορετικών ιδεολογικών τοποθετήσεων. Φαινόταν ότι στο αξιακό του σύστημα κάθε συνεργασία με τον κατακτητή ήταν αποτρόπαιη, ενώ το να συνδράμει τους συμπολίτες του, στον βαθμό που μπορούσε, ήταν γι’ αυτόν ηθικό καθήκον.[26] Ενώ εκείνος κατηγορούσε συμπατριώτες του για μαύρη αγορά και συνεργασία με τους κατακτητές, αποκαλώντας τους «ελεεινούς προδότες των αδερφών τους», εκείνοι τον εγκάλεσαν για συνεργασία με τους κομμουνιστές.[27]

Μεταπολεμικά, είχε την αποδοχή όχι μόνο του ΕΑΜ αλλά και συντηρητικού προσανατολισμού επιφανών προσωπικοτήτων ή και απλών πολιτών.[28] Στο παρόν, κάτοικοι της πόλης που ασχολούνται με το ιστορικό παρελθόν της αναφέρονται με έναν αμφιλεγόμενο τρόπο στην προσωπικότητά του, άλλοι με θαυμασμό, άλλοι καταμαρτυρώντας του την κομμουνιστική στήριξη, άλλοι με ενόχληση εξαιτίας των πολύχρονων διεκδικήσεων για οικογενειακή έκταση αρκετών στρεμμάτων στην περιοχή Κεφαλόβρυσο, η οποία τελούσε υπό καθεστώς καταχρηστικής χρήσης από τον δήμο για τη διεξαγωγή της εμποροπανήγυρης του Αγίου Δημητρίου, τα επιλεγόμενα «παζάρια». Όταν δικαιώθηκε η υπόθεσή του, ο Τζαβέλλας έκανε δωρεά αυτή τη γη στον δήμο, αλλά ακόμη εκκρεμεί ο όρος που είχε θέσει για την ανέγερση μαρμάρινης προτομής του γιου του, Κώστα Τζαβέλλα,[29] που έχασε τη ζωή του στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο, στην πλατεία Τζαβελλαίων. Το 1951 η οικονομική σημασία αυτής της δωρεάς για την πόλη αναγνωρίστηκε ευθαρσώς και με απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου ο Τζαβέλας ανακηρύχθηκε «Μέγας ευεργέτης».[30]

Η οικία Τζαβέλλα, μετά τον θάνατο της συζύγου του Λάμπρου Τζαβέλλα, Λεοπολδίνης Πέττερ-Τζαβέλλα, περιήλθε ως δωρεά στο ελληνικό δημόσιο (17 Οκτωβρίου 1985) και πλέον στεγάζει την Εφορεία Αρχαιοτήτων Αιτωλοακαρνανίας και Λευκάδος. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 έως τα μέσα της δεκαετίας του 2020 δεν έχει πραγματοποιηθεί οποιαδήποτε θεσμική τιμητική εκδήλωση για το ζεύγος των δωρητών. Σε ιστοσελίδες σχετικές με την οικία Τζαβέλλα Ναυπάκτου παρουσιάζονται αρχιτεκτονικά χαρακτηριστικά του αρχοντικού, σύντομη αναφορά στο γεγονός ότι το ελληνικό κράτος το είχε παραχωρήσει στην οικογένεια Τζαβέλλα τιμώντας τη συμβολή της στην ανεξαρτησία της Ελλάδας, καθώς και ποια είναι η σημερινή χρήση του. [31]

Ολοκληρώνοντας, έχει σημασία να επισημανθεί ότι οι συζητήσεις για τα δύσκολα εκείνα χρόνια, ακόμη και οκτώ δεκαετίες αργότερα, δημιουργούν προσκόμματα στην επεξεργασία ζητημάτων που αφορούν: α) τη διελκυστίνδα μεταξύ πατριωτικών και ταξικών αξιώσεων, όπως αυτές αναδύθηκαν στους κόλπους της κατεχόμενης κοινωνίας,[32] β) τη θέση για την άμεση σύνδεση αυτών των εμφύλιων συρράξεων με την περίοδο του Μεσοπολέμου και τη συνάρθρωσή τους με οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές διεκδικήσεις,[33] και γ) την υπόθεση ότι ακόμα δεν έχει καταστεί πλήρως αποδεκτό στις μεταπολεμικές γενιές το γεγονός ότι «ειδικά, για την Ελλάδα έχει διαπιστωθεί ότι οι κατοχικές κυβερνήσεις ήταν παράνομες, δεν ήταν αυθεντικές, αλλά ετεροκίνητες και αποσκοπούσαν στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων του κατακτητή και στην παραβίαση του διεθνούς δικαίου με έμμεσο και συγκαλυμμένο τρόπο».[34]

 

  1. Δείγμα ισορροπημένης ιστορικής εποπτείας αποτελούν τα βιβλία: Γιάννης Ράπτης, Συμβολή στην ιστορία της Ναυπακτίας, Έκδοση Ειρήνης και Γιάννη Ράπτη, Ναύπακτος 2003 και Γιάννης Βαρδακουλάς - Νίκος Πανταζής, Αναφορά στην ιστορία της Ναυπάκτου. Από το αρχείο του στρατηγού Λάμπρου Δημ. Τζαβέλλα, Εκδόσεις Κ. Ασημακόπουλος και Σια Ο.Ε., Ναύπακτος 2000.
  2. Ulrich Moennig, «Τραύμα και μνήμη, αφήγηση και ακρόαση. Η εμπειρία της γερμανικής Κατοχής στην ελληνική μεταπολεμική λογοτεχνία, σε μαρτυρίες και σε συνεντεύξεις μνήμης», από τον ψηφιακό συλλογικό τόμο Νίκος Αποστολόπουλος, Γιώργος Κόκκινος, Ζέτα Παπανδρέου (επιμ.), Το MOG ως αντικείμενο μελέτης: Ιστοριογραφία, τραυματική μνήμη, δημόσια ιστορία, ιστορική εκπαίδευση. Πρακτικά διαδικτυακής ημερίδας, 28 Μαΐου 2022, Freie Universität Berlin, Πρόγραμμα «Μνήμες από την Κατοχή στην Ελλάδα» (MOG), Πανεπιστήμιο Αιγαίου - Εργαστήριο Ιστορίας και Κοινωνικών Επιστημών, Βερολίνο 2023, σ. 48.
  3. Σύμφωνα με τον Σταυρογιαννόπουλο, οι ιδρυτές των Ταγμάτων Ασφαλείας είχαν την πεποίθηση ότι το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ είχαν εθνικοαπελευθερωτική δράση για παραπλανητικούς λόγους· Βασίλειος Σταυρογιαννόπουλος, Η ζωή της Κατοχής και τα Τάγματα Ασφαλείας, Αθήνα 1966, σ. 5-6.
  4. Γαβρίλης Λαμπάτος, ΚΚΕ και εξουσία (1940-1944), Μεταίχμιο, Αθήνα 2017, σ. 99. Το 1941, η απόφαση του ΚΚΕ σχετικά με το ποιες θα έπρεπε να είναι οι κινήσεις των πολιτών κατά τη διάρκεια της Κατοχής εστίαζε στην ευρεία εξάπλωση αγωνιστικών ενεργειών για την υπεράσπιση «του λαού που λιμοκτονεί, την αύξηση του μεροκάματου και των μισθών, ενάντια στις επιτάξεις και τη λήστευση της εγχώριας παραγωγής, για την οργάνωση των εργατών και των υπαλλήλων στα σωματεία τους»· βλ. ΚΚΕ, Επίσημα κείμενα, τόμος 5 (1940-1945), έκδοση ΚΚΕ Εσωτερικού, χ.τ.έ. 1973, σ. 61, 64, όπως αναφέρεται στο: Γ. Λαμπάτος, ό.π, σ. 95. Από το κείμενο απουσίαζε ακόμη και υπαινιγμός σχετικά με την αναγκαιότητα ένοπλου αγώνα. Το 1942 αρχίζει το ΚΚΕ να μιλάει για ανταρτοπόλεμο, καλώντας τα μέλη του να ενταχθούν δυναμικά σ’ αυτόν. «Το παρτιζάνικο είναι επίκαιρο, απαραίτητο και σίγουρο όταν είναι έργο δικό μας»· επιστολή Γιώργη Σιάντου στον Γιάννη Ιωαννίδη, όπως αναφέρεται στο Γαβρίλης Λαμπάτος, ό.π., σ. 99.
  5. Βλ. σχετικά Αρχείο Λάμπρου Τζαβέλλα, 2ος φάκελος, Παπαχαραλάμπειος Βιβλιοθήκη Ναυπάκτου, σ. 13, σ. 28-32 και Βαρδακουλάς - Πανταζής, ό.π., σ. 40-41, 47-48.
  6. Εμβληματική προσωπικότητα της πόλης, διαδραμάτισε πρωτεύοντα ρόλο, αφενός, στις διαπραγματεύσεις με τους κατακτητές προκειμένου να απελευθερωθούν πολίτες της Ναυπάκτου οι οποίοι κινδύνευαν με φυλάκιση και αντιμετώπιζαν την πιθανότητα εκτέλεσης και, αφετέρου, μετά την απελευθέρωση της πόλης από τους Γερμανούς. Διετέλεσε έπαρχος της πόλης υπό την κυριαρχία του ΕΛΑΣ, από τον Οκτώβριο του 1944 έως και τον Δεκέμβριο του 1945. Στις 21 Μαΐου 1944 συνελήφθη και ο στρατηγός, ο οποίος οδηγήθηκε στην Γκεστάπο Πάτρας και υποβλήθηκε σε ανάκριση από Αυστριακό αξιωματικό. Το γεγονός ότι, αφενός, η σύζυγός του, Λεοπολδίνη, ήταν Αυστριακή και πήρε πρωτοβουλίες για τη διάσωσή του και, αφετέρου, ο διοικητής του Τάγματος Ασφαλείας Πατρών, συνταγματάρχης Κουρκουλάκος, αλλά και ο Ταγματάρχης Καπετζώνης, δεν έκριναν ότι ήταν συνεργάτης του ΕΛΑΣ, ήταν τα στοιχεία που συνέβαλαν καθοριστικά στην απελευθέρωσή του· Βαρδακουλάς - Πανταζής, ό.π.
  7. Hagen Fleischer, «Νέα στοιχεία για τη σχέση γερμανικών αρχών κατοχής και ταγμάτων ασφαλείας», Μνήμων 8 (1982), 192.
  8. Κατά τη διάρκεια της γερμανόφιλης κυβέρνησης με πρωθυπουργό τον Ιωάννη Ράλλη, δημοσιεύτηκε Νομοθετικό Διάταγμα, σύμφωνα με το οποίο αποφασίστηκε από το Υπουργείο Εθνικής Αμύνης η συγκρότηση τεσσάρων ευζωνικών ταγμάτων. Η επάνδρωσή τους θα γινόταν σε εθελοντική ετήσια βάση από έφεδρους στρατεύσιμους οπλίτες οι οποίοι δεν είχαν εκπληρώσει τη στρατιωτική τους θητεία· ΦΕΚ Α' 180/29.6.43, όπως αναφέρεται στο Φοίβος Γρηγοριάδης, Γερμανοί, Κατοχή, Αντίστασις. 1941-1943, Νεόκοσμος, Αθήνα 1974, σ. 615.
  9. Αρχείο Τζαβέλλα, ό.π., σ. 77 και Βαρδακουλάς - Πανταζής, ό.π., σ. 39.
  10. «Στις 17 Ιουνίου 1944 οι Γερμανοί έκαναν την πρώτη επιδρομή προς το Ξηροπήγαδο. Όταν οι εχθρικές δυνάμεις επέστρεψαν στη Ναύπακτο, μια διμοιρία του ΕΛΑΣ, δυο ομάδες πεζικού και μια ομάδα πολυβόλων εισέβαλαν στην πόλη. Υπήρξε σύντομη συμπλοκή και στη συνέχεια οι αντάρτες συντεταγμένοι κατευθύνθηκαν προς τον Μόρνο. Μετά από δύο ημέρες ξαναδόθηκε μάχη στον Μόρνο (19 Ιουνίου 1944) μεταξύ των γερμανικών δυνάμεων και του αποσπάσματος του ΕΛΑΣ από το Τρίκορφο, ενισχυμένου από ομάδα εφέδρων και διμοιρία πολυβόλων. Η μάχη είχε διάρκεια περίπου 5 ωρών». Την επόμενη ημέρα (20 Ιουνίου 1944) έγινε μάχη στον Μόρνο. Σύμφωνα με τον Μυλωνά, στη Ναύπακτο υπήρχαν 140 Γερμανοί στρατιώτες, που συνεργάζονταν με ένοπλους Έλληνες. Αναφορά του Μίμη Κωνσταντόπουλου, όπως καταγράφεται στο πολυγραφημένο κείμενο του Αλέκου Μυλωνά, «Η δράση του ΙΙ/36 τάγματος του ΕΛΑΣ (1942-1945), υπό Αλέκου Μυλωνά - Δημάρχου Υπάτης - Διοικητού του τάγματος του οποίου τη δράση με το παρόν ιστορεί. Υπάτη, έτος 1990», (ανέκδοτο, αντιγραφή - επιμέλεια Δημήτρη Υφαντή), σ. 70α, 72β και στο Παράρτημα, έγγραφο Δ', Σ. 72β-74β. Ευχαριστώ τον Δημήτρη Υφαντή για την παραχώρηση του κειμένου.
  11. Μυλωνάς, ό.π., σ. 78α-78β.
  12. Μπάμπης Γ. Κοτίνης, Τότε! Όταν ήμουν 17 χρονών. Μνήμες από την Κατοχή και τον συμμοριτοπόλεμο, Ναύπακτος 1985, σ. 80.
  13. Το αμάξι τελικά το πήραν οι αντάρτες και το πήγαν σπρώχνοντας μέχρι τον Σκα. Σέρνοντάς το μέχρι τη Δάφνη κατάφεραν να λειτουργήσει ο κινητήρας του. Στα Δεκεμβριανά το όχημα καταστράφηκε στην πλατεία Κουμουνδούρου από βολή αγγλικού άρματος· Κοτίνης, ό.π., σ. 81. Στο κείμενο του Μυλωνά υπάρχει αναφορά όχι σε αυτοκίνητο αλλά σε τανκ· Μυλωνάς, ό.π., σ. 79α.
  14. Κοτίνης, ό.π., σ. 82.
  15. Στο ίδιο, σ. 93.
  16. Fleischer, ό.π., σ. 194.
  17. Fleischer, ό.π., σ. 192.
  18. Τονιζόταν ιδιαίτερα η υποστήριξη που λάμβαναν οι συμμετέχοντες από τους κατακτητές σε οπλισμό και μισθό.
  19. Για τα επίμαχα αυτά ζητήματα, βλ. Fleischer, ό.π., σ. 189-203.
  20. Βαρδακουλάς - Πανταζής, ό.π., σ. 45.
  21. Στο ίδιο.
  22. Αρχείο Γιάννη Ράπτη, φάκ. Οργάνωση «Χ» Ναυπακτίας, σ. 5. Ευχαριστώ τον Γ. Ράπτη για την πρόσβαση στο αρχείο. Τον Σεπτέμβριο 1946 η 81η Στρατιωτική Περιοχή της Οργάνωσης «Χ», με έδρα την Κόρινθο, παρέδωσε στην τοπική οργάνωση «Χ» Ναυπακτίας, που τον Μάρτιο του 1945 αριθμούσε 200 μέλη, 150 όπλα και ανάλογο αριθμό πυρομαχικών. Ο πρόεδρός της, Γεώργιος Κοτίνης, ήταν παρών στην παράδοση και υπεύθυνος για τη μεταφορά του υλικού στη Ναύπακτο· Σύμφωνα με τον Γ. Κοτίνη, «ο αντικομμουνιστικός του κράτους αγώνας είχε ως αποτέλεσμα, εκτός από την ύπαρξη του τακτικού στρατού και της εθνοφυλακής, τη δημιουργία ομάδων με μέλη πολίτες, π.χ. Μ.Α.Υ., Λόχοι κυνηγών. Αποφασίστηκε και έλαβε χώρα διεξαγωγή στρατιωτικών επιχειρήσεων “κατά των συμμοριτών” στη Ναυπακτία και τη Δωρίδα», φάκ. Οργάνωση «Χ» Ναυπακτίας, ό.π., σ. 2 και σ. 6. Σύμφωνα με τη συνοπτική έκθεση δράσης της «Χ» στη Ναυπακτία, καταγράφεται: α) η ύπαρξη επιμέρους ομάδας «παρακολούθησης σεσημασμένων ως κομμουνιστές και των γενικά εθνικώς υπόπτων προσώπων», η οποία έδινε σχετική αναφορά στις αρμόδιες υπηρεσίες, β) οργάνωση, αφενός, περιπολιών όχι μόνο στη Ναύπακτο αλλά σε όλη τη Ναυπακτία και, αφετέρου, επιτροπών συγκέντρωσης πληροφοριών σχετικά με την ύπαρξη όπλων - αποθηκών οπλισμού και πυρομαχικών, γ) συνεργασία με τα Σώματα Ασφαλείας. Από κοινού πραγματοποιούνταν έφοδοι στην περιοχή με σκοπό τη σύλληψη πολιτών που κρύβονταν, φυγόδικων ή επικίνδυνων κομμουνιστών· «Συνοπτική έκθεσις δράσεως της εθνικής οργανώσεως «Χ», επαρχίας Ναυπακτίας», σ. 1-2, Αρχείο Γιάννη Ράπτη. Η ομάδα Χ έδωσε από ένα όπλο και 50 φυσίγγια στα μέλη της που πλαισίωσαν τα Σώματα Ασφαλείας.
  23. Πρόκειται για δωρεά του Επαμεινώνδα Αρβανίτη στη μνήμη της συζύγου του Αικατερίνης. Πάνω στο μνημείο είναι χαραγμένη η ημερομηνία 30 Ιουλίου 1947. Στη μαρμάρινη βάση του αναγράφεται το γνωστό απόφθεγμα «Εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάτρης».
  24. Διαπιστώνουμε ότι στις αφηγήσεις της Ένωσης Νέων Αγωνιστών Ρούμελης (ΕΝΑΡ), που βρήκε μεγάλη απήχηση στην Φθιώτιδα και τη Φωκίδα, ο αγώνας και η συμμετοχή στην αντίσταση συνδεόταν συχνά με την Επανάσταση του 1821: «Οι σκιές των προγόνων μας, του Καραϊσκάκη στην Αράχωβα, του Ησαΐα στα Σάλωνα, του Ανδρούτσου στη σπηλιά του Παρνασσού, του Μακρυγιάννη στο Λιδωρίκι, τους ξεσήκωναν»· Χρήστος Ραχιώτης, Κατοχή. Ρούμελη. Θεσσαλονίκη, Αθήνα 1983, σ. 61, 66. Έχει ενδιαφέρον η εξέταση περιπτώσεων στις οποίες σε μνημεία που αντανακλώνται ένδοξες στιγμές της Ελλάδας, η φορεσιά του εύζωνα συμπληρώνει στοιχεία αρχαιοπολιτικού ήθους· βλ. Δημήτρης Πλάντζος, Αρχαιοπολιτική, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2023, σ. 41-42.
  25. Αίτηση Γ. Κοτίνη προς την ΔΕΠΑ/ΑΕΔ, διά του Φρουραρχείου Ναυπάκτου, 30 Νοεμβρίου 1969, με θέμα την αναγνώριση της Ε.Ο. Αντιστάσεως «Χ» Ναυπακτίας και του αιτούντος ως τοπικού αγωνιστή και αρχηγού της συγκεκριμένης ομάδας, φάκ. Οργάνωση «Χ» Ναυπακτίας, ό.π.
  26. «Για μένα όλα τα αντάρτικα σώματα ήταν πατριωτικά. Συνάδελφοί μου Στρατηγοί, Ανώτεροι, Κατώτεροι, Αξιωματικοί, Μόνιμοι, Έφεδροι, Επιστήμονες, Δημόσιοι Υπάλληλοι, ήταν σε όλες τις ομάδες χωρίς καμία διάκριση. Η προτίμησή μου ήταν ο ΕΛΑΣ, το 5/42 του Ψαρρού, η οργάνωση του αντισυνταγματάρχη Πλούμη. Αυτές ενεργούσαν στη Ναυπακτία. Τότε δεν υπήρχε ζήτημα κομμουνισμού ή μη κομμουνισμού, αλλά και εάν υπήρχε μου ήταν αδιάφορο. Για μένα όλοι ήταν Έλληνες, απέναντι στον εχθρό κατακτητή»· Αρχείο Τζαβέλλα, ό.π., σ. 20β. Επιπλέον, ενδεικτικά των προθέσεών του αποσπάσματα από το αρχείο του είναι τα ακόλουθα: «Ο Ιταλός Διοικητής Αντισυνταγματάρχης αποτεινόμενος απειλητικά προς τον Παναγιώτη Λιανό, ενώπιον όλων των συλληφθέντων –ενώπιον εμού και Νόβα– την ώρα της απελευθέρωσής τους δήλωσε: “Συ πρόσεξε! Αν σε ξαναπιάσω θα σε στείλω στο Μεσολόγγι. Σας αφήνω όλους γιατί έδωσα τον λόγο της στρατιωτικής μου τιμής στον στρατηγόν ο οποίος με παρακάλεσεν για όλους σας”», Αρχείο Τζαβέλλα, ό.π., σ. 27. «Κάποιος έριξε στην θύρα του Αυστριακού διοκητή Karl Konking σημείωμα με ονόματα, μεταξύ αυτών και τριών κοριτσιών για συμμετοχή στην αντίσταση. Τον έπεισα και έσκισε το σημείωμα»· στο ίδιο, σ. 34-36.
  27. Με επιστολή του στον Νομάρχη Αιτωλοακαρνανίας, Γραφείο Νομαρχίας, Μεσολόγγι, 11.9.1942, ο Τζαβέλλας κατηγορεί κατοίκους της Ναυπάκτου για συνεργασία με τον κατακτητή και διατυπώνει αίτημα οι απόψεις του να μεταφερθούν στην κυβέρνηση Ι. Ράλλη. Είναι σαφές ότι ο στρατηγός πιστεύει βαθιά στις προπολεμικές θεσμικές αξίες, ώστε αγνοεί το γεγονός ότι είναι αυτή ακριβώς η κατοχική κυβέρνηση η οποία με τα Τάγματα Ασφαλείας θέσπισε τη συνεργασία με τον στρατό κατοχής. Επιπλέον, σχετικά με τις κατηγορίες εναντίον του έχει ενδιαφέρον το απόσπασμα από το ημερολόγιό του: «Μία κατάπτυστος “Σπείρα” προδοτών - δολοφόνων - συνεργατών με τους εχθρούς με κατέδωσαν στους Γερμανούς και συνελήφθηκα στις 21 Μαΐου 1944 μαζί με άλλους 34, μεταξύ των οποίων και 3 κορίτσια. Εγώ με 8 σοβαρές κατηγορίες. Επίσης, στις 26 και 27 Μαΐου 1944 συνελήφθηκαν στη Ναύπακτο περίπου 27 άτομα»· Αρχείο Τζαβέλλα, ό.π., σ. 13. «Με κατέδωσαν στους Γερμανούς για συνεργασία με τους αντάρτες του ΕΛΑΣ. Συνελήφθηκα και φυλακίστηκα στην Πάτρα. Οι κατηγορίες εναντίον μου συντάχθηκαν από Έλληνες αξιωματικούς σε συνεννόηση με την “Σπείρα” που συνεργαζόταν με τον εχθρόν. Κατηγορίες: μεγάλος μυστικός αρχηγός των ανταρτών και των κομμουνιστών, μεταδίδω πληροφορίες από την Πάτρα και τη Ναύπακτο σε αυτούς [αντάρτες], επιδρών εξαιτίας του ανωτάτου βαθμού μου στον Διοικητή Ναυπάκτου προκειμένου να απελευθερωθούν αντάρτες κομμουνιστές, έδινα ταυτότητες σε αντάρτες κομμουνιστές τις οποίες ο Διοικητής υπέγραφε καλή τη πίστει»· Αρχείο Τζαβέλλα, ό.π., σ. 20 Δ και σ. 21. Συχνά στο ημερολόγιό του ο Λάμπρος Τζαβέλλας αναφέρει με τον χαρακτηρισμό «σπείρα» Ναυπάκτιους πολίτες που συνεργάζονταν με τους Γερμανούς.
  28. α) Επιστολή Μητροπολίτη Ναυπακτίας και Ευρυτανίας Χριστόφορου προς τον Λ. Τζαβέλλα, 20.1.1946, με την οποία δηλώνεται, αφενός, η εκτίμησή του στο πρόσωπο του στρατηγού και, αφετέρου, η πρόθεσή του να τον συντρέξει στην περίπτωση που η τοπική κοινωνία επιχειρήσει να τον αδικήσει: «Δε θέλω στρατηγοί να αποσύρονται από την κοινωνία επειδή η κοινωνία αυτή συμβαίνει να αδικεί».β) Κατάθεση αντισυνταγματάρχη Δημητρίου Πλούμη, προέδρου του ΕΔΕΣ Ναυπάκτου σε δίκη (25-27.11.1946): «Ο Τζαβέλλας επήγαινε στην Καραμπινερία για να μας εξυπηρετεί “ως όργανο πληροφοριών” και προσέφερε αρκετές υπηρεσίες από τον Φεβρουάριο 1943 χωρίς να είναι μέλος της Οργάνωσης, διότι αυτός ήταν κατάλληλος, δεν είχαμε καμιά ένδειξη ότι έκανε κι άλλες δουλειές στους Γερμανούς. Τον Αύγουστο 1942, χωρίς να το γνωρίζω με εγλίτωσε από σύλληψη. Έκανε παρέα με τους Γερμανούς, δε γνωρίζω εάν διέκειτο φιλικά προς αυτούς. Τον Τζαβέλλα δεν τον έκαμα μέλος διότι δεν ήταν εν ενεργεία [...] τους ανθρώπους που προσέφερον υπηρεσίαν εις τον εχθρόν τους παρακολουθούσαμε αλλά διά τον Τζαβέλλαν δε μάθαμεν τίποτα και αποκλείω το τοιούτον. Οι συλλήψεις του Σεπτεμβρίου 1942 ήταν γενικές. Οι συνεργαζόμενοί μου Νόβας και Σιδέρης δεν μου είπαν τίποτα για τον Τζαβέλλα»· Βαρδακουλάς -Πανταζής, ό.π., σ. 57. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι «ο Τζαβέλλας τον Ιούνιο και τον Σεπτέμβριο του 1945 είχε κάνει μηνύσεις σε συνεργάτες του εχθρού προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης»· Αρχείο Τζαβέλλα, ό.π. και Βαρδακουλάς - Πανταζής, ό.π., σ. 57.γ) Επιστολή του Ν.Στ. προς τον στρατηγό Τζαβέλλα, Σέρρες 19.2.1948. «Σεβαστέ μου Στρατηγέ. [...] Τολμώ να σας γράψω και να σας παρακαλέσω όπως ενδιαφερθείτε δια τον αδερφό μου Ν.Στ. ο οποίος εντός του πρώτου δεκαημέρου Μαρτίου δικάζεται εις Μεσολόγγιον ως δοσίλογος, εις τινά υπόθεσιν εις την οποίαν είσθε και Υμείς μάρτυς. [...] Το ότι ευρίσκομαι σήμερον εις την ζωήν, αυτό το οφείλω εις Υμάς. Όταν συνελήφθην και εφυλακίσθην εκ μέρους των Ιταλών, Σεις πρώτος εσπεύσατε να εκτυπήσετε [sic] την θύραν των Ιταλών και να παρακαλέσετε δι’ εμέ και τους αδερφούς μου». Ήταν επιθυμία του Κώστα Τζαβέλλα, δισέγγονου του στρατηγού, ο οποίος και μου παραχώρησε τα στοιχεία, στο απόσπασμα να παρατίθενται μόνο τα αρχικά γράμματα από τα ονόματα των αδερφών.δ) Επιστολή του προέδρου της κυβερνήσεως Νικολάου Πλαστήρα στον Τζαβέλλα (14.5.1950). Είχε προηγηθεί επιστολή του στρατηγού, στην οποία ευχόταν στον Πλαστήρα καλή θητεία: «Αγαπητέ μου Λάμπρο, ξέρω πόσο θα δυσανασχέτησες με την αργοπορία να απαντήσω στο πολύ καλό σου γράμμα. Σου ζητώ χίλιες φορές συγγνώμην και είμαι βέβαιος πως θα μου την δώσεις, γιατί σε εγνώρισα άνθρωπο με μεγάλη καρδιά... Σου είμαι βαθειά ευγνώμων για τις εγκάρδιες ευχές σου [...] Δεν είδα ακόμη τον κ. Πλούμη να μου πη τα περί Ναυπάκτου [...] Με αδελφικόν ασπασμόν δικός σου. Ν. Πλαστήρας». Θερμές ευχαριστίες οφείλω στον δισέγγονο του Λάμπρου, Κώστα Τζαβέλλα, για την πρόσβαση στα παραπάνω έγγραφα.
  29. Ο Κώστας Τζαβέλλας σκοτώθηκε στις 2 Δεκεμβρίου 1940 στις πολεμικές επιχειρήσεις Πρεμετής και συγκεκριμένα στη μάχη της Λισίτσας.
  30. Μετά την απελευθέρωση της Ναυπάκτου (18 Απριλίου 1828) στη Ναύπακτο εγκαταστάθηκαν Σουλιώτες και Σουλιώτισσες. Η κυβέρνηση τους παρείχε μισθό και συσσίτιο. Επίσης, παραχώρησε στους Σουλιώτες εθνικά κτήματα που παλιότερα ανήκαν στους Οθωμανούς, δεδομένου ότι πρωτοστάτησαν στην απελευθέρωση της πόλης. Ο Νικόλαος Τζαβέλλας εγκαταστάθηκε στη Ναύπακτο σε ένα επιβλητικό σπίτι που βρισκόταν στο δεύτερο διάζωμα του κάστρου, κατοικία του Βελή Πασά, γιου του Αλή των Ιωαννίνων. Οι Τζαβελλαίοι βρέθηκαν να έχουν, μεταξύ άλλων, στο Κεφαλόβρυσο 5 έως 9 στρέμματα γη. Τα παζάρια καθιερώθηκαν το 1867 και μέχρι το 1995 διεξάγονταν στον χώρο της σημερινής πλατείας Τζαβέλλα. Ωστόσο, στο τέλος του 19ου αι. και στις αρχές του 20ού η οικογένεια Τζαβέλλα βρέθηκε σε διένεξη με το ελληνικό δημόσιο. Ο μακροχρόνιος δικαστικός αγώνας μεταξύ του Δήμου και αργότερα της Κοινότητας Ναυπάκτου και της οικογένειας για τον επίδικο αγρό κατέληξε με βάση τις δικαστικές αποφάσεις (91/1938 Πρωτοδικείο Μεσολογγίου, 372/1938 Εφετείο Πατρών, 206/1940 Άρειος Πάγος) υπέρ των κληρονόμων του Ν. Τζαβέλλα· Βαρδακουλάς - Πανταζής, ό.π., σ. 17-18. Ένδειξη απαξίωσης της οικογένειας Τζαβέλλα από τους πολίτες της Ναυπάκτου αποτελεί το γεγονός ότι, κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του 1967-1974, στον τάφο του Νικόλαου Τζαβέλλα, αδερφού του Κίτσου Τζαβέλλα, είχαν τοποθετηθεί καφάσια και ζαρζαβατικά. Μετά τη διαμαρτυρία των απογόνων, οι αρχές του τόπου έβαλαν τα Τάγματα Εθνοφυλακής Αμύνης (ΤΕΑ) και καθάρισαν τον τάφο. Πλέον, οι τάφοι των Τζαβελλαίων που υπήρχαν πίσω από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου δεν υπάρχουν. Μετά από επέκταση του ναού στη δεκαετία του 1970 ή του 1980 καταστράφηκαν και υπάρχουν μόνο δύο αναμνηστικές επιγραφές στον τοίχο του ναού.
  31. Δημοτικό Συμβούλιο Ναυπάκτου, αριθμός απόφασης 238, 21 Νοεμβρίου 1951. Σχετικά με τη σημασία που είχαν και έχουν για τη Ναύπακτο «τα παζάρια», βλ. Ζωή Κωταντούλα, Πλατεία Τζαβελλαίων 2, Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα 2016, σ. 43-45.
  32. Βλ. σχετικά την άποψη του Claudio Pavone για τη δημιουργία συνθηκών εμφυλίου πολέμου, όπως παρουσιάζεται στο κείμενο του Ιάσονα Χανδρινού, «Αντι-βία της αντίστασης και επαναστατική δικαιοσύνη», στο Γιώργος Κόκκινος, Παναγιώτης Κιμουρτζής, Μάρκος Καρασαρίνης (επιμ.), Ιστορία και δικαιοσύνη, Εκδόσεις Ασίνη, Αθήνα 2020, σ. 190.
  33. Enzo Traverso, Διά πυρός και σιδήρου: Περί του ευρωπαϊκού εμφυλίου πολέμου, 1914-1945, μτφρ. Γιάννης Ευαγγέλου, Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα 2007, όπως αναφέρεται στο Ιάσονας Χανδρινός, ό.π., σ. 190. Έχει σημασία να επισημανθεί ότι, ακόμη και για τους συμμάχους από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η συμμετοχή στον πόλεμο δεν ήταν δεδομένη. Ωστόσο, παρά τον διάχυτο στην κοινωνία φόβο του μπολσεβικισμού, η πλειοψηφία των Αμερικανών πίστεψε στον ουσιαστικό ρόλο τους για τη συντριβή του ναζισμού και τη διαμόρφωση/επικράτηση μιας φιλελεύθερης παγκόσμιας τάξης. Στη δεκαετία του 1930 και στις αρχές της επόμενης, η συντριπτική πλειοψηφία των Αμερικανών ρεπουμπλικάνων φοβόταν πως o Ρούσβελτ με τους χειρισμούς του θα οδηγούσε τις ΗΠΑ στον κομμουνισμό. Γι’ αυτόν τον λόγο η πλειοψηφία αυτή θεωρούσε φίλιες δυνάμεις τον Φράνκο, τον Μουσολίνι και έβλεπε τον Χίτλερ ως «χρήσιμο προπύργιο» ενάντια στη Σοβιετική Ένωση. Αυτή ακριβώς η αντιδραστική στάση των ρεπουμπλικάνων, η εναντίωσή τους στη συμμετοχή της χώρας τους στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, σύμφωνα με τον ιστορικό Robert Kagan, είχε ως αποτέλεσμα την πολιτική τους ήττα. Ουσιαστικά, κατά την άποψή του, μπόρεσαν να διακριθούν πάλι το 1952 με την εκλογή του διεθνιστή Ντουάιτ Αϊζενχάουερ· Robert Kagan, The Ghost at the Feast. America and the Collapse of World Order, 1900-1941, Alfred A. Knopf, Νέα Υόρκη 2023, όπως αναφέρεται στο Thomas L. Friedman, «Year two of the Ukraine war is going to get scary», New York Times, 5 Φεβρουαρίου 2023.
  34. Νίκος Φωτόπουλος, «Η ιστορία δεν δικάζεται», Εφημερίδα των Συντακτών, 27 Απριλίου 2023.