Η ανάδυση της κατοχικής και αντιστασιακής μνήμης στην πόλη της Λάρισας

Αντιγόνη Καρύτσα

Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος υπήρξε το κορυφαίο ιστορικό γεγονός του 20ού αιώνα και άφησε ανεξίτηλα σημάδια στην ιστορική συνείδηση του ελληνικού λαού. Ωστόσο, μετά την προσπάθεια επούλωσης των ανομολόγητων τραυμάτων, ακολούθησε μια περίοδος αναδίφησης των γεγονότων και ανάδυσης της τραυματικής μνήμης. Υποστηρίζεται πως η συλλογική μνήμη μιας κοινότητας κατασκευάζεται σε μεγάλο βαθμό από το εκάστοτε παρόν.[1] Τότε τα γεγονότα του παρελθόντος επαναπροσεγγίζονται και αποτελούν αντικείμενο πολλών και διαφορετικών δημοσίων χρήσεων. Η διαχείριση της μνήμης τραυματικών γεγονότων ποικίλλει ανά ιστορική περίοδο. Όταν η μνήμη μιας κοινότητας διατηρείται σε μια κοινωνία στην οποία δίνεται έμφαση στην ανάμνηση τραυματικών ιστορικών γεγονότων και σε όσα αυτή η μνήμη συνεπάγεται, παρατηρούμε τη δημιουργία μνημονικών τόπων αλλά και κοινωνικών αναπαραστάσεων που πλαισιώνουν την έκφραση μνήμης.[2] Η αναζήτηση νοήματος στο παρελθόν κινητοποιεί το εκάστοτε παρόν, παρέχοντάς του τη δυνατότητα «μεταμόρφωσής» του.

Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να αναδείξει πτυχές της ανάδυσης της κατοχικής και αντιστασιακής μνήμης στην πόλη της Λάρισας, μέσα από τόπους μνήμης,[3] που κατασκευάστηκαν από πολύ νωρίς, ήδη από τη δεκαετία του 1940, αλλά και αργότερα, είτε με ιδιωτική είτε με κρατική πρωτοβουλία.

Οι μνημονικοί τόποι και κατ’ επέκταση τα μνημεία, ως υλικά τεκμήρια, εκφράζουν μια «εικόνα» της ιστορικής μνήμης σε ένα συγκεκριμένο χώρο, αλλά και ένα αφήγημα για το παρελθόν, αποτελώντας τόπο συγκρότησης συλλογικής ταυτότητας. Η διαμόρφωση της δημόσιας μνήμης επιτυγχάνεται και μέσω της ονοματοδοσίας οδών και πλατειών, αλλά και μέσω των εορταστικών εκδηλώσεων, των επετείων. Η Λάρισα θρήνησε θύματα επί Κατοχής, όταν έλαβαν χώρα οι εκτελέσεις από τους Γερμανούς, η πρώτη στις 13 Σεπτεμβρίου 1943 και η επόμενη στις 8 Μαρτίου 1944. Για την πραγματοποίηση της έρευνας αξιοποιήθηκαν ιστοριογραφικές αναφορές για τα ιστορικά γεγονότα της περιόδου 1941-1944, πρακτικά συνεδρίων, τα πρακτικά του Δημοτικού Συμβουλίου Λάρισας, από τον Δήμο Λάρισας για την περίοδο 1976-1992 και από τα Γενικά Αρχεία του Κράτους (ΓΑΚ) Λάρισας για τα έτη 1943-1975, δημοσιεύματα εφημερίδων του τοπικού τύπου από το αρχείο της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Λάρισας «Κωνσταντίνος Κούμας», αρχειακό υλικό από το Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών και σχετικά δημοσιεύματα στο Διαδίκτυο που αναφέρονται τόσο στα γεγονότα, την εκτέλεση λόγω αντιποίνων, όσο και στην ανέγερση των μνημείων των εκτελεσθέντων: συγκεκριμένα, στην αναμνηστική πλάκα στο Α' Δημοτικό Νεκροταφείο Λάρισας για τους εκτελεσθέντες της 13ης Σεπτεμβρίου 1943, στο παλιό και νέο μνημείο στο Αντιαεροπορικό για την εκτέλεση που έλαβε χώρα στις 8 Μαρτίου 1944, στο μνημείο στην πλατεία Εθνικής Αντίστασης με την προτομή του Ιωάννη Πατέρα και στην πλατεία Δήμητρας Τσάτσου με το ομώνυμο μνημείο, καθώς και στην ονοματοδοσία οδών και πλατειών σχετικών με τις δύο εκτελέσεις. Ακόμη, προσεγγίζεται η προσπάθεια αναγνώρισης της Εθνικής Αντίστασης και η καθιέρωση του εορτασμού της απελευθέρωσης της πόλης την 23η Οκτωβρίου 1944 με σημείο αναφοράς την εκτέλεση στο Αντιαεροπορικό και η ονοματοδοσία της πλατείας Εθνικής Αντιστάσεως και της οδού 23ης Οκτωβρίου.

Η Λάρισα την περίοδο της Κατοχής

Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος οδήγησε την Ελλάδα στη βάναυση τριπλή Κατοχή, με ανυπολόγιστες συνέπειες. Χιλιάδες άνθρωποι εκτελέστηκαν, χωριά κάηκαν, περιουσίες καταστράφηκαν και η πείνα του φοβερού χειμώνα 1941-1942 οδήγησε στον θάνατο χιλιάδες ανθρώπους. Η Θεσσαλία και η ίδια η πόλη της Λάρισας βρέθηκαν, αρχικά, διοικητικά υπό ιταλική κατοχή. Όμως οι κάτοικοί της γρήγορα ανέταξαν το θάρρος τους και αντιστάθηκαν σθεναρά στον κατακτητή.

Η πρώτη αντιστασιακή πράξη έλαβε χώρα κατά την είσοδο των ιταλικών στρατευμάτων στην πόλη από τα Τρίκαλα,[4] όταν μαθήτριες του Α' Γυμνασίου Θηλέων, με επικεφαλής τη Γόνη Στεφάνου-Κυρλή, άρχισαν να τραγουδούν το «Κορόιδο Μουσολίνι», περιπαίζοντας τους Ιταλούς στρατιώτες.[5] Όπως πληροφορούμαστε σχετικά από το βιβλίο ποινών[6] της Β' Εκπαιδευτικής Περιφέρειας Λάρισας (1931-1950),[7] επιβλήθηκε οκταήμερη αποβολή σε 25 μαθήτριες του Α' Γυμνασίου Θηλέων λόγω αυτού του γεγονότος. Η πράξη αντίστασης των μαθητριών χαρακτηρίστηκε ως θλιβερό επεισόδιο και δυσαρέστησε τις ιταλικές δυνάμεις κατοχής. Όπως καταγράφεται χαρακτηριστικά στο πρακτικό του Συλλόγου Διδασκόντων, «ο Σύλλογος ησθάνθη βαθυτάτην θλίψιν διά το εν λόγω επεισόδιον και επέπληξε δημοσία διά δριμυτάτης φράσεως τας τιμωρηθείσας μαθητρίας», αποδίδοντας την πράξη τους στην πολύμηνη διακοπή των μαθημάτων, που τις «εξέτρεψε» από την αυστηρή πειθαρχία και τάξη.[8]

Η αντιπροσωπεία της Ιταλίας, εκφράζοντας τη δυσαρέσκειά της για την εκδήλωση κατά του στρατού κατοχής, απέστειλε στο Υπουργείο Παιδείας έγγραφο,[9] απαιτώντας να διωχθούν στη Μακεδονία ο γυμνασιάρχης Νίκολης και οι καθηγητές του Γυμνασίου Θηλέων Λαρίσης, ενώ στις 7 Ιουλίου 1941 η μαθήτρια Γόνη Στεφάνου-Κυρλή παραπέμφθηκε σε δίκη, αλλά τελικά αφέθηκε ελεύθερη.

Η Λάρισα επί γερμανικής κατοχής

Μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, τον Σεπτέμβριο του 1943, η Λάρισα και η ευρύτερη περιοχή πέρασε στη διοικητική δικαιοδοσία των Γερμανών, οι οποίοι πολύ γρήγορα έδειξαν το σκληρό και απάνθρωπο πρόσωπό τους σε βάρος των αμάχων. Εφάρμοσαν τακτική τρομοκρατίας κατά των γηγενών πληθυσμών ακολουθώντας τη λογική της «απροκάλυπτης βίας» και προέβησαν σε εγκληματικές πράξεις απεκδυόμενοι κάθε ίχνος ανθρωπισμού.

Από τον Σεπτέμβριο του 1943 και έως το τέλος της Κατοχής τα αντίποινα αποτέλεσαν καθημερινή πρακτική, καθώς οι αντιστασιακές πράξεις κορυφώνονταν. Στις 15 Σεπτεμβρίου 1943, με ανακοίνωση της γερμανικής διοίκησης, απαγορεύτηκε η έξοδος από την πόλη προς οποιαδήποτε κατεύθυνση.[10] Από την αρχή της γερμανικής διοίκησης της Θεσσαλίας παρατηρήθηκε άγριο κυνηγητό κατά των Εβραίων. Στις 24 Μαρτίου 1943 η εβραϊκή κοινότητα της Λάρισας δέχθηκε ισχυρό πλήγμα, καθώς οι Εβραίοι της πόλης στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.[11] Η Λάρισα παρέμεινε υπό γερμανική κατοχή μέχρι την είσοδο των αντάρτικων σωμάτων (Ταξιαρχίας Ιππικού) του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ), στις 23 Οκτωβρίου 1944.

Η εκτέλεση της 13ης Σεπτεμβρίου 1943, η πρώτη εκτέλεση από τους Γερμανούς

Η πρώτη εκτέλεση στη Λάρισα από τους Γερμανούς, κατόπιν διαταγών του συνταγματάρχη του πρώτου Συντάγματος Karl Schümmers, έγινε στις 13 Σεπτεμβρίου 1943, για εκφοβισμό.[12] Δεκαεπτά νέοι συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν, ανάμεσά τους και ο Γεώργιος Τοκαρίδης, ένα παιδί μόλις έντεκα ετών.

Στο Δημοτικό Συμβούλιο (Δ.Σ.) Λάρισας, στις 16 Ιουλίου 1946, επί δημαρχίας Στυλιανού Αστεριάδη, έπειτα από αίτηση των οικογενειών (στις 15.7.1946) των 17 εκτελεσθέντων θυμάτων Κατοχής του 1943, αποφασίστηκε να συγκεντρωθούν τα οστά όλων των εκτελεσθέντων επί Κατοχής, να ενταφιασθούν και να ανεγερθεί μνημείο εντός του δημοτικού νεκροταφείου ή σε άλλο μέρος.[13] Ακόμη, το Δ.Σ., στις 18 Αυγούστου 1946, αποφάσισε να καταβάλει στις οικογένειες των θυμάτων της 13ης Σεπτεμβρίου 1943 το ποσό των 600.000 δραχμών που είχαν ήδη καταβάλει για την ανέγερση του μνημείου στο νεκροταφείο και την τέλεση μνημοσύνου.[14]

Το ταφικό μνημείο, αφιερωμένο στη μνήμη των 17 εκτελεσθέντων από τους Γερμανούς στις 13 Σεπτεμβρίου 1943, κατασκευάστηκε το 1946 από άγνωστο δημιουργό, με ιδιωτική πρωτοβουλία, από τις οικογένειες των εκτελεσθέντων, όπως προαναφέρθηκε, στο Α' Δημοτικό Νεκροταφείο Λάρισας. Στον ίδιο τάφο βρίσκεται θαμμένος και ο Βασίλειος Γρίβας, που εκτελέσθηκε «λόγω κατοχής όπλων και πολεμοφοδίων ανηκόντων εις τον γερμανικόν (ιταλικόν) στρατόν», σύμφωνα με τη διαταγή του Ανώτατου Στρατιωτικού Διοικητή και Αρχηγού του Συντάγματος Εφόδου Schümmers.[15] Το ταφικό μνημείο ανακατασκευάστηκε το 2022 με έξοδα συγγενή ενός εκ των θυμάτων.

Η εκτέλεση στις 13 Σεπτεμβρίου 1943, αν και προηγείται χρονικά και αποτελεί την πρώτη ομαδική εκτέλεση που πραγματοποίησαν οι Γερμανοί στη Λάρισα, δεν αφήνει παραδόξως ισχυρό αποτύπωμα στο μνημονικό τοπίο της πόλης. Ειδικότερα, σήμερα υπάρχουν μόνο δύο οδοί οι οποίες φέρουν τα ονόματα δύο εκ των εκτελεσθέντων, του Αντωνίου Αντωνούλη, στη συνοικία Αβέρωφ, και του Κωνσταντίνου Ζαβαλίδη, στη Νέα Πολιτεία.

Η εκτέλεση της 8ης Μαρτίου 1944

Μια εκτέλεση που έγινε το επόμενο έτος έμελλε να συνταράξει την πόλη και να συμβάλει καθοριστικά στη συγκρότηση του μνημονικού αφηγήματός της. Αφορμή υπήρξε η ανατίναξη της αμαξοστοιχίας SF-ZUG-Ταχεία 53, που μετέφερε επίλεκτες εφεδρικές δυνάμεις S.S., με τους αξιωματικούς, τη διεύθυνση μιας μεραρχίας και το επιτελείο της, προς το Ανατολικό μέτωπο για να πάρουν μέρος στην επίθεση αντιπερισπασμού, συνολικά 1.500 αξιωματικούς και στρατιώτες.[16] Η ανατίναξη πραγματοποιήθηκε από το Τάγμα Μηχανικού Ολύμπου, με διοικητές τον αξιωματικό Μηχανικού Αντώνη Αγγελούλη (Βρατσάνο) και τον υπαξιωματικό Πυροβολικού Αλέκο Παστάκα. Η ανατίναξη αυτή υπήρξε το μεγαλύτερο σαμποτάζ του Τάγματος Μηχανικού Ολύμπου, αφού η έκρηξη οδήγησε στον θάνατο 450 ανθρώπους, ενώ το 1/3 ήταν Γερμανοί αξιωματικοί, ανάμεσά τους και ένας στρατηγός με το επιτελείο του.[17] Μάλιστα, χρειάστηκε μία εβδομάδα για να καταμετρήσουν οι Γερμανοί τις απώλειές τους, καθώς ολόκληρα βαγόνια έπεσαν στον Πηνειό.

Οι πολλές απώλειες προκάλεσαν την οργή των Γερμανών. Στις 8 Μαρτίου, με διαταγή της Feldkommandantur[18] αποφασίστηκε η εκτέλεση, στο πλαίσιο της πολιτικής των σκληρών αντιποίνων για το σαμποτάζ των Τεμπών, εκατό ανθρώπων, ενεργών κομμουνιστών (Aktive Kommunisten), σαράντα από το Στρατόπεδο Λαρίσης, σαράντα από το Στρατόπεδο Παύλου Μελά της Θεσσαλονίκης και είκοσι από τα Ολυμποχώρια κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής Τεμπών - Πλαταμώνα.[19]

Η εκτέλεση των σαράντα συλληφθέντων από το στρατόπεδο Λαρίσης πραγματοποιήθηκε στο ύψωμα του Αντιαεροπορικού, στις 8 Μαρτίου 1944. 35 άνδρες και 5 γυναίκες θανατώθηκαν με τυφεκισμό από Γερμανούς στρατιώτες την ημέρα εκείνη, ως αντίποινα για την ανατίναξη της αμαξοστοιχίας στα Τέμπη.[20] Αυτόπτης μάρτυρας της εκτέλεσης υπήρξε ο τότε νομάρχης Λαρίσης Ιωάννης Γκότσης, ο οποίος αφηγείται τις συγκλονιστικές στιγμές που έζησε και στο βιβλίο του Φλόγες στον Όλυμπο. Την επομένη της εκτέλεσης, στις 9 Μαρτίου, δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Λαρισαϊκός Τύπος η εκφοβιστική διαταγή του Ανώτερου Στρατιωτικού Διοικητή Αιγαίου. Οι εκτελεσθέντες στο Αντιαεροπορικό ήταν νέοι άνθρωποι, 17 χρόνων ο μικρότερος, o Μπένης Σονίνο, εβραϊκής καταγωγής, και 55 ετών ο μεγαλύτερος, o Χρήστος Πετσάνης.

Σήμερα, στον χώρο του Αντιαεροπορικού βρίσκονται δύο μνημεία, το παλιό, επάνω στον λόφο, και το νεότερο, στις παρυφές του. Η απόφαση για την τοποθέτηση επιτύμβιας στήλης στον τάφο των εκτελεσθέντων στη θέση Μαγούλα, πρώην Αντιαεροπορικό, ως ένδειξη ελάχιστου φόρου τιμής, είχε ληφθεί από το 1964.[21] Στη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου Λάρισας της 9ης Νοεμβρίου 1965, επί δημαρχίας Αλέξανδρου (Αλέκου) Χονδρονάσιου,[22] συζητήθηκε και πάλι το θέμα και αποφασίστηκε η έγκριση πίστωσης 20.000 δραχμών «διά την κατασκευήν αναμνηστικής στήλης εκτελεσθέντων Λαρισαίων υπό των Γερμανών δι’ αυτεπιστασίας».[23] Πληροφορούμαστε ακόμη ότι αποφασίστηκε και η κατάθεση στεφάνων στον χώρο της εκτέλεσης από τη δημοτική αρχή την ημέρα της απελευθέρωσης της πόλης, γεγονός που πιστοποιεί τη σύνδεση που επιθυμούσε η δημοτική αρχή να πραγματοποιηθεί στη συλλογική συνείδηση των πολιτών. Εξάλλου, στο πολιτικό πεδίο είχε προηγηθεί η εκλογική ήττα της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης (ΕΡΕ) και η ανάληψη της διακυβέρνησης από την Ένωση Κέντρου.

Όμως το έργο δεν πήρε σάρκα και οστά και, ένα χρόνο αργότερα, η πρόταση ήλθε εκ νέου στο Δ.Σ. Στη συνεδρίαση της 19ης Μαΐου 1966 εγκρίθηκε η διάθεση πιστώσεως 20.000 δραχμών για την κατασκευή αναμνηστικής στήλης εκτελεσθέντων Λαρισαίων από τους Γερμανούς,[24] η οποία εντέλει ολοκληρώθηκε. Ενώ τα εγκαίνια είχαν προγραμματιστεί για τις 23 Οκτωβρίου 1966,[25] όπως πληροφορούμαστε από τα πρακτικά του Δ.Σ. Λάρισας, η Χωροφυλακή απαγόρευσε την τέλεση των εγκαινίων, με το πρόσχημα της «διασάλευσης της δημοσίας τάξεως». Στον τοπικό τύπο της εποχής αναφερόταν η αναβολή της τελετής των εγκαινίων του μνημείου των 40 εκτελεσθέντων «λόγω απαγορεύσεως των συγκεντρώσεων υπό της αστυνομίας».[26] Τελικά, προσδιορίστηκε ως ημέρα τέλεσης των εγκαινίων η 27η Νοεμβρίου 1966.[27] Πράγματι, τα αποκαλυπτήρια της αναθηματικής στήλης[28] στον λόφο του πρώην Αντιαεροπορικού έγιναν την ημέρα αυτή. Για την τελετή γίνεται λόγος και στα δημοσιεύματα του τοπικού τύπου,[29] ενώ από τα πρακτικά του Δ.Σ. Λάρισας πληροφορούμαστε την τέλεση μνημοσύνου στη μνήμη των νεκρών.[30] Αργότερα, το 1984, το Δ.Σ. ενέκρινε πίστωση για τη διαμόρφωση του χώρου στο Αντιαεροπορικό, όταν κατασκευάστηκε το νέο μνημείο.[31]

Ωστόσο, στο κέντρο της πόλης υπάρχει και άλλο μνημείο που παραπέμπει στην εκτέλεση στο Αντιαεροπορικό. Η προτομή του Ιωάννη Πατέρα και η αναθηματική πλάκα με τα ονόματα των εκτελεσθέντων από τους Γερμανούς στις 8 Μαρτίου 1944 βρίσκεται στην πλατεία Εθνικής Αντιστάσεως.[32] Το μνημείο κατασκευάστηκε με πρωτοβουλία του Μορφωτικού Εκδρομικού Συλλόγου (ΜΕΣ) «Αριστεύς»,[33] επί προεδρίας Δημήτριου Παλιούρα[34] και δαπάνη του Δήμου Λαρισαίων, το 1969.

Ήδη από το 1964, επί δημαρχίας Αλέκου Χονδρονάσιου, είχε αποφασιστεί η μετονομασία της πλατείας Δημοσίου Ταμείου σε πλατεία Εθνικής Αντιστάσεως και της οδού Αγιάς σε 23ης Οκτωβρίου, όπως χαρακτηριστικά καταγράφεται στα πρακτικά του Δ.Σ. Λάρισας.[35] Μετά την κήρυξη της δικτατορίας, το 1967, στη θέση του δημάρχου διορίστηκε ο Δημήτριος Χατζηγιάννης.[36] Το 1968, στο Δ.Σ. αποφασίζεται η διάθεση του ποσού των 80.000 δραχμών για την κατασκευή δύο προτομών. Η μία είναι αυτή του Ιωάννη Πατέρα. Λίγους μήνες μετά, πληροφορούμαστε τη μετονομασία της πλατείας σε Εθνικής Αντιστάσεως.[37] Η ενέργεια αυτή οφείλεται, προφανώς, στις πιέσεις του αδερφού τού Ιωάννη Πατέρα, Μιχάλη, μέλος του Δ.Σ. Λάρισας,[38] καθώς και στην προβολή της εκτέλεσης ως εθνικής αντιστασιακής πράξης έναντι των κατακτητών.

Στις 18 Νοεμβρίου 1969, στην πλατεία Εθνικής Αντιστάσεως έγιναν τα αποκαλυπτήρια της προτομής του Ιωάννη Πατέρα και της αναθηματικής πλάκας. Όπως πληροφορούμαστε από τον τύπο της εποχής, πραγματοποιήθηκε μια λιτή τελετή, στην οποία μίλησε ο τότε δήμαρχος Λαρίσης Θάνος Μεσσήνης και παρέστησαν εκπρόσωποι τοπικών αρχών και οργανώσεων και πλήθος κόσμου.[39] Η θυσία του «ήρωα» Ιωάννη Πατέρα και των υπολοίπων αγωνιστών που εκτελέστηκαν εκθειάστηκε και αντιμετωπίστηκε ως πρότυπο για μίμηση, καθώς συνδέθηκαν με την καθολική αντίσταση κατά των κατακτητών και τον απελευθερωτικό αγώνα.

Χαρακτηριστικός ο τίτλος του σχετικού δημοσιεύματος στην εφ. Ελευθερία: «Ο Δήμος Λαρίσης τίμησε τα θύματα Κατοχής».[40] Η ένταξη του μνημείου στην πλατεία τη συνδέει με το συγκεκριμένο γεγονός, μετατοπίζοντας σε κεντρικότερο σημείο της πόλης τη μνημονική λειτουργία της ανάκλησης του γεγονότος.

Ωστόσο, τα επόμενα χρόνια οι επίσημες εκδηλώσεις αδράνησαν, λόγω του δικτατορικού καθεστώτος. Μετά την πτώση της χούντας, η μνήμη των εκτελεσθέντων αναδύθηκε ξανά. Σε δημοσίευμα του τοπικού τύπου, το 1975, όπου αναφέρονται αποσπάσματα από τη συνεδρίαση του Δ.Σ., στον λόγο του προεδρεύοντος Αθανάσιου Παναγιωτακόπουλου μνημονεύονται «οι τιμημένοι ήρωες της πόλης, που μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα του εχθρού, πέθαναν ζητωκραυγάζοντας για την Ελλάδα».[41] Αλλά και στον πανηγυρικό της ημέρας, που εκφώνησε ο αντιπρόεδρος του Δ.Σ., Α. Νασίκας, αναφέρονται οι εκτελεσθέντες στις 8 Μαρτίου 1944 στο στρατόπεδο Λαρίσης, στο πλαίσιο της μνείας του Ναπολέοντα Σουκατζίδη, των αγωνιστών του Χαϊδαρίου και της Λέλας Καραγιάννη.[42] Εκδηλώσεις προς τιμήν των εκτελεσθέντων πραγματοποιούνταν στην πλατεία Εθνικής Αντιστάσεως και στο Αντιαεροπορικό, αλλά και στο ίδιο το μνημείο, από τον τότε δήμαρχο Αγαμέμνονα Μπλάνα, παρουσία μελών του Δ.Σ., εκπροσώπων των αρχών καθώς και συγγενών των θυμάτων.

Σύμφωνα με τον τοπικό Τύπο, από το 1982, επί δημαρχίας Αριστείδη Λαμπρούλη, οι εκδηλώσεις πραγματοποιούνταν στο Αντιαεροπορικό και στην πλατεία Εθνικής Αντιστάσεως.[43] Ωστόσο, σταδιακά το μνημείο απώλεσε τον «εθνικό» του χαρακτήρα, καθώς οι πολιτικές εξελίξεις συνέβαλαν στην αλλαγή του ιδεολογικού πλαισίου.

Το 1988 το Δ.Σ. αποφάσισε τη διάθεση πίστωσης για το μνημόσυνο στο Αντιαεροπορικό. Τη δεκαετία του 1990, η μνήμη της εκτέλεσης παρέμεινε ζωντανή. Το 1991, επί δημαρχίας Αριστείδη Λαμπρούλη, κατασκευάστηκε από τον γλύπτη Κώστα Νταή η προτομή της Δήμητρας Τσάτσου, εκτελεσθείσας στο Αντιαεροπορικό, και τοποθετήθηκε στην ομώνυμη πλατεία, στη συνοικία Νεάπολη. Αρχικά ονομαζόταν πλατεία Χαλδέζου, και μετονομάστηκε σε πλατεία Δήμητρας Τσάτσου το 1984.[44] Η εκτέλεση στο Αντιαεροπορικό δεσπόζει στο μνημονικό αφήγημα της Λάρισας. Εκτός των μνημείων, σήμερα στην πόλη υπάρχουν τριάντα τρεις οδοί αφιερωμένες στη μνήμη των εκτελεσθέντων της 8ης Μαρτίου 1944, κυρίως στις συνοικίες της Φιλιππούπολης και της Ανθούπολης.

Πλέον, στην εκδήλωση για την επέτειο της εκτέλεσης ακολουθείται ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα, που περιλαμβάνει επιμνημόσυνη δέηση στον χώρο του μνημείου στο Αντιαεροπορικό, ομιλία για το ιστορικό της ημέρας, προσκλητήριο νεκρών και κατάθεση στεφάνων. Παράλληλα, πραγματοποιείται τελετή και κατάθεση στεφάνων στην προτομή του Ιωάννη Πατέρα, στην πλατεία Εθνικής Αντιστάσεως, και στην προτομή της Δήμητρας Τσάτσου.

Στις 9 Μαΐου, στο πλαίσιο της επετείου της Αντιφασιστικής Νίκης των λαών, πραγματοποιείται κατάθεση στεφάνων στην προτομή του Ιωάννη Πατέρα και στην προτομή της Δήμητρας Τσάτσου στη Νεάπολη, με τη συμμετοχή των κομματικών οργανώσεων του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος (ΚΚΕ), της Κομμουνιστικής Νεολαίας Ελλάδας (ΚΝΕ), και του Παραρτήματος Λάρισας της Πανελλήνιας Ένωσης Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης και Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ).

Η αναγνώριση της Αντίστασης και της Κατοχής σε τοπικό επίπεδο

Στην πόλη της Λάρισας η δημοτική αρχή, στη συνοικία Νεράιδα, για να τιμήσει και να τονίσει εμφατικά την αντίσταση του λαού σε εθνικό επίπεδο και τα θύματα της Κατοχής, μετονόμασε δύο οδούς σε Εθνικής Αντίστασης και Θυμάτων Κατοχής, αντίστοιχα.

Για να τιμηθεί η απελευθέρωση της Λάρισας από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής, στις 23 Οκτωβρίου 1944, επί δημαρχίας Αγαμέμνονα Μπλάνα, έγινε η μετονομασία της οδού Βασιλέως Γεωργίου Β' σε 23ης Οκτωβρίου 1944. Η σχετική απόφαση ελήφθη το 1968, επί δημαρχίας Δημητρίου Χατζηγιάννη και επί προεδρίας του Δ.Σ. Θάνου Μεσσήνη.[45] Είναι ολοφάνερη η προσπάθεια σύνδεσης της εκτέλεσης με την Εθνική Αντίσταση, αφού η οδός 23ης Οκτωβρίου περνάει από την πλατεία Εθνικής Αντιστάσεως, όπου βρίσκεται η προτομή Ι. Πατέρα.

Ωστόσο, το όνομα της 23ης Οκτωβρίου δόθηκε και στην πλατεία που περιβάλλεται από τις οδούς Παλαιολόγου, Πτολεμαίου και Ιάσονος, στην περιοχή του σταθμού του ΟΣΕ.[46] Παράλληλα, προς τιμήν των θυμάτων των φασιστικών - ναζιστικών θηριωδών, ονομάστηκε πλατεία Ηρώων Κατοχής η πλατεία, στη συνοικία των Αγίων Σαράντα, που περικλείεται από τις οδούς Ηρώων Πολυτεχνείου, Αγιάς, Θεοδωροπούλου και Μητροπούλου.

Η ανάδειξη της 23ης Οκτωβρίου ως ημέρας απελευθέρωσης

Στο πρωτοσέλιδο της εφ. Αλήθεια, την Τρίτη 24 Οκτωβρίου 1944, καταγράφεται η θριαμβευτική είσοδος των αντάρτικων σωμάτων και η απελευθέρωση της Λάρισας. Χαρακτηριστικά αναφέρονται τα εξής: «Η ηρωική και αλύγιστη Λάρισα λεύτερη. Η χθεσινή θριαμβευτική είσοδος των γενναίων ανταρτών μας και της Εθνικής Πολιτοφυλακής στην πόλη μας».

Ήδη από το 1944, η 28η Οκτωβρίου αναγνωρίστηκε ως η πανελλήνια ημέρα εορτασμού της Αντίστασης απέναντι στις δυνάμεις του Άξονα και καθιερώθηκε ως επίσημη εθνική εορτή. Ακολούθησαν κάποιες μεταπολεμικές νομοθετικές ρυθμίσεις,[47] σύμφωνα με τις οποίες η Εθνική Αντίσταση ορίστηκε ως «εθνικός αγών» και «συνέχισις του πολέμου 1940-1941». Ωστόσο, από το 1945 έως το 1974 κυριάρχησε η εικόνα μιας αποϊδεολογικοποιημένης, πολιτικά «αποστειρωμένης» Αντίστασης, με φορείς μόνιμους αξιωματικούς και μερικούς ηρωικούς σαμποτέρ, μακριά από ύποπτες συλλογικότητες, κοινωνικά οράματα ή «αντιφασιστικά» προτάγματα. Ως εκ τούτου, μετεμφυλιακά, η Αντίσταση μνημονευόταν μόνο από την Αριστερά ως ο ιδρυτικός μύθος της και αναδεικνυόταν στον λόγο της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ).[48] Στη δεκαετία του 1960, στο πλαίσιο της αντιπαράθεσης Κέντρου - Δεξιάς, η Ένωση Κέντρου αναζήτησε ερείσματα στην Αριστερά και προσπάθησε να θεσμοθετήσει την απελευθέρωση της Αθήνας (12 Οκτωβρίου) και την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου, που εορτάστηκε με πρωτοβουλία της ΕΔΑ το 1962.[49] Το 1963 επαναλήφθηκε ο εορτασμός, χωρίς μεγάλη συμμετοχή. Το 1964 η κυβέρνηση Παπανδρέου αποφάσισε τον εορτασμό της απελευθέρωσης της Αθήνας καθώς και της 18ης Οκτωβρίου 1944 (έλευση κυβέρνησης Εθνικής Ενώσεως) προς τιμήν της καθολικής Αντίστασης.

Τότε, η Νομαρχία Λαρίσης έκανε πρόγραμμα εορτασμού των είκοσι χρόνων από την απελευθέρωση της χώρας και προτάθηκε η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης. Η εκλογή του Αλέκου Χονδρονάσιου ως δημάρχου της πόλης συνέβαλε σημαντικά στις εξελίξεις καθιέρωσης του εορτασμού της απελευθέρωσης της πόλης από τα γερμανικά στρατεύματα και της Εθνικής Αντίστασης. Ο εορτασμός της 23ης Οκτωβρίου ως ημέρας απελευθερώσεως αποφασίστηκε σε συνεδρίαση του Δ.Σ. Λάρισας, προεδρευούσης της Μαρίκας Σκυλλάκου. Ο δήμαρχος πρότεινε τον εορτασμό της ημέρας αυτής και το Δ.Σ. συμφώνησε ομόφωνα και αποφάσισε να εορτασθεί η απελευθέρωση της Λάρισας από τη φασιστική κατοχή την 23η Οκτωβρίου 1964. [50]

Μερικές μέρες αργότερα, ο Αλ. Χονδρονάσιος πρότεινε, για να τιμηθεί η Εθνική Αντίσταση στη σκλαβωμένη Ελλάδα της χιτλερικής Κατοχής και να «διαιωνισθεί η ένδοξος μνήμη» της, την ανέγερση μνημείου Εθνικής Αντιστάσεως. Ο εκπροσωπών την αντιπολίτευση στο Δ.Σ., Θάνος Μεσσήνης, συμφώνησε με την ανέγερση μνημείου Εθνικής Αντιστάσεως, όχι όμως αυτοτελούς αλλά με προσθήκη ανάγλυφης παράστασης στο ήδη υπάρχον μνημείο του Αγνώστου Στρατιώτου, γιατί, εκτός των άλλων, θα φαινόταν ότι με αυτό τον τρόπο «οι αγώνες του έθνους διά την ελευθερίαν υπήρξαν συνεπείς, συνεχείς και ενιαίοι». Υπήρξαν και διαφωνίες στο Δ.Σ., καθώς ο δήμαρχος επέμενε, εκτός από το να εκφραστεί η ευχή για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης προς την κυβέρνηση, να προστεθεί και η υλική και ηθική αποκατάσταση των αγωνιστών της Εθνικής Αντίστασης, ενώ κάποια μέλη θεωρούσαν ότι αυτό αφορούσε αποκλειστικά την κυβέρνηση και δεν ενέπιπτε στις αρμοδιότητες του Δ.Σ.[51]

Την ίδια χρονιά, μια έκρηξη νάρκης στον χώρο της εκδήλωσης στον Γοργοπόταμο, με 13 νεκρούς και 45 τραυματίες, αμαύρωσε την επέτειο[52] και η κυβέρνηση απαγόρευσε τις δημόσιες εορταστικές εκδηλώσεις για την Αντίσταση.

Το 1965, το θέμα επανήλθε, καθώς η νομαρχία δεν επέτρεψε τον εορτασμό της 23ης Οκτωβρίου ως ημέρας απελευθερώσεως της Λάρισας από τη γερμανική κατοχή, με το επιχείρημα ότι δεν είχε καθιερωθεί με Βασιλικό Διάταγμα. Ωστόσο, πραγματοποιήθηκε κατάθεση στεφάνων στο Αντιαεροπορικό την 23η Οκτωβρίου. Γινόταν, λοιπόν, εμφανές το αίτημα του εορτασμού της απελευθέρωσης της πόλης, όπως χαρακτηριστικά παρατηρείται στα λόγια του δημοτικού συμβούλου Ζήση Παναγιωτακόπουλου: «να καθιερωθή αυτή η ημέρα ως τοπική εορτή, να κλείνουν τα σχολεία, να γίνεται κάποια δοξολογία, ώστε να επανέρχεται εις την μνήμη μας τι υπέφερε από την Κατοχήν ο ελληνικός λαός». Όμως επικράτησε διάσταση απόψεων στο Δ.Σ., ανάμεσα στον δήμαρχο Αλέκο Χονδρονάσιο και τους δημοτικούς συμβούλους της δεξιάς παράταξης, Μιχάλη Πατέρα και Θάνο Μεσσήνη, οι οποίοι επιθυμούσαν την καθιέρωση της εορτής της απελευθέρωσης μέσω Βασιλικού Διατάγματος. Έπειτα από ψηφοφορία, το Δ.Σ. πλειοψηφικά δήλωσε την πρόθεσή του να τηρήσει την απόφασή του[53] για τον εορτασμό της επετείου της 23ης Οκτωβρίου.

Στον τοπικό τύπο της εποχής καταγράφονταν μάλιστα και οι εορταστικές εκδηλώσεις για την απελευθέρωση της πόλης: η δοξολογία στον μητροπολιτικό ναό του Αγίου Αχιλλείου, παρουσία των επίσημων αρχών και οργανώσεων, και στις 12 το μεσημέρι η δεξίωση στο δημαρχείο, όπως χαρακτηριστικά επισημαινόταν, με πρωτοβουλία του δήμου.

Παράλληλα, αν και η ανέγερση μνημείου Εθνικής Αντίστασης είχε συμπεριληφθεί στο πρόγραμμα εκτελεστέων έργων το 1966, δεν κατασκευάστηκε. Την περίοδο της χούντας υπήρξε πλήρης διαστροφή της έννοιας της Εθνικής Αντίστασης, ενώ κατά τη Μεταπολίτευση βρήκε διέξοδο η καταπιεσμένη συλλογική μνήμη. Το 1975 εορτάστηκε ξανά η επέτειος απελευθέρωσης της πόλης, με πανηγυρική συνεδρίαση του Δ.Σ., ομιλίες και κατάθεση στεφάνου στο ηρώο της πόλης. Το 1976, επί δημαρχίας Αγαμέμνονα Μπλάνα, εγκρίθηκε ψήφισμα από το Δ.Σ. Λάρισας για την Εθνική Αντίσταση.[54] Ενώ το 1978, το ψήφισμα για την Εθνική Αντίσταση συμπεριελήφθη στην «Πανηγυρική συνεδρίαση για την απελευθέρωση της πόλης από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής».[55]

Τη δεκαετία του 1980 ο εορτασμός της απελευθέρωσης της πόλης ήρθε στο προσκήνιο όταν αναγνωρίσθηκε επίσημα η Εθνική Αντίσταση από την κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου. Η συζήτηση στη Βουλή του νομοσχεδίου για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης στις 17-19 Αυγούστου 1982 αποτυπώθηκε διθυραμβικά στον αριστερό και κεντρώο τύπο της εποχής, ενώ αρνητικά σχόλια υπήρξαν στις δεξιές εφημερίδες, χαρακτηριστικό του κλίματος που επικράτησε. Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε η εκλογή του Αριστείδη Λαμπρούλη ως δήμαρχου της Λάρισας. Πλήρως ενταγμένο στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα υπήρξε και το ψήφισμα του Δ.Σ. Λάρισας για την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, στις 26 Αυγούστου 1982.[56]

Το ίδιο έτος, καθιερώθηκε και η ημέρα πανελλαδικού εορτασμού της Εθνικής Αντίστασης στις 25 Νοεμβρίου, ημερομηνία ανατίναξης της γέφυρας του Γοργοποτάμου. Στη Λάρισα, επί δημαρχίας Αριστείδη Λαμπρούλη, το 1982, ο εορτασμός πραγματοποιήθηκε, όπως πληροφορούμαστε από τον τοπικό τύπο, όπου δημοσιεύτηκε ο χαιρετισμός του δημάρχου για την απελευθέρωση της πόλης. Το 1983 συζητήθηκε στο Δ.Σ. Λάρισας ο εορτασμός για την ΕΠΟΝ,[57] ενώ την επόμενη χρονιά συστάθηκε επιτροπή για την καταγραφή των θυμάτων της Εθνικής Αντίστασης. Από το 1985 ο εορτασμός της απελευθέρωσης είχε θεσμοθετηθεί επίσημα και ακολουθούνταν συγκεκριμένο πρόγραμμα,[58] ενώ, παράλληλα, το Δ.Σ. είχε εγκρίνει ψήφισμα για την επέτειο της Αντιφασιστικής Νίκης, στις 9 Μαΐου. Ήδη από το 1986 είχε συσταθεί επιτροπή για την ανέγερση Μνημείου Εθνικής Αντίστασης.

Το 1987 έγιναν τα αποκαλυπτήρια του μνημείου Εβραίων Μαρτύρων Κατοχής, που κατασκευάστηκε με τη συνεργασία του Δήμου Λάρισας και της Ισραηλιτικής Κοινότητας, ως φόρος τιμής στη μνήμη 235 Εβραίων της πόλης, θυμάτων του Ολοκαυτώματος. Το ίδιο έτος εγκρίθηκε πίστωση για τις εκδηλώσεις στην επέτειο της ανατίναξης των σιδηροδρομικών γραμμών στα Τέμπη από τα στρατεύματα του ΕΛΑΣ.[59] Όμως από το 1988 τον εορτασμό της Εθνικής Αντίστασης ανέλαβαν οι αντιστασιακές οργανώσεις.

Τελικά, το 1990 κατασκευάστηκε στο πάρκο Αλκαζάρ το Μνημείο Εθνικής Αντίστασης, έργο του γλύπτη Φιλόλαου Τλούπα, ενώ κάτω από αυτό στεγαζόταν το Μουσείο Εθνικής Αντίστασης. Στη βάση του μνημείου υπάρχουν πλάκες με εγχάρακτες τις φράσεις «ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ 1941-1944» και «Άξιος όποιος το μήνυμα των καιρών το ακούει και λέει “ΠΑΡΩΝ”».

Το 1991 το Δ.Σ. αποφάσισε τη διοργάνωση εκδηλώσεων του δήμου για τον εορτασμό της ίδρυσης του ΕΑΜ.[60] Το 1999 καθιερώθηκε η 9η Μαΐου, ημέρα λήξης του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, ως «ημέρα Πανελλαδικού Εορτασμού των Εθνικών Αγώνων και της Εθνικής Αντίστασης κατά του Ναζισμού και του Φασισμού», για την έμπρακτη απόδοση της οφειλόμενης τιμής προς τους πολεμιστές, τους αγωνιστές, τους νεκρούς και τα θύματα του αγώνα του ελληνικού λαού εναντίον των εχθρικών στρατευμάτων κατοχής.[61]

Το 2003, η Ισραηλιτική Κοινότητα Λάρισας ανέθεσε στον Κώστα Νταή την κατασκευή αναθηματικής στήλης για τους Λαρισαίους Εβραίους πεσόντες στον πόλεμο 1940-1941, που τοποθετήθηκε στην αυλή της Συναγωγής.[62]

Ωστόσο, σήμερα, οι εκδηλώσεις για την απελευθέρωση της πόλης στις 23 Οκτωβρίου πραγματοποιούνται στο ηρώο της πόλης, στο Φρούριο. Εκεί πραγματοποιούνται και οι εκδηλώσεις για την Ημέρα Εθνικής Αντιστάσεως, παρά την ύπαρξη μνημείου Εθνικής Αντίστασης. Στη Λάρισα, από το 2010 λειτουργεί Μουσείο Εθνικής Αντίστασης,[63] το οποίο στεγάζεται στο κτίριο της παλαιάς Πυριτιδαποθήκης (των παλαιών φυλακών), στην οδό Ιουστινιανού.[64]

Συμπεράσματα

Οι δύο εκτελέσεις από τους Γερμανούς, στις 13 Σεπτεμβρίου 1943 και στις 8 Μαρτίου 1944, δεν ήταν οι μόνες στην πόλη. Ωστόσο, η εκτέλεση στο Αντιαεροπορικό ήταν αυτή που άφησε ανεξίτηλο το αποτύπωμά της στον αστικό ιστό. Η συγκρότηση του αντιστασιακού τοπίου της πόλης διαμορφώθηκε μέσα από τη συγκεκριμένη εκτέλεση. Τέσσερα μνημεία (το παλιό και το νέο στον χώρο του πρώην Αντιαεροπορικού, η προτομή του Ιωάννη Πατέρα και η αναθηματική στήλη στην πλατεία Εθνικής Αντιστάσεως, από την οποία διέρχεται η οδός 23ης Οκτωβρίου, και η προτομή της Δήμητρας Τσάτσου στην ομώνυμη πλατεία) και τριάντα τρεις οδοί της πόλης αναδεικνύουν το συγκεκριμένο γεγονός, συνθέτοντας το επίσημο τοπικό μνημονικό αφήγημα της Λάρισας. Από την ονοματοθεσία των δρόμων παρατηρούμε πως η μνήμη της Αντίστασης υπερτερεί. Εξαπλώθηκε σε νέες συνοικίες, που προέκυψαν από την επέκταση του αστικού ιστού της πόλης. Σταδιακά, τα μνημεία (Αντιαεροπορικό, προτομή Πατέρα, προτομή Τσάτσου) απεκδύθηκαν τον εθνικό χαρακτήρα που είχαν τις προηγούμενες δεκαετίες και αποτέλεσαν έναν νέο μνημονικό τόπο για την Αριστερά. Τελείται όμως ακόμη και σήμερα, εθιμοτυπικά, μνημόσυνο στο Αντιαεροπορικό, με κατάθεση στεφάνων, στην προτομή του Ι. Πατέρα και στην προτομή της Δ. Τσάτσου από τον Δήμο Λαρισαίων τον Ιούνιο. Παράλληλα, οι μνημονικοί τόποι συνδέθηκαν με τον αντιφασιστικό αγώνα και πραγματοποιούνται εκεί οι εορτασμοί της 9ης Μαΐου.

 

  1. Zακ Λε Γκοφ, Ιστορία και μνήμη, μτφρ. Γιάννης Κουμπουρλής, Νεφέλη, Αθήνα 1998, σ. 155.
  2. Χάγκεν Φλάισερ, Οι πόλεμοι της μνήμησ. Ο Β' Παγκόσμιος πόλεμος στη Δημόσια Ιστορία, Νεφέλη, Αθήνα 2012, σ. 24.
  3. Ο Pierre Nora, επεκτείνοντας τη συλλογιστική του M. Halbwachs, που διέκρινε τη μνήμη σε ατομική και συλλογική ή κοινωνική, έκανε λόγο για τους «τόπους μνήμης» (lieux de memoire)· βλ. Pierre Nora, “Between Memory and History: Les Lieux de Mémoire”, Representations, 26 (1989), 7-24.
  4. Τα μαθήματα είχαν διακοπεί την 28η Οκτωβρίου 1940, λόγω της κήρυξης του πολέμου. Ξεκίνησαν εκ νέου την 20ή Ιουνίου 1941.
  5. Το περιστατικό καταγράφεται από τον δημοσιογράφο Δαμιανό Αχ. Βουλγαράκη, Ένας ξανθός άγγελος στην υπηρεσία της Εθνικής Αντίστασης, Ανάτυπο, Λάρισα 1985, σ. 15.
  6. Στο βιβλίο αυτό καταγράφονται οι επιβληθείσες ποινές στους εκπαιδευτικούς, τα παραπτώματα του διδακτικού προσωπικού και η αιτιολογία επιβολής της εκάστοτε ποινής.
  7. Σύμφωνα με την πράξη 9/1941 του Βιβλίου Πράξεων Συλλόγου Διδασκόντων του Α' Γυμνασίου Θηλέων· βλ. ΓΑΚ Νομού Λάρισας 1889-1994, Αρχείο Διεύθυνσης Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης (ΔΙΟΙΚ. 9.01, αταξινόμητο), Βιβλίο ποινών Β' Εκπαιδευτικής Περιφέρειας Λάρισας 1931-1950. Αρχείο Α' Γυμνασίου θηλέων (ΕΚΠ. 11.01), Φ.35, Βιβλίο πράξεων συλλόγου διδασκόντων 1934-1942.
  8. Στο ίδιο.
  9. Υπ’ αριθμ. 664/4-7-1941·βλ. Λάζαρος Αρσενίου, Η Θεσσαλία στην Αντίσταση. Ιταλική κατοχή, τ. Α', Έλλα, Λάρισα 1999, σ. 39.
  10. Αντώνης Ι. Φλούντζης, Στρατόπεδα Λάρισας - Τρικάλων, 1941-1944. Η γέννηση του αντάρτικου στη Θεσσαλία, Παπαζήσης, Αθήνα 1977, σ. 513.
  11. «Η ιστορία της Κοινότητας», Ισραηλιτική Κοινότητα Λάρισας, στην ιστοσελίδα https://www.jcl.gr/community-history/ (ανακτήθηκε 10.6. 2025).
  12. Καταγράφεται από τον Φλούντζη, τον Βουλγαράκη και τον τότε νομάρχη Ιωάννη Γκότση. Για περισσότερα βλ. Ιωάννης Γκότσης, Φλόγες στον Όλυμπο, «Ελλάς-Αμερική», Αθήνα 1945, σ. 97-98. Ο Λάζαρος Αρσενίου καταγράφει ότι οι εκτελεσθέντες ήταν όμηροι από το στρατόπεδο Λαρίσης και ότι η εκτέλεση έγινε εντός του στρατοπέδου· Αρσενίου, ό.π., σ. 45.
  13. ΓΑΚ Ν. Λάρισας, Πρακτικά Δ.Σ. Λάρισας, Φ.23 [1946-1947], 16.7.1946.
  14. Στο ίδιο, Φ.23 [1946-1947], 18.8.1946.
  15. Γκότσης, ό.π., σ. 98.
  16. Μαρία Σπηλιωτοπούλου- Προκόπης Παπαστρατής, Χρονολόγιο Γεγονότων 1940-1944. Από τα έγγραφα του Βρετανικού Υπουργείου των Εξωτερικών. Foreign Office 371, 1944, τ. Β΄, Ακαδημία Αθηνών/ Κέντρον Ερεύνης της Ιστορίας του Νεωτέρου Ελληνισμού, Αθήνα 2004, σ. 108.
  17. Το Βρετανικό Υπουργείο των Εξωτερικών αναφέρει πάνω από 300 νεκρούς, 100 αξιωματικούς, έναν Γερμανό στρατηγό με το επιτελείο του καθώς και τον τραυματισμό τριών ανταρτών.
  18. 4η Μεραρχία S.S. Polizei με έδρα τη Λάρισα.
  19. Δαμιανός Αχ. Βουλγαράκης, Ημερολόγιο στρατοπέδου. Η εκτέλεση των 40 πατριωτών στις 8-3-1944. Η σύλληψη και το μαρτύριο της Λαρισαίας ηρωίδας Δήμητρας Ι. Τσάτσου, ιδιωτική έκδοση, Λάρισα 1979, σ. 12.
  20. Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου των Εξωτερικών, 1945, φακ. 25, υποφακ. 2: Υπουργείο Εσωτερικών, Νομαρχία Λάρισας, Αριθ. Δ.Υ., προς το Υπουργείο Εσωτερικών, Εκτέλεσις 36 ομήρων, 10.3.1944.
  21. ΓΑΚ, Πρακτικά Δ.Σ., Φ. 37 [1964-1965], Πρ. 25/29.10.1964, Αρ. απ. 271.
  22. Δικηγόρος, επί Κατοχής υπήρξε τομεάρχης του ΕΑΜ. Το 1951 διετέλεσε γραμματέας της Νομαρχιακής Επιτροπής της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ) Λάρισας, ενώ στις εκλογές του 1958 εκλέχθηκε βουλευτής Λαρίσης. Το 1964 εκλέχθηκε δήμαρχος της Λάρισας με ποσοστό 47%. Επανεκλέχθηκε το 1978, ενώ παραιτήθηκε για λόγους υγείας το 1980.
  23. ΓΑΚ, Πρακτικά Δ.Σ., Φ. 38 [1965], Πρ. 22/9.11.1965, Αρ. απ. 383.
  24. Στο ίδιο, Φ. 40 [1966-1967], Πρ. 11/10.5.1966, Αρ. απ. 124.
  25. Ημέρα απελευθέρωσης της Λάρισας από τα γερμανικά στρατεύματα.
  26. Αρχείο Δημόσιας Βιβλιοθήκης Λάρισας (ΔΒΛ) «Κωνσταντίνος Κούμας», εφ. Θεσσαλικά Νέα, 23.10.1966.
  27. ΓΑΚ, Πρακτικά Δ.Σ., Φ.40 [1966-1967], Πρ. 21/8.11.1966, Αρ. απ. 268.
  28. Έργο της Δημομηχανικής Υπηρεσίας.
  29. Εφ. Ελευθερία, Θεσσαλικά Νέα, Πρωινός Ταχυδρόμος, 27 Νοεμβρίου 1966, Νέον Βήμα, 28 Νοεμβρίου 1966.
  30. Δήμος Λάρισας, Πρακτικά Δ.Σ. Λάρισας, Αρ. απ. 49/26.2.1981.
  31. Στο ίδιο, Αρ. απ. 106/28.3.1984.
  32. Προπολεμικά ήταν γνωστή ως πλατεία Καραγάτς.
  33. Ιδρύθηκε το 1946, ως εκδρομικός σύλλογος, στοχεύοντας παράλληλα και στην ανάπτυξη της πνευματικής κίνησης της Λάρισας, ενώ ανέπτυξε και αθλητική δράση.
  34. Στρατιωτικός γιατρός, αποστρατεύτηκε με τον βαθμό του γενικού αρχιάτρου. Ως πρόεδρος του ΜΕΣ «Αριστεύς», έλαβε την πρωτοβουλία για ανέγερση πολλών μνημείων στη Λάρισα, ανάμεσά τους και το μνημείο του Ιπποκράτη.
  35. ΓΑΚ, Πρακτικά Δ.Σ., Φ.37 [1964-1965], Πρ. 25/29.10.1964, Αρ. απ. 272.
  36. Δικηγόρος. Το 1954 εκλέχθηκε δήμαρχος Λάρισας. Κέρδισε και τις εκλογές του 1959, ενώ το 1964, υποστηριζόμενος από το κόμμα της ΕΡΕ, έχασε από τον Αλέκο Χονδρονάσιο. Επί χούντας υπήρξε διορισμένος δήμαρχος της πόλης.
  37. ΓΑΚ, Πρακτικά Δ.Σ., Φ. 41 [1967-1968], Πρ. 1/2.1.1968, Αρ. απ. 8.
  38. Ο Μ. Πατέρας ανήκε στην παράταξη του Θάνου Μεσσήνη και ήταν ενεργός στην τοπική αυτοδιοίκηση από το 1959 ως το 1986.
  39. Εφ. Ημερήσιος Κήρυξ, 18 Νοεμβρίου 1969.
  40. Εφ. Ελευθερία, 18 Νοεμβρίου 1969.
  41. Εφ. Ελευθερία, «Εωρτάσθη χθες η επέτειος της απελευθερώσεως της πόλεώς μας», 24.10.1975.
  42. Στο ίδιο.
  43. Εφ. Ελευθερία, «Τιμήθηκε η μνήμη 40 εκτελεσθέντων πατριωτών χθες», 7.3.1982.
  44. Δήμος Λάρισας, Πρακτικά Δ.Σ., 222/25.4.1984.
  45. ΓΑΚ, Πρακτικά Δ.Σ. [1967-1968], Φ. 41, Πρ. 09/2.4.1968, Αρ. απ. 72.
  46. Δήμος Λάρισας, Πρακτικά Δ.Σ., Πρ. 20/1979, Αρ. απ. 339. Ωστόσο, τον Μάρτιο του 2025 προτάθηκε η πλατεία 23ης Οκτωβρίου 1944 να μετονομασθεί σε πλατεία «Θυμάτων Τεμπών 2023», απόφαση η οποία εκκρεμεί.
  47. Αναγκαστικός Νόμος υπ’ αριθ. 971, άρθρο 9, «Αναγνώρισις Εθνικού Αγώνος και ευεργετήματα», ΦΕΚ 105/29.4.1949, τ. Α', σ. 671-678.
  48. Ελένη Πασχαλούδη, «Η Εθνική Αντίσταση στον επετειακό χάρτη της μεταπολεμικής Ελλάδας», Στρ. Δορδανάς κ.ά. (επιμ.), Κατοχική βία, 1939-1945. Η ελληνική και η ευρωπαϊκή εμπειρία, Ασίνη, Αθήνα 2016, σ. 418.
  49. Στο ίδιο, σ. 419-420.
  50. ΓΑΚ, Πρακτικά Δ.Σ., Φ. 37 [1964-1965], Πρ. 24/5.10.1964, Αρ. απ. 243.
  51. Στο ίδιο, Πρ. 25/29.10.1964, Αρ. απ. 270.
  52. Πασχαλούδη, ό.π., σ. 419-420.
  53. ΓΑΚ, Πρακτικά Δ.Σ., Φ. 38 [1965], Πρ. 22/9.11.1965, Αρ. απ. 371.
  54. Δήμος Λάρισας, Πρακτικά Δ.Σ., Αρ. απ. 309/3.10.1975.
  55. Στο ίδιο, Αρ. απ. 348/23.10.1978.
  56. Στο ίδιο, Αρ. απ. 228/26.8.1982.
  57. Στο ίδιο, Αρ. απ. 86/10.2.1983.
  58. Στο ίδιο, Αρ.απ.396/10.10.1985.
  59. Στο ίδιο, Αρ. απ. 301/10.9.1987.
  60. Στο ίδιο, Αρ. απ. 215/25.4.1991.
  61. Ν. 2703, άρθρο 4 «Εθνική Αντίσταση», §1, ΦΕΚ 72/Α/8.4.1999.
  62. «Μνημεία», Ισραηλιτική Κοινότητα Λάρισας, στην ιστοσελίδα https://www.jcl.gr/mnimeia/ (ανακτήθηκε 10.6.2025).
  63. «“Ζωντανές” αναμνήσεις στο Μουσείο Εθνικής Αντίστασης Θεσσαλίας», Larisanews.gr, 25 Οκτωβρίου 2010, στην ιστοσελίδα https://www.larisanews.gr/archives/1199 (ανακτήθηκε 10.6.2025).
  64. Το κτίριο των παλαιών φυλακών είχε χαρακτηριστεί διατηρητέο από το 1985, ενώ το 2004 το Δ.Σ. αποφάσισε τη λειτουργία του Μουσείου Εθνικής Αντίστασης.